Τί είναι μια πόλη;

Μέχρι το 2050 η μεγάλη πλειοψηφία του ανθρώπινου είδους θα κατοικεί σε μητροπόλεις. Αυτό το cliche επαναλαμβάνεται ως μονότονη εισαγωγή σε όλο και περισσότερα επιστημονικά εγχειρίδια, mainstream άρθρα, φωτογραφικές συλλογές, συμπόσια. 

Είναι το mantra που ψιθυρίζει σαν προσευχή κάθε κοινωνός της αναδυόμενης urbano-μανίας. Ακολουθείται από προειδοποιήσεις για τις αναγκαίες θεσμικές, πολιτικές, οικονομικές, οικοδομικές, περιβαλλοντικές και λοιπές καινοτομίες, που θα χρειαστούν οι πόλεις για να μην καταρρεύσουν, υπό το βάρος του πληθυσμού που ξελογιάζουν για να παρασύρουν στα σπλάχνα τους.

Βιωσιμότητα (sustainability) , ανθεκτικότητα (resilience), λειτουργικότητα (functionality) είναι τα επόμενα chliche, γύρω από τα οποία κατασκευάζονται οι ρητορικές εκκλήσεις των καινοτόμων ερευνητών που καλούνται, άλλοτε μόνοι τους, να προβλέψουν και να επινοήσουν το νέο αστικό έθος, και να χαρτογραφήσουν τα χαρακτηριστικά του νέου ανθρώπου που θα δικαιούται να κατοικήσει θετικά, και όχι ως βάρος, στην μητρόπολη.


Με το αίνιγμα της πόλης ασχολούνται όλο και περισσότεροι. Η πόλη και ο κάτοικός της βέβαια, απολάμβαναν πάντα μια προνομιακή, άνιση μεταχείριση. Ας πάρουμε για παράδειγμα το διαχωρισμό ανάμεσα στον “αστείο” (αστό) και τον “αγροίκο” (κάτοικο των αγρών). Ο “αστείος” ήταν αυτός που διέθετε το προνόμιο να κατοικεί στην πόλη. Ήταν ο πνευματώδης και συνετός. “Αγροίκος” ήταν αυτός, που καλλιεργώντας τη γη, έμενε ακαλλιέργητος ο ίδιος. Μα σήμερα το φαινόμενο έχει πάρει νέες διαστάσεις.


Για παράδειγμα, η πολιτική, που διαμόρφωνε το λεξιλόγιό της με Xωρικούς Όρους (αριστερά, δεξιά), φτιάχνει ένα νέο δίπολο που μάχεται για τον ορισμό της φύσης και λειτουργικότητας της δημοκρατίας, σε άμεση σχέση με την πόλη. Η ευέλικτη, συμμετοχική δημοκρατία του glocal (global+local) αντιπαραβάλλεται στην προσχηματική, θολή και δυσκίνητη αντιπροσώπευση του αποδυναμωμένου κράτους.

 


Οι πόλεις γίνονται σκηνές διανοητικών συγκρούσεων που πιθανόν να τις μεταμορφώσουν περισσότερο και από τις ανάγκες της πληθυσμιακής πύκνωσης. Τα αποτελέσματα των διαλόγων αυτών θα κληρονομήσουν οι πολεοδόμοι, που θα κληθούν να επινοήσουν την μητρόπολη, οι αρχιτέκτονες, που θα κληθούν να στεγάσουν τις νέες ανάγκες του αστικού βιότοπου, οι αρχαιολόγοι και οι ευαίσθητοι πολίτες, που θα κληθούν να επιλέξουν τα αστικά ίχνη που θα συντηρήσουν. Μια μάχη ανάμεσα στα ίχνη και τις διαγραφές, που παίρνουν την μορφή κατεδαφίσεων. Κι όλες αυτές οι πνευματικές και τεχνολογικές ελίτ θέλουν να μας πείσουν για τα δικά τους επιχειρήματα, προσπαθώντας να προσδιορίσουν την φύση της πόλης.


Τι είναι μια πόλη;
Τα βιβλία πολιτικής οικονομίας θα μιλήσουν για αγορές και χώρους ανταλλαγής αγαθών και συσσώρευσης πλούτου που έκαναν τις πόλεις αυτό που έγιναν. Οι πολιτικοί θα μιλήσουν για την civitas και τις πολιτικές κοινοτοπίες, τους συμβιβασμούς, τις πρακτικές και τις συνήθειες που έδωσαν στην πόλη μορφή. Μα πιο συχνά θα συναντήσει κανείς, σήμερα, τους data harvesters που μαζεύουν δεδομένα, μετρούν τις αστικές ροές και τα αναλύουν για να βγάλουν συμπεράσματα για το άστυ με κριτήρια χρήσιμα, αλλά αρκετά αδύναμα για να ορίσουν την πόλη.


Μπορεί κανείς να σκαρφιστεί αναρίθμητες τέτοιες μεθόδους μέτρησης της πόλης. Μπορεί να καθίσει σε έναν αυτοκινητόδρομο και να μετρήσει τα αυτοκίνητα που περνούν ανά λεπτό. Ή να μετρήσει την πληθυσμιακή πυκνότητα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ή να μετρήσει τις στάσεις των λεωφορείων. Ή αυτούς που αναμένουν τους οδηγούς. Ή αυτούς που καπνίζουν περιμένοντας τους οδηγούς. Κάποια πιο noir προσωπικότητα μπορεί να ορίσει ως κριτήριο τους καυγάδες που στήνονται ανά ημέρα ή τους φόνους που διαπράττονται ανά εβδομάδα. Ο ντροπαλός άνθρωπος, που περπατά σκυφτός, ενδεχομένως να μετρήσει τα μαύρα στίγματα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια. Ή τα τσιγάρα που καθημερινά πετάγονται στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Ή τον αριθμό των συντριβανιών ή των σχολικών συγκροτημάτων. Τον αριθμό των πλακών που υπάρχουν στα πεζοδρόμια. Ή τον αριθμό των κατοίκων που επισκέπτονται μεταμεσονύκτια τις ταράτσες τους, όταν οι ήχοι κοπάζουν και ένας βήχας αποκτά ιδιαίτερη ένταση και σημασία.

 


Κάθε μέτρηση έχει κάτι να μας πει. Αλλά καμία δεν αρκεί για να μετρήσει την ψυχή της πόλης.
Διότι οι αστικές συνθέσεις είναι αρκετά περίπλοκες. Και αν μια τεράστια, θεϊκή παλάμη αποκτούσε την διάθεση να ξεκολλήσει την πόλη από την γη στην οποία φύτρωσε και να την σηκώσει ακέραιη στον ουρανό, ελπίζοντας ότι δεν θα καταρρεύσει ούτε ένα της κομμάτι, προσδοκώντας ότι θα την εναποθέσει, πάλι, στη γη ενιαία και ακέραιη, δίχως ούτε ένα πετραδάκι από την στερεοτομία των δρόμων να χαθεί, θα συναντούσε την εγκληματική συνέπεια της αμέλειάς του. Το άστυ θα γλιστρούσε και θα εξαφανιζόταν ως μυστήριο.


Περισσότερο ξεγελούν οι μετρήσεις που προσποιούνται ότι σφυγμομετρούν την αστική ψυχή, εκτιμώντας τις εκκρίσεις της. Οι υπόνομοι της Αμβέρσας δείχνουν πως οι κάτοικοί της καταναλώνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες κοκαΐνης. Η πυκνότητα της φωτορύπανσης που σαν σύννεφο αντανακλάται πάνω από την πόλη δείχνει τις διασκεδαστικές της αναπνοές. Είναι εύκολο να κατρακυλήσεις στη μεταφυσική του άστεως.


Μα έχω την εντύπωση πως οι μόνοι που μπορούν να εκτιμήσουν την ψυχή μιας πόλης, είναι αυτοί που αποδέχονται ότι μπορούν να την προσεγγίσουν διαισθητικά. Αυτοί που ψυχανεμίζονται ότι το μυστικό της μένει άφατο και απείθαρχο απέναντι στις αυστηρότητες των επιστημών, παρατημένο στις ανήλιες ακροποταμιές της αστικής κίνησης.


Και αν ρωτήσουμε αυτούς τους ποιητές για τον ορισμό της πόλης, τι θα μας απαντήσουν; Πως είναι μια συλλογή στοιχείων που δεν μπορούν να καταλογραφηθούν. Υπάρχουν σε ένα παιχνίδι σχεδίου και τύχης, κανόνων και παραβιάσεων, κοινωνίας και υποκειμένων, δημοσιότητας και μυστικών. Χρειάζεται λοιπόν μια ευαισθησία για να αντιμετωπίσεις τις πόλεις, όχι ως τόπους όπου ανταλλάσσονται αγαθά, αλλά και ως θέατρα όπου μεταβιβάζονται πνευματικές διαθήκες, κληρονομούνται αναμνήσεις, διαμορφώνονται επιθυμίες, συναντώνται συναισθήματα και συντελούνται καθημερινά δράματα, που ανήκουν μόνα τους σε δικές τους κατηγορίες.


Η μυστική αριθμητική των πόλεων, ικανή να μελετήσει συγκεκριμένες ροές, στοιχεία και κινήσεις ενός τόπου, είναι ανάξια εμπιστοσύνης για να βγάλει έναν ορισμό της πόλης. Και το κακό είναι ότι αρνείται να το παραδεχτεί. Και είναι δύσκολο. Οι πόλεις είναι πολύ αληθινές για να αποδεχτούμε το γεγονός ότι δεν είναι μετρήσιμες.


Η συσσώρευση των δεδομένων δεν είναι ικανή να ορίσει με έναν κανόνα τις ποιοτικές διαφορές που απαιτούν κάθε μια διαφορετικό κανόνα. Πρέπει να ασκηθεί βία στο διαφορετικό για να μετρηθεί ως ομοούσιο. Βία που νομιμοποιείται από την, ασύμβατη με την πόλη, πίστη στην αλήθεια ενός ορισμού και ενός νοήματος.

 


Μα να, λοιπόν, ένα τολμηρό μα ατελές και ασταθές κριτήριο για να οριστεί η πόλη: Πόσοι κανόνες χρειάζονται για να την κατοικήσουν; Η πόλη είναι συνοικία του αλλόκοτου και θα είναι τρελός όποιος προσπαθήσει να επιβάλλει έναν κανόνα μέτρησης. Ας μετρήσουμε τους κανόνες, σκανάροντας τις αστικές ρουτίνες μα και τις ετεροτοπίες. Τους κοινούς τόπους αλλά και τις κατοικίες άλλων νοηματικών συμπάντων, εκεί όπου ανατρέπονται οι αυτοματισμοί της γλώσσας και η ρουτίνα της ζωής.


Ας περάσουμε λοιπόν από τους επιστήμονες των αυστηρών ορισμών στους καλλιτέχνες κι ας ονομάσουμε καλλιτέχνη, το θύμα των πολλών συναντήσεων, που έχει εκπλαγεί από την αφέλεια των πρώτων του βεβαιοτήτων. Διαβάτης στο καλειδοσκόπιο της πόλης, ο καλλιτέχνης του κειμένου μας δεν μπορεί να διακηρύξει την πίστη στο καλό έναντι του κακού. Θα το κάνει για να γραφτεί σε κάποιες κοινωνικές συμβάσεις απαραίτητες για να συντηρήσουν τον κοινό με τους άλλους βίο του, αλλά δεν πιστεύει στην απολυμαντική ιδιότητα των αξιολογήσεών του. Αποδέχεται τα άλλα νοήματα, εξοικειώνεται με την διαφορά δίχως να την μετατρέπει σε έχθρα.


Όταν ο Πόε περιγράφει τον άνθρωπο του πλήθους, μας συστήνει έναν χαρακτήρα πολύχρωμο, που αλλάζει εντάσεις, ταχύτητες, συμπεριφορές και χειρονομίες
. Ο άνθρωπος του πλήθους του Πόε, αυτός ο συμβολισμός της πόλης, δεν μπορεί να έχει έναν σταθερό βηματισμό, διότι ενσαρκώνει κάθε φορά την διαφορετική ατμόσφαιρα που συναντά. Την ένταση των μητροπολιτικών κέντρων, την μυσταγωγία του σοκακιού, την αναταραχή του βουλεβάρτου, τον θόρυβο της αγοράς, την βραδύτητα του καφέ. Ο άνθρωπος του πλήθους είναι μια ασταθής, ευαίσθητη χορδή που αναταράζεται από τις αστικές ατμόσφαιρες και κινείται στον ρυθμό τους.

 


Αυτές τις ατμόσφαιρες θα προσπαθήσω να περιγράψω με διάθεση ποιητική. Αυτές που αποδυναμώνονται και αυτές που ενισχύονται. Χωρίς θρήνους για τα ξέπνοα άσματα των ηττημένων τόπων, χωρίς νοσταλγία για όσα δεν υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας, χωρίς προφητικές προειδοποιήσεις για το κακό που έρχεται. Θέλω μόνο να αγγίξω τις ατμόσφαιρες για να δω τι αλλάζει στα αστικά μας τελετουργικά. Άλλωστε, όπως είπαμε, δεν έχει νόημα να αναζητώ τον ορισμό της πόλης. Αρκεί να στρέψω το βλέμμα μου στους βιότοπους της αστικής μικροκλίμακας και να συναντήσω σημεία που εξάντλησαν την δύναμή τους, σημεία που την κράτησαν και σημεία που έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο.


Τι αλλάζει στην πόλη; Πώς αλλάζουμε εμείς;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *