(….) Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.
Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί. (….)
Νίκος Καββαδίας, Καφάρ
Ένας σπουδαίος ιστορικός, ο Tony Judt, έγραψε, όχι πολύ καιρό πριν, έναν ύμνο για τους σιδηροδρόμους. Εξυμνούσε αυτά τα σύμβολα του μοντέρνου, με τις υπέροχες αρχιτεκτονικές μορφές. Μιλούσε για τα παμφάγα τρένα που τσουλώντας στις σιδηρογραμμές και καταναλώνοντας τα χθόνια μέταλλα για να μεταφέρουν υλικά, εργάτες και ολόκληρες φαμίλιες, δημιούργησαν τις σύγχρονες μητροπόλεις.
Μόνο που τα τρένα εκπλήρωσαν τους σκοπούς τους. Οι μητροπόλεις παραφούσκωσαν με τους πάλαι ποτέ χωρικούς που γίνηκαν αστοί. Τώρα τα τρένα, μονάχα να επιστρέψουν πίσω τους απηυδισμένους που συγκέντρωσαν στις πολυπληθείς χοάνες μπορούν. Αλλά οι πιθανότητες δεν είναι μεγάλες. Το προνόμιο της ελεγχόμενης αποξένωσης που προσφέρει το άστυ είναι δύσκολο να το απαρνηθεί κανείς, παρ’ όλες τις απογοητεύσεις που προσφέρει η συνύπαρξη με το πλήθος, παρ’ όλες τις υπενθυμίσεις για την ασημαντότητά του καθενός μέσα σε αυτό το πλήθος.
Και οι διαδρομές αλλάξανε. Οι μικρές καλύπτονται από τα ιδιωτικά αμαξίδια που μεταφέρουν την χαρούμενη οικογένεια στο σχολείο και τη δουλειά και την επαρχία. Οι μεγάλες καλύπτονται από πετούμενα που ξεβράζουν τουρίστες. Και τα τρένα επιτελούν τις κινήσεις τους πιο κουρασμένα, πιο διακριτικά, περιμένοντας να αναβιώσει η αλλοτινή τους δόξα για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους. Και οι σταθμοί στέκουν στιβαροί, όμορφοι μα κάπως παραπονεμένοι, σαν ξεπεσμένοι αριστοκράτες που περιφρονούν τους νέους πρωταγωνιστές της παράλογης αυτής εποχής. Γιατί αν τα τρένα υπήρξαν τα σύμβολα του μοντέρνου, τα αεροπλάνα διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον μεταμοντέρνο μας σύμπαν.
Οι ενδείξεις γι΄αυτό πολλές. Μας το δείχνει και η έβδομη τέχνη. Η «άφιξη του τρένου στον σταθμό Λα Σιοτά» των αδερφών Λυμιέρ, ή ο «Στρατηγός» του απίθανου Buster Keaton περνούν στην λήθη. Άλλωστε όλοι εμείς οι “κάτοικοι του μεταμοντέρνου” μοιάζουμε με τον, εν διαρκή κινήσει, πρωταγωνιστή του Up in the Air και πολύ περισσότερο με τον παγιδευμένο, μπερδεμένο Κρακόζιο του Terminal.
Ας μελετήσουμε όμως τις διαφορές των πρωταγωνιστών, τέως και νυν. Ας κάνουμε τις συγκρίσεις. Τα αεροδρόμια, αντίθετα από τους σταθμούς των τρένων, δεν είναι τοποθετημένα στις καρδιές των μεγαλοπόλεων. Δεν έχουν μεγαλοπρεπείς πύλες για να απελευθερώσουν τα κινούμενα σμήνη που ζητούν μια άλλη μοίρα, ένα δικαίωμα σε μια άλλη ζωή. Τα αεροδρόμια βρίσκονται μακριά, σε μεγάλες αποστάσεις από τις μητροπόλεις, ώστε τα πετούμενα να μπορούν να προσγειωθούν δίχως να αερίζουν τις κεφαλές όσων λιάζονται στα ρετιρέ των πολυόροφων πολυκατοικιών τους. Οι πύλες τους δεν είναι μεγαλειώδεις. Δεν είναι οι πύλες της πόλης. Είναι συνήθως κάτι μικρές, διακριτικές, πολυπληθείς, αυτόματες συμπληγάδες, που ανοιγοκλείνουν για να περάσουν όσοι πάτησαν στέρεα γη με κατεύθυνση εκείνα τα μαζεμένα φώτα που βλέπανε πριν λίγο από ψηλά.
Τα αεροδρόμια δεν είναι εκείνα τα απαραίτητα για τα κράτη κατασκευάσματα που συνδέουν το έθνος, δημιουργώντας γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στις μικρές κατοικούμενες τελίτσες της εθνικής επικράτειας με τις πηκτές σταγόνες, όπως απεικονίζουν οι χάρτες τις μητροπόλεις. Τα αεροπλάνα δεν μαζεύουν τα μιλιούνια των αγροτών για να τους μετατρέψουν σε εργάτες, γραφειοκράτες ή νεόπλουτους, του αστικού Μόλωχ. Όχι πια. Τα αεροδρόμια αδιαφορούν για τα κράτη. Το μόνο που θέλουν είναι να συνδέσουν τις μητροπόλεις μεταξύ τους. Για τα αεροδρόμια τα κράτη και οι θεσμοί τους και οι οριοθετήσεις τους, μοιάζουν με καρικατούρες. Μας υπενθυμίζουν πια ότι ο κόσμος χωρίζεται πιο απλά, όχι ανάμεσα σε κράτη αλλά ανάμεσα στην μητρόπολη και την ύπαιθρο.
Οι μητροπόλεις έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους, απ’ ότι έχουν με τις επαρχιακές πόλεις των κρατών τους. Και παράγουν έναν τύπο ανθρώπου με τις δικές του νευρώσεις και ανασφάλειες και φαντασιώσεις και συνήθειες. Και η ύπαιθρος στέκει από την άλλη με τον δικό της ανθρωπότυπο, με τις δικές της ιδέες, ισορροπίες, προκαταλήψεις, φόβους, ως παράξενη γη αγρίων.
Και όπως τα κράτη παραχωρούν τη θέση τους στα δίκτυα των μεγαλουπόλεων, έτσι και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί παραχωρούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του αγγελιοφόρου στα αεροπόρτα που αναλαμβάνουν να πιστοποιήσουν την αδερφική συγγένεια των μεγάλων αστικών κέντρων. Το ίδιο το τρένο έγινε ένας απλός σύντροφος του αεροπλάνου, που πια δεν μαζεύει ανθρώπους στην πόλη, μα κυρίως σκορπίζει τουρίστες στα γραφικά περίχωρα. Και ενώ οι οδηγοί και συντηρητές των τρένων γίνονται μουσειακά εκθέματα για τους τουρίστες, οι πιλότοι και οι αεροσυνοδοί και οι καφετερίες των αεροπόρτων και οι ταξιτζήδες χαμογελούν.
Αλλά ας κοιτάξουμε για μια στιγμή το ζαλισμένο πλήθος που βγαίνει από τα αεροδρόμια. Έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ας τους δούμε. Να τοι, ξεπροβάλλουν. Οι επιβάτες των αεροπλάνων βγαίνουν από την στενόχωρη κυψέλη τους, ξεμουδιάζουν τα άκρα τους, σέρνουν τις μικρές τους βαλιτσούλες και σπεύδουν να αναζητήσουν πρίζα για να φορτίσουν τις ηλεκτρικές κινούμενες συσκευές τους. Δεν ψάχνουν σπίτι για να στεγάσουν την πολύμηνη διαμονή τους σε έναν ολότελα διαφορετικό τόπο – δεν υπάρχουν πια ολότελα διαφορετικοί τόποι – αλλά ένα στενό δωμάτιο, ένα απλό κρεβάτι για να ξαπλώσουν αφού λιώσουν τις σόλες τους, αυτές τις λίγες μέρες που θα διαρκέσει το πέρασμα από την μητρόπολη στην οποία ξεβράστηκαν.
Αν παλιότερα η συζήτηση για τον μοντέρνο άνθρωπο ήταν αν αυτός θα έπρεπε να είναι Flâneur ή Δανδής, δηλαδή γοητευμένος παρατηρητής ή καλλιτέχνης που παρεμβαίνει, σήμερα η απάντηση έχει δοθεί. Ο άνθρωπος του κόσμου δεν είναι τίποτα από τα δυο. Είναι μια ξεπλυμένη τους εκδοχή. Ο άνθρωπός μας είναι ο τουρίστας. Και τα αεροδρόμια είναι φτιαγμένα για τον βιαστικό και απρόσεκτο ον που ονομάζεται τουρίστας.
Ο τουρίστας δεν είναι σίγουρα δανδής, γιατί δεν επιθυμεί να παρέμβει στον κόσμο τον οποίο βλέπει. Δεν θέλει να παραβιάσει κάτι σε αυτόν τον κόσμο. Θέλει μόνο να δει. Ούτε καν να καταλάβει. Δεν θέλει να αφήσει κάποιο ίχνος πίσω του, κάποιο στοιχείο αμφιβολίας. Θα αφήσει ίσως κάποια σκουπιδάκια, ένα μισογεμάτο μπουκάλι νερό ή ένα κουτάκι κόκα κόλα. Ο τουρίστας ως πρόσωπο δεν εξαντλεί το τοπίο. Αλλά ως μάζα δαπανά περισσότερη φυσική ύλη για τα εφήμερα, βρώμικα συνήθως, ίχνη του, για το σβήσιμο των οποίων στήνεται μια ολόκληρη, περίπλοκη και δαπανηρή, αστική επιχείρηση.
Ο δανδής προσπαθεί να αφήσει σταθερά σημάδια που θα μείνουν σαν απόηχοι ή απεικάσματα μετά το πέρασμά του. Ο τουρίστας όμως είναι βιαστικός και του λείπει το κίνητρο. Και βεβαίως διαφέρει και από τον Flâneur. Διότι δεν ενθουσιάζεται από τις καθημερινές στιγμές που παρατηρεί να ξετυλίγονται γύρω του, δεν διακρίνει τις λεπτομέρειες ενός τόπου, δεν ψυχανεμίζεται τις ελαφρές αποκλίσεις που παραλλάσσουν μια κατά τα άλλα σταθερή ροή αστικής καθημερινότητας. Όχι. Ο τουρίστας απαιτεί να δει σημεία γνωστά. Σημεία που διαμόρφωσαν το φαντασιακό του. Τα σημεία για το οποία ταξίδεψε. Το Κολοσσαίο και τον Παρθενώνα και το Ταζ Μαχάλ. Αυτά τα σημεία κοιτά, όχι για να τα καταλάβει, μονάχα για να τα δει, και κυρίως για να βγάλει μια selfie μπροστά τους.
Και τα σημεία πράγματι μεγαλειώδη στέκουν και αυτά παραπονεμένα διότι κανείς δεν αποκρυπτογραφεί τα μυστικά του μεγαλείου τους. Όλοι αυτοί οι μέρμηγκες τους φαίνονται κάπως βίαιοι και αγενείς έτσι όπως είναι βιαστικοί, και καθώς προχωρούν σε προγραμμένες πορείες.
Και όμως παραδίπλα έχει κάτι στενοσόκακα, που κατοικούνται από ωραίους ανθρώπους. Αν σκύψει ο τουρίστας θα τους δει. Άλλος μπαίνοντας σε ένα φουρνάκι, όπου απαγορεύεται το κάπνισμα, αφήνει μυστικά το πούρο του να αερίζεται στον εξωτερικό ανεμιστήρα του καταστήματος, για να μην του σβήσει. Ένας τσιγγάνος πιάνει έναν ωραίο ρυθμό, όχι για να ζητήσει φράγκα, αλλά γιατί έχει πράγματι να καημό. Ένας θαμώνας με βλέμμα αθώο κρυμμένο κάτω απ’ το κασκέτο του, παραγγέλνει έναν καφέ, και κάνοντας να πληρώσει βρίσκει ξεχασμένα νομίσματα στην τσέπη του. Βλέπεις τον ενθουσιασμό του. Παραγγέλνει και ένα υπέροχο γλυκό, μεγάλο, καλοφτιαγμένο και σιροπιαστό, για να αδειάσει από το βάρος. Εκεί βρίσκεις και μικρομάγαζα που δεν πουλάνε σουβενίρια και μπρελόκ και selfie sticks, αλλά πικρό καφέ και ιστορίες.
Μα αυτά δεν νοιάζουν τον τουρίστα. Αν για τον Flâneur σημαντικότερες είναι οι φιγούρες και οι αισθήσεις και οι διακυμάνσεις που κλονίζουν τους πυκνοκατοικημένους τόπους, για τον τουρίστα σημασία έχει το σημείο. Και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Διότι είναι ένας βιαστικός άνθρωπος.
Τα αεροδρόμια είναι οι τόποι του τουρίστα. Είναι η χωροθέτηση της βιασύνης. Είναι λευκά, γεμάτα προϊόντα που πρέπει να αποκτηθούν γρήγορα. Τα περίπτερα πωλούν κολόνιες και κρύα σάντουιτς και τουριστικές πληροφορίες. Και το καλλίτερο, το αποτελεσματικότερο αεροδρόμιο είναι αυτό που θα καταφέρει να σβήσει γρηγορότερα τα ίχνη του όποιου διαβάτη, για να τον διαδεχθεί ο επόμενος. Λίγα σημεία επιτρέπουν την στάση. Λίγες θέσεις για να καθίσει κανείς, λίγοι τηλεφωνικοί θάλαμοι για να τηλεφωνήσει στους συγγενείς ώστε να τους ειδοποιήσει ότι έφτασε, αν δεν το έκανε ήδη μέσα από το status του στο facebook ή μια selfie μπροστά από την επιγραφή «Fiuminchino». Το πιο απρόσωπο και ταχύ είναι το καλλίτερο αεροδρόμιο. Και δεν υπάρχει τίποτα ενοχλητικότερο από έναν τύπο που κοιμάται σε έναν αεροδρόμιο. Τίποτα πιο βέβηλο και ανίερο. Ανεπίτρεπτη ακινησία εν μέσω ασταμάτητης ροής.
Οι τουρίστες δεν έχουν μπαγκάζια, ούτε τάπερ με φαγητά, ούτε μητεροκεντημένες κουβέρτες και μπλούζες. Έχουν κάτι μικρές χειραποσκευές, ίσα να χωρούν στα ντουλαπάκια των φτηνών πτήσεων που μαρτυρούν την προσωρινότητα της διαμονής τους. Και σαν σμήνος ξεχύνονται για να βρουν ταξί ή ένα bus ή το μετρό για να τους πάει στο πολυπόθητο κέντρο. Εκεί που θα προσπαθήσουν ανεπιτυχώς να εκπληρώσουν την φαντασίωση του Flâneur που πλανάται. Όμως καθότι βιάζονται, ξεπέφτουν στην κατάσταση του τουρίστα και μεταμορφώνουν τους τόπους που επισκέπτονται.
Αλλά δεν πρέπει να θρηνούμε, βλέποντας το πλήθος αυτών των βιαστικών. Πράγματι τα αεροδρόμια μοιάζουν όσο μοιάζουν και τα κέντρα των μητροπόλεων. Αλλά πάντα θα υπάρχουν τα στενοσόκακα και τα μυστικά. Και όσο θα υπάρχουν εισβολείς που βλέπουν, θα υπάρχουν και φυγάδες που αποδρούν.
Δημοσιεύθηκε στην Παράλλαξη