Στις γειτονιές των μητροπόλεων, ανάμεσα σε συνοικιακά καφέ, ψιλικατζίδικα και εισόδους πολυκατοικιών, υπάρχουν κάποιοι χώροι λίγων τετραγωνικών, όπου συναντάται συστηματικά η αφρόκρεμα των γειτόνων. Τα πλυσταριά.
Χώροι ορατοί μα άσημοι και αδικημένοι. Χώροι που δεν συμπεριλήφθηκαν στα αρχέτυπα της αστικής φαντασίωσης που αποθέωσε τα ατμοσφαιρικά καφέ, τα σινεμά και τους σιδηροδρόμους, μα αδιαφόρησε για το ίχνος των δημόσιων πλυσταριών και την σημασία τους ως συμβόλων της αστικής μοναξιάς.
Κι όμως, η ελίτ εκείνων που ευτύχησαν σε κάποια στιγμή του βίου τους να μην διαθέτουν ιδιωτικά πλυντήρια, καταλαβαίνει τη συμπάθεια γι’ αυτά τα αδικημένα τετραγωνικά όπου στριμωγμένα πλυντήρια, στεγνωτήρια και σιδερωτήρια συνθέτουν την αλυσίδα παραγωγής της βιομηχανίας του καθαρού ρούχου.
Στην χώρα μας η ελίτ αυτή είναι μια ισχνή μειοψηφία. Ο οίκος είναι πολύ σημαντικός για να μη διαθέτει πλυντήριο. Το σπίτι μας δεν είναι μια προσωρινή σκηνή, απ’ όπου περνούν προσωρινοί ένοικοι – νομάδες, μα το μόνιμο και αμετακίνητο πάλκο, το οποίο κληροδοτείται, μαζί βέβαια με τα οικογενειακά δράματα, στις επόμενες γενιές. Και οι ιδιοκτήτες φροντίζουν να εμπλουτίσουν και να παραγεμίσουν αυτό το μόνιμο σκηνικό με κάθε εξάρτημα που θα διευκολύνει τον οικογενειακό βίο. Λοιπόν, η ακινησία του ιδιόκτητου σπιτιού και της ασφαλούς φωλιάς στέρησε από τις μητροπόλεις μας αυτήν τη συγγένεια με τον δυτικό ανθρωπότυπο του νομά (περισσότερα μπορεί κανείς να δει στο εξαίρετο: Συγκριτική μελέτη της ελληνικής ιδιαιτερότητας μέσα από την απουσία δημόσιων πλυντηρίων). 1
Τα δημόσια πλυντήρια είναι άξια σύμβολα μοναξιάς. Ένας κύριος που κάθεται δίπλα σε γείτονες, ακίνητος και αμίλητος, απέναντι από τους στροβιλισμούς ενός πλυντηρίου, εκπροσωπεί εξίσου άξια τον μοναχικό μητροπολιτικό ανθρωπότυπο με την κυρία που καπνίζει σε ένα μπαρ με μόνη παρέα τον καφέ της. Μόνο που τα πλυσταριά δε διαθέτουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα των καφέ. Τα πλυσταριά είναι χώροι που επισκέπτονται συγκεκριμένοι άνθρωποι. Είναι χώροι μιας συγκεκριμένης τάξης του άστεως.
Εκεί θα βρεις όλους τους γείτονες που βασανίζονται από τις μαθηματικές εξισώσεις της καθημερινής ζωής και της πενίας. Αυτούς που τα βάζουν κάτω, παίρνουν μολύβι και χαρτί και γράφουν: “500 ευρώ πάνω-κάτω το πλυντήριο εν συνόλω και 6 ευρώ την εβδομάδα για ένα πλύσιμο με απ’ όλα, με σαπούνια και SKIP και στέγνωμα και σιδερώματα. Τι μπορώ; Τι συμφέρει;”.
Εκεί, λοιπόν, συναντάς τους απεσταλμένους αγγελιαφόρους οικογενειών που δύσκολα θα κάνουν απόθεμα το πεντακοσάρι για την αγορά του πλυντηρίου.
Εκεί θα βρεις και τους τύπους που πλησιάζουν διακριτικά μετά από σένα στους ηλεκτρονικούς πωλητές και χώνουν το δάκτυλο στο στόμα που μοιράζει ρέστα, με την ελπίδα να έχει ξεχαστεί κάνα ψιλό να το τσιμπήσουν, να το βάλουν στην συλλογή, να πάρουν κάνα τυρόπιτο.
Υπάρχουν και άλλοι. Φοιτητές που είναι πολύ απασχολημένοι με την καλοπέραση για να ενδιαφερθούν για μια τέτοια αγορά. Νέα πρόσωπα για τα οποία υποθέτεις ότι είναι φρεσκοαφιχθέντες στην ποντικότρυπα της πλέμπας ή τους χάλασε η συσκευή και, στην ανάγκη του φρεσκόρουχου, συναναστρέφονται τα χαμηλότερα στρώματα της γειτονιάς. Μα και καλοντυμένοι γείτονες, για τους οποίους μπορείς να μαντέψεις πως το πέρασμα από την γειτονιά θα είναι τόσο σύντομο που δεν μπαίνουν στον κόπο να αγοράσουν συσκευές. Ακόμα και bobos που απλώς βαριούνται να πλένουν ή θέλουν να μετάσχουν και αυτοί στο δράμα.
Ξέρεις και τι ανθρώπους δεν θα βρεις. Δεν θα βρεις εκείνους τους βιαστικούς, με τις προσωπικές κάρτες στον χαρτοφύλακα και τις αδάμαστες φιλοδοξίες στο μυαλό, που θα σου μιλήσουν μόνο αν σε εκτιμήσουν θετικά ως ενδεχόμενο συνεργάτη. Δεν μπορούν να προσεγγίσουν όσους αντιμετωπίζουν, έστω και περιστασιακά, τον χρόνο ως επικράτεια του τίποτα, όσους θυμίζουν ότι υπάρχουν στιγμές που απλά μπορείς να μην κάνεις απολύτως τίποτα. Γι’ αυτό στα πλυσταριά, τους ναούς του χαμένου χρόνου, δεν θα τους βρεις.
Εκεί θα βρεις μονάχα ανθρώπους που έχουν εξαναγκαστεί να συμφιλιωθούν με τον σπαταλημένο χρόνο και να εκτιμήσουν τις στιγμές της απραξίας. Ανθρώπους που αντέχουν να σκοτώνουν τον χρόνο αντί να τον εκμεταλλεύονται. Διότι η αυτοματοποιημένη βιομηχανία του καθαρού ρούχου σε μυεί στην αναμονή. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά όσο το πλυντήριο γυρίζει. Το πώς θα αξιοποιήσεις την αναμονή σου είναι πρόβλημα δικό σου. Μπορείς να πάρεις ένα βιβλίο, τα ακουστικά σου ή το smartphone σου. Μπορείς να πάρεις έναν φίλο, να πλύνετε τα ρούχα σας παρέα. Αν όλα αυτά τα αμελήσεις, είσαι καταδικασμένος να κοιτάζεις ολόγυρα τους συντρόφους, τους κύκλους του πλυντηρίου ή να βυθιστείς στις σκέψεις σου.
Είναι τόσο νεοφιλελεύθερο που μοιάζει με κομμουνιστικό κοινόβιο, μου λέει ένας φίλος που μιλάει πάντα έτσι ενοχλητικά.
Υπάρχουν βέβαια πλυσταριά και πλυσταριά. Τα λιτά, φτωχικά που διαθέτουν μονάχα τα αναγκαία: συσκευή πλύσης, στεγνωτήριο, σίδερο, πωλητή απορρυπαντικών, ενδείξεις απαγόρευσης καπνίσματος και μηχάνημα καφέ για να ρουφήξεις την καφεΐνη της αναμονής. Εκεί είσαι αναγκασμένος να διαβάσεις τους ανθρώπους, αν δεν έχεις να διαβάσεις κάτι άλλο. Υπάρχουν, όμως, και τα μεγαλοπρεπή πλυσταριά με τις εικόνες της μητρόπολης στους τοίχους, όλες τις λάμπες εν λειτουργία και οθόνες να παίζουν τα cartoon της Disney. Αυτά τα τελευταία είναι ιδιοκτησίες συνετών ανθρώπων, που έχουν μεριμνήσει να ενισχύσουν την αυτοκρατορία τους με τα cartoon, προσφορά στους αμελείς πελάτες.
Και όπως είναι φυσικό, κάθε δημόσιο πλυσταριό έχει και τον πρωταγωνιστή του. Εμείς στο δικό μας έχουμε την καθαρίστρια. Μια μεγαλόσωμη Κονγκολέζα, με πλάτες φαρδιές για να συγκρατούν τα τεράστια βυζιά της, που δεν σηκώνει κουβέντες -πόσω μάλλον αστεία και γελάκια. Είναι η αρχόντισσα του χώρου, μιλά δυνατότερα από όλους και κοιτά επίμονα κραδαίνοντας επιθετικά το σφουγαροδόρυ της. Υπάρχουν φορές που είναι τόσο ενοχλημένη, ώστε σφουγγαρίζει πρόωρα τους διαδρόμους ενώ ακόμα κυκλοφορούμε στον χώρο, και γυαλίζει επιμελώς τα σημεία με την μεγαλύτερη κίνηση, για να μας εξαναγκάσει να βεβηλώσουμε το ιερό της λειτούργημα, παρά το προσεκτικό μας βάδισμα. Και όταν βλέπει τα λασπωμένα ίχνη από τα παπούτσια μας να λεκιάζουν το αστραφτερό πλακάκι, ξεκινά με ένα αγριοκοίταγμα που κλιμακώνεται σε μια κατσάδα περιποιημένη για την έλλειψη σεβασμού.
Τους κατοίκους του πλυσταριού μου άρχισα να τους καταλαβαίνω από τη σχέση τους με αυτόν τον κέρβερο. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που απολογούνται με ειλικρίνεια και ντροπή. Κάποιοι, εκπαιδευμένοι μάλλον από τις γυναίκες τους, δεν λένε και πολλά. Υπάρχουν και οι αυθάδεις που ανταπαντούν, είτε για να διασκεδάσουν με το παραλήρημα, είτε γατί δεν ανέχονται προσβολές.
Κάθε γειτονιά διαπλάθει και τον χαρακτήρα των πλυσταριών της. Προχωρώντας βαθύτερα στην πόλη, προσεγγίζοντας τις γειτονιές όπου πυκνώνουν τα σκουπίδια και οι τσιλιαδόροι, είναι πιθανότερο να δεις κοινωνικές εκρήξεις ακόμη και εκεί. Ο πυκνωμένος θυμός σε μικρούς χώρους ανάβει εύκολα μια ατμόσφαιρα που είναι ήδη εύφλεκτη. Εκεί βαθιά γίνεται πιθανότερο να δεις και κάμερες τοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία να καταγράφουν τις κινήσεις των πλυστών.
Το δικό μου πλυσταριό, παρότι άκακο, έχει αρκετές καμερούλες. Αλλά εντάσεις, πέρα από τις επιδείξεις της πρωταγωνίστριάς μας, δεν συναντώ. Είδα σαφώς αρκετά που με τράβηξαν έξω από την κοινοτοπία της βαρεμάρας: Βάσκες κορασίδες να στέλνουν μηνύματα ανεξαρτησίας στην πατρίδα, περιμένοντας να τελειώσουν οι κύκλοι του πλυντηρίου. Χασικλήδες να σκουντουφλούν στα ρούχα τους και να χαμογελούν χαζοχαρούμενα. Τύπους τόσο απορροφημένους με την εξίσωση που αδιαφορούν για τον κόσμο που ξεφλουδίζεται γύρω τους. Τύπους που είναι τόσο θυμωμένοι – είναι κυρίως αυτοί που κατέληξαν εδώ γιατί αναγκάστηκαν να πουλήσουν το δικό τους πλυντήριο- που δίνουν και ένα και δυο χεράκια στο ξεφλούδισμα.
Τοποθετημένα, λοιπόν, διακριτικά στα ισόγεια ψηλών κτηρίων στα απόκεντρα των πόλεων, περνούν απαρατήρητα. Δυσανάλογα απαρατήρητα αν σκεφτεί κανείς τον συγκλονιστικό βιότοπο που συγκροτούν. Το πιο θλιβερό, όμως, είναι το πόσο απαρατήρητοι περνούν οι άνθρωποι που αφήνουν τα ίχνη τους σ’ αυτούς τους χώρους, πριν τους σβήσει το σφουγαροδόρυ της κάθε καθαρίστριας. Αυτοί που αρχίζουν να ενοχλούνται με το πόσο απαρατήρητοι περνούν. Αυτοί που αρχίζουν να εκρήγνυνται όλο και συχνότερα.
Μα τώρα βλέπω στην οθόνη κάποιον άλλο. Κάποιον που δεν θυμώνει. Κάποιον που έχει εξοικειωθεί με τον ρόλο του ηττημένου. Βλέπω το coyote που κακόπαθε για άλλη μια φορά από τον Road Runner, να βρίσκεται μετέωρο, να πέφτει και να πέφτει. Και στην αναμονή της προσγείωσης, στην κρίσιμη ώρα της πτώσης, ξετρυπώνει μια ταμπέλα από την πλάτη και ευγενικά ζητά: Can we finish this before I land?