Aνάμεσα στα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά στοιχεία, χωρίς αμφιβολία, η σκάλα για ένα κτήριο είναι ότι και οι φλέβες και οι αρτηρίες για ενα σώμα. Όπως αυτές μεταφέρουν το αίμα σε όλα τα όργανα, έτσι και οι σκάλες με τις διακλαδώσεις τους, είναι απαραίτητες για την επικοινωνία. Κατά έναν μεταφορικό τρόπο, η σκάλα είναι η καρδιά ενός κτηρίου, που το γεμίζει με ζωή. Η σκάλα έχει και μια χρονική διάσταση: Το να σκαρφαλώνεις τα σκαλιά είναι ένας χαμένος χρόνος. Επίσης οι σκάλες και τα σκαλιά ακολουθούν έναν ρυθμό. Οι συνέπειες του γίνονται εμφανείς με το μέτρημα των σκαλοπατιών κατά την άνοδο και την κάθοδο.
Vicenio Samozzi, Iταλός Αρχιτέκτονας, 1615
Τί είναι μια σκάλα; Εξημερωμένη δυσκολία. Κατανεμημένος κόπος. Ενοποιητικό στοιχείο ορόφων. Μια διαδρομή. Εσωτερική ή εξωτερική. Φτιαγμένη είτε εκ του μηδενός είτε τοποθετημένη πάνω σε φυσικές ανηφόρες. Του Escher. Του Hogwarts. Της πολυκατοικίας μου. Η σκάλα είναι ένα μυστήριο, γεμάτο υπαινιγμούς και αποκρύψεις & γωνίες όπου σκοντάφτει το βλέμμα. Είναι μια τσαλακωμένη ευθεία. Συνήθως υπάρχουν 3 τσακίσεις ανα όροφο. Πάνω στο σώμα της σκάλας, βίοι παράλληλοι και δράσεις μπορούν να συντελούνται ταυτοχρόνως. Τί γίνεται στο κομμάτι της σκάλας που δεν βλέπω; Υπάρχουν άλλοι; Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι, στο κομμάτι της σκάλας που δεν μπορώ να δω, δεν υπάρχουν ξωτικά; Πώς είμαι σίγουρος οτι τα σκαλιά διατηρούν το σχήμα τους ή οτι μένουν ακίνητα;
Η σχέση μου με τις σκάλες ξεκίνησε από έναν αγώνα ταχύτητας με εκκίνηση τον τρίτο όροφο της τριώροφης πολυκατοικίας, όπου μεγάλωσα. Βγαίναμε με τους γονείς από το διαμέρισμα. Αυτοί στοιβάζαν τα σώματά τους στον στενό χώρο του ασανσέρ. Εγώ δήλωνα πως θα πήγαινα από τις σκάλες. Περίμενα να ξεκινήσουν. Και χυνόμουν και εγώ να πηδάω τρία- τρία τα σκαλοπάτια με τον παιδικό δρασκελισμό μου. Έντιμος αγώνας. Νικούσε – τουλάχιστον στο μυαλό μου – όποιος έφτανε πρώτος στο ισόγειο. Και αν δε συναντούσα εμπόδια στην διαδρομή – συνήθως ζευγάρια παπουτσιών, γλάστρες και έπιπλα – πρώτος έφτανα εγώ. Περίμενα, προσπαθώντας να κρύψω το λαχάνιασμα, χτυπώντας τους τάκους των παπουτσιών μου, ενώ μετρούσα την χρονική απόσταση που μεσολαβούσε από τον δικό μου τερματισμό μέχρι την άφιξη των ηττημένων.
Έμεινε το κακό συνήθειο. Όταν δεν υπήρχε κάποιος να παίξω, έβαζα στοίχημα με το φως της σκάλας που έλαμπε για 57 δευτερόλεπτα πριν σβήσει. Αγώνας άνισος που δεν έχασα ποτέ. Όταν δεν είχα όρεξη για ανταγωνισμούς απλά μετρούσα τα σκαλιά που υπήρχαν από τον τελευταίο όροφο ως το ισόγειο. Έπειτα προσέθετα τα σπανιοπερπατημένα σκαλιά που ένωναν τον τρίτο με την ταράτσα. Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να συμπεριλάβω τις πλάκες των πλατύσκαλων που ένωναν τα διαμερίσματα ή αν έπρεπε να τις εξαιρέσω. Δεν ήταν απλά μεγαλύτερες σε μέγεθος. Ήταν διαφορετικές ως προς τον σκοπό. Ένωναν τα κομμάτια του ορόφου και όχι τους ορόφους μεταξύ τους. Ετυμηγορία δεν βγήκε και έκανα τις πράξεις με δυο τρόπους: Δεκαέξι σκαλιά ανα όροφο χωρίς τα πλατύσκαλα, δεκαοκτώ μαζί τους.
Το παιδικό συνήθειο προβιβάστηκε σε ενήλικη ιδιοτροπία, την οποία συχνά επιλέγω να ικανοποιώ σε μια οκταώροφη πολυκατοικία, στης οποίας την ταράτσα περιστασιακά μένω. Κάνω μόνο καταβάσεις μα αρκούν. Κοιτώ, μετρώ, διαιρώ, παρατηρώ, καταγράφω! Το χρώμα των σκαλιών, την μυρωδιά του μαρμάρου, τα χαλάκια στις εισόδους των διαμερισμάτων, τα ίχνη στους τοίχους. Ίχνη που πολλοί αφαιρούν, γιατί θέλουν να διατηρούν τον τοίχο καθαρό, και μας στερούν από τα στοιχεία που θα μας βοηθούσαν να βγάλουμε συμπεράσματα. Γιατί αντιμετωπίζουμε τα ίχνη μιας ρόδας ποδηλάτου σε έναν τοίχο ως βρωμιά και όχι ως στοιχείο;
Οι παρατηρήσεις με οδηγούν σε συμπεράσματα. Για παράδειγμα οι σκάλες του πρώτου και του δευτέρου ορόφου είναι καθαρές. Στον τρίτο είναι πιο βρώμικες. Αυτές που ενώνουν τον έβδομο με τον όγδοο έχουν σκεπαστεί από μια μαυρίλα που αποκαλύπτει πως οι σκάλες έχουν χρόνια να χρησιμοποιηθούν και να καθαριστούν. Έπειτα υπάρχουν τα σκαλιά που οδηγούν στην ταράτσα. Δεν έχουν την βρωμιά της εγκατάλειψης μα αυτήν την χρήσης. Δεν υπάρχει ανελκυστήρας για αυτή την διαδρομή και η σκάλα είναι υπό χρήση. Η κλιμακούμενη “σκουριά” δείχνει την σχέση αντιπαράθεσης σκάλας και ασανσέρ. Και οι δυο μάχονται για τον ίδιο σκοπό, παλεύουν για το ίδιο κοινό και για την ώρα κερδίζει το κουτί.
Η σκάλα είναι ενσάρκωση μιας διαδρομής την οποία παρακάμπτουμε με το άνετο, ασφαλές, ανώδυνο και γρήγορο όχημα του ανελκυστήρα. Και έτσι επισκέπτες των μαρμαρωμένων πτερών της περιστροφικής κίνησης, απέμειναν, οι ένοικοι των χαμηλών στρωμάτων που θέλουν να εξαιρεθούν από το κοινό έξοδο συντήρησης του ανελκυστήρα, οι κλειστοφοβικοί, όσοι θέλουν να κουβαλήσουν αντικείμενα που δεν χωρούν στο ασανσέρ, οι πιτσιρικάδες που παιχνιδίζουν ή επιδίδονται σε μαθηματικές πράξεις και οι ιδιότροποι.
Και τί θα γινόταν αν δεν υπήρχε η σκάλα; Οι κάτοικοι των χαμηλών στρωμάτων θα ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν; Και πώς θα μετακινούντο οι κλειστοφοβικοί; Και για τα αντικείμενα που δεν χωρούν στο ασανσερ; Και τί θα μετρούσαν οι υποχόνδριοι; Θα ήταν όλοι εξαρτημένοι από το μονοπώλειο της κινήσεως του ασανσερ; Και τί θα γινόταν με εκείνη την στιγμιαία εμπειρία τρόμου που γεννάται όταν συμβαίνει να σβήνει το φως της σκάλας όταν βρίσκεσαι στα μισά της καθόδου; Δεν είναι αστείες υποθέσεις αυτές.
Η δευτερεύουσα θέση της σκάλας με ενοχλεί παρά την γοητεία που μου ασκούν οι ανυψωτήρες- ειδικά οι επικίνδυνοι και υπό εξαφάνιση pater noster.
Πολλές φορές για να ανακουφίσω την δυσφορία μου ονειρεύομαι νέα κτήρια των οποίων οι σκάλες δεν βρίσκονται στα σπλάχνα τους μα στην πρόσοψη. Δεν υπάρχει ούτε κεντρική πόρτα εισόδου ούτε και καμία πόρτα στο εσωτερικό. Δεν υπάρχουν μπαλκόνια. Η πρόσοψη αυτών των κτηρίων δεν είναι παρά μια πελώρια σκάλα, με πλατιά σκαλιά. Ανάμεσα τους βρίσκονται ενσωματωμένες οι διάφορες πόρτες που οδηγούν στους εσωτερικούς χώρους και κάποια παράθυρα. Υπάρχουν μόνο σκαλιά. Όλοι οι περαστικοί μπορούν να σκαρφαλώσουν από το οδόστρωμα μέχρι την κορυφή του κτηρίου χρησιμοποιώντας την πυραμιδοειδή πρόσοψη. Οι προσόψεις λειτουργούν ως μονοπάτια προς την κορυφή, προσβάσεις προς τα διαμερίσματα, χώροι πρασίνου, μα και αμφιθέατρα όπου κάθονται παρέες και συνομιλούν ή ακροατές που παρακολουθούν παραστάσεις ή ομιλίες που στήνονται κάτω στον δρόμο.
Σκάλες από τσιμέντο, από μάρμαρο, από ξύλο. Μια πολυκατοικία συνήθως έχει μια μόνη και κύρια σκάλα. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως οι δημιουργοί της πολυκατοικίας της χαρίσαν και ένα μικρότερο αδερφάκι. Την σκάλα υπηρεσίας. Αυτή που διέσχιζαν οι υπηρέτες για να εισέρχονται διακριτικά, μακριά από τα βλέμματα των αστών (ποιών;) στα σπίτια που καθάριζαν. Και θυμάμαι τον διάδρομο του Βασάρι στην Φλωρεντία που κατασκευάστηκε προκειμένου οι Μέδικοι να μεταφέρονται από το Pallazzo Pitti στο Palazzo Vechio δίχως να έρχονται σε επαφή με την πλέμπα. Από την εποχή των βασιλικών οίκων λοιπόν κληροδοτήθηκε η αριστοκρατικότητα και στις κοινωνίες της μαζικής κουλτούρας και μολύνθηκαν και όσοι αντί για παλάτι διέθεταν ένα διαμέρισμα. Και φτιάξανε τις σκάλες της Υπηρεσίας. Τώρα αυτές μένουν σε αχρηστία. Άντε κάποια νοικοκυρά να απλώσει τα ρούχα ή ένας ένοικος να ακουμπήσει όλα τα αντικείμενα που δεν θέλει ούτε να πετάξει μα ούτε και να αφήσει μέσα στο σπίτι. Όμως και αυτές οι σκάλες είναι κοινοί χώροι μιας πολυκατοικίας. Μπορούμε αντί για αποθήκες να τους χρησιμοποιήσουμε αλλιώς; Πώς;
Αλλά αν αυτές οι σκάλες είναι αόρατες υπάρχουν και άλλες που είναι απούσες. Στο αστικό τοπίο θα δούμε κάποιες φορές τα μπαλκόνια να διακόπτονται από ένα κενό. Είναι μια απραγματοποίητη πρόβλεψη του κατασκευαστή για σκάλες εκτάκτου ανάγκης που δεν χτίστηκαν ποτέ.
Ο Bachelard έλεγε πως για να θεωρηθεί ένας χώρος κατοικία οφείλει να έχει κάποια κάθετη δομή (vernacularity). Και αν πάρουμε τις μετρητοίς τον ορισμό του ποιητή/φιλοσόφου μα και τον νόμο που ορίζει τα διαμερίσματά μας ως οριζόντιες ιδιοκτησίες, τότε τα διαμερίσματά μας δεν μπορούν να θεωρηθούνε σπίτια. Ζούμε οριζόντια. Έλα όμως που αυτή την καθετότητα και όλα τα στοιχεία μιας κατοικίας, αν δεν μπορούμε να τα βρούμε στο διαμέρισμα μπορούμε να τα βρούμε στην πολυκατοικία, αν αλλάξουμε την σημασία της σκάλας!
Η σκάλα ενσαρκώνει μια διαδρομή του κατοίκου από την πόρτα του διαμερίσματος στην έξοδο. Είναι όμως δυνητικά και η ενσάρκωση μιας συνάντησης. Για να γίνει η δυνατότητα, πραγματικότητα δεν χρειάζεται να τροποποιήσουμε την σκάλα υλικώς, μα να την φανταστούμε αλλιώς νοητικώς – ή να την νοηθούμε αλλιώς φανταστικώς. Τί θα γινόταν αν αλλάζαμε τον σκοπό που νομίζουμε ότι εξυπηρετεί η σκάλα; Αν δεν την σκεφτόμασταν πια ως διαδρομή αλλά ως χώρο συνάντησης; Τί θα γινόταν αν στις σκάλες καθιερωνόταν ο θεσμός μικρών εγχώριων botellón; Τί θα γινόταν αν οι άνθρωποι των ορόφων δίνανε ραντεβού για έναν καφέ στα σκαλιά αραιά και που; Τί θα γινόταν αν στα σκαλοπάτια τοποθετούσαμε λίγα αγαπημένα βιβλία του κάθε ενοίκου, και κάποια δισκία μουσικής και ταινιών και κάποια μικροαντικείμενα και τα μετατρέπαμε σε ράφια; Ή αν κρεμούσαμε στους τοίχους τους φωτογραφίες παλιών και νέων ενοίκων ή πόστερς ή καθρέπτες; Ή αν τους ζωγραφίζαμε; Ή αν αφήναμε ποδήλατα κοινόχρηστα για όλους για να γεμίσουμε ίχνη τους τοίχους; Λοιπόν;
Ίσως άλλαζε η σχέση αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ανυψωτήρα και τις σκάλες καθώς κάθε χώρος θα εξυπηρετούσε διαφορετικό σκοπό. Ίσως ο νέος τρόπος ερμηνείας και χρήσης να άλλαζε τις σχέσεις των ενοίκων. Ίσως οι κάτοικοι των χαμηλών ορόφων να γνώριζαν τους πιο εύπορους στα δωμάτια με θέα. Ίσως η αισθητική αναβάθμιση αποκτούσε θετικές κοινωνικές προεκτάσεις και επανέφερε την σκάλα ανάμεσα στα πρωταγωνιστικά στοιχεία της πολυκατοικίας.
Αυτό που εμποδίζει την σκάλα να αποκτήσει ένα νέο νόημα, και να χρησιμοποιηθεί αλλιώς είναι ότι την έχουμε αιχμαλωτίσει σε μια καθημερινή συνήθεια που απλώνει τα νοήματά της επί των πραγμάτων & αδρανοποιώντας τις δυνατότητες αυτών των χώρων που έχουμε ορίσει τόσο μονοσήμαντα.