Κοιτάω τον δρόμο. Κοιτάω τον ουρανό. Κοιτάω την κοπέλα που απλώνει τα ρούχα της, την κυρία που χαϊδεύει τη βέρα της καθισμένη στο κρεβάτι, τον πιτσιρικά που γεμίζει το ποτήρι της αδερφής του με γάλα τόσο ώστε μια σταγόνα να αρκεί για το ξεχείλισμα. Κοιτώ τον αργοκίνητο παππού που φτήνει από τον δεύτερο στο οδόστρωμα γιατί το παράθυρο του είναι πιο κοντά από τον νεροχύτη του μπάνιου.
Παρατηρώ, ανακαλύπτω, κοιτάζω, κοιτάζομαι, με κοιτάζουν, κρυφοκοιτάζω, κατασκοπεύω, επιτηρώ, εποπτεύω, εποπτεύομαι, υποπτεύομαι όπως ο James Stewart στο Rear Window, επιδεικνύω, αποκαλύπτω, χαιρετώ, νεύω, κατασκοπεύω, χειρονομώ, αποκαλύπτω, σπάω, ξεσπάω, καθαρίζω, κρύβω.
Tο παράθυρο δεν είναι απλά μια τρύπα, μια απώλεια της τοίχιας συνοχής, μια αμυχή. Αφήστε εμάς, που το έχουμε βαπτίσει παραθύρι, λες και το παράθυρο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να στέκει δίπλα από την θύρα, ως το ακρωτηριασμένο και δίχως ποδάρια αδελφάκι της πόρτας. Πιο νουνεχείς εν προκειμένω, και παρατηρητικοί οι αγγλοσάξωνες το βαπτίσανε window (από το Νορδικό vindauga, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί wind-eye). Και οι Φράγγοι, παιχνιδιάρικα, το αποκαλούν πολλές φορές και Judas (Ιούδας), γιατί γνωρίζουν ότι το παραθύρι είναι μαρτυριάρικο. Αλλά και εμείς τους χώρους που δεν έχουν ούτε ένα παράθυρο, τυφλούς δε τους λέμε;
Όπως και να ‘χει, το ζήτημα λοιπόν είναι ευαίσθητο διότι δεν έχουμε να κανουμε με το αυτί ή το ρουθούνι του χώρου όσο με το μάτι και το βλέμμα του. Και όπως αναγνωρίζουμε ένα πρόσωπο απ’ τα μάτια του, έτσι μπορούμε να καταλάβουμε και ένα σπίτι από τα παραθύρια του.
Ο σοφός λαός λέει πως τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής. Πρόκειται βεβαίως για παρεξήγηση διότι ως γνωστον στον καθρέπτη αυτό που κάνεις είναι να κοιτάς τον εαυτό σου. Και θα ήταν απογοητευτικό να διαπιστώσεις ότι αυτός που κοιτάζεις, χρησιμοποιεί τις κόρες σου για να κοιτά τη δική του φάτσα.
Τα μάτια είναι τα παραθύρια της ψυχής γιατί το βλέμμα δε μένει στην επιφάνεια αλλά τη διασχίζει για να διακρίνει το ψυχικό ίζημα του άλλου. Όπως το έλεγε και ο Simmel, κάθε βλέμμα που βλέπει δεν μπορεί παρα και να βλέπεται. Δυο πρόσωπα που διασταυρώνουν τα βλέμματά τους, και ανα- καλύπτουν μα και αμφότερα απο- καλύπτουν, μέχρι τουλάχιστον το ένα να στρέψει το βλέμμα του αλλού, χάμω ή στο υπερπέραν.
Και παρότι είναι αφελές και ισως περιττό, μπορούμε να υπενθυμίσουμε πως ένα βλέμμα αυτό που ψάχνει στον άλλο το βλέμμα είναι. Κοιτάμε τα μάτια του αλλου, όχι για να αγγίξουμε το βλέμμα του ή να ακούσουμε το θρόισμα που κάνει το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων του ή να μυρίσουμε το δάκρυ του, αλλά για να καταλάβουμε τη ψυχή του. Ναι, σκουπίζουμε το δακρυσμένο μάτι και φιλάμε τρυφερά τα κλειστά βλέφαρα αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει σε ένα ανοιχτό βλέμμα είναι να δούμε λίγη από την ψυχή του ιδιοκτήτη του.
Και αν τελικά συμφωνήσουμε πως το βλέμμα είναι το παραθύρι της ψυχής, ας συμφωνήσουμε και στο ότι και το παράθυρο είναι το βλέμμα του χώρου. Και όπως ένα σκυμμένο βλέμμα ή ένα ακέφαλο σώμα δεν έχει καμιά σημασία έτσι και ένας χώρος δίχως παράθυρο είναι αδιάφορος.
Αυτή η σχέση του παραθύρου με το βλέμμα, το διαφοροποιεί από την πόρτα. Το παράθυρο στέκει κοντά στην θύρα ή αντίκρυ της, αλλά δεν είναι πόρτα. Αν τη πόρτα κάποιος τη διασχίζει, από το παραθύρι σπάνια περνά. Και αν από την πόρτα μπαίνουν οι νόμιμοι και όσοι διαθέτουν διαβατήριο, από το παράθυρο εισβάλλουν οι λαθραίοι. Ο κατασκευαστής δεν προέβλεψε παράθυρα για διαβάτες και έτσι πράττουν εκτός σχεδιασμού (αντι-αρχιτεκτονικά) όσοι σκαρφαλώνουν σε περβάζια και βουτούν σε ξένα δωμάτια. Και περνά κάποιος μέσα από παραθύρια μόνο αν ο πόθος νικά τον φόβο ή αν θέλει ενσυνείδητα να γκρεμοτσακιστεί.
Το παράθυρο δεν έχει να κάνει με την αφή. Της βάζει εμπόδια. Ακόμα και κάτι που απέχει λίγα εκατοστά από την φλούδα της, μοιάζει απόμακρο και για να το πιασεις δεν αρκεί μόνο να περπατάς, πρέπει και να ίπτασαι. Το παράθυρο συνεργάζεται κυρίως με τις αισθήσεις που ικανοποιούνται εξ αποστάσεως (όραση, ακοή, οσμή). Είναι εκεί για να επιτρέπει στο φως και στον αέρα να μπούν και στο βλέμμα να κοιτάξει.
Παρότι το παράθυρο διαφέρει από την πόρτα ως κατώφλι, συγγενεύει μαζί της ως μέσον. Και τα δυο επιτρέπουν την επικοινωνία με τον κόσμο, συνδέουν το μέσα με το έξω. Έτσι, το παράθυρο και η πόρτα έχουν περισσότερα κοινά με τα βιβλία, τις οθόνες και τα τηλέφωνα από ότι έχουν με ένα κρεβάτι ή ένα γραφείο. Διότι όταν μιλάμε για πόρτες και παράθυρα, δε μιλάμε για τόπους, αλλά για μέσα, για όρια ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Άλλωστε και η μεγαλύτερη εταιρεία λογισμικού windows ονομάστηκε. Οθόνες και παράθυρα έχουν κοινό το υλικό τους, το γυαλί, υλικό του βλέμματος και της επιθυμίας.
Αλλά εδώ και καμιά εκατοστή χρόνια, αυτό το γυαλί επιδράμει και κατακτά και τρώει τους τοίχους. Από τις αρχές του 20ου αι, όταν οι κατασκευαστές βρήκανε πως τα κτήρια μπορούσαν να φτιαχτούν ως συνθέσεις σιδερένιων πλαισίων (το ένα πάνω στο άλλο), ώστε να σηκώνουν κάτι πελώριους ουρανοξύστες σε international style, οι τοίχοι από πέτρινοι και τούβλινοι και τσιμεντένιοι,αρχίσανε να γίνονται γυάλινοι. Έτσι το παραθύρι έγινε τοίχος και χάθηκε η σχέση διαφάνειας και αδιαφάνειας, πρόσβασης και απροσπελασιμότητας.
Αλλά σε αυτή την παραθυροποίηση του τοίχου, έχει χαθεί τόσο ο τοίχος όσο και το παράθυρο. Η ουσία του παραθύρου στηρίζεται στην σχέση του με τον τοίχο. Χωρίς σχέση, δεν υπάρχουν επιμέρους στοιχεία. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, το ότι κάθε Πανοπτικόν δεν τσιγκουνεύεται το γυαλί. Και άλλωστε ο πρώτος και μέγας δυστοπικός, ο Γιεβγκένι Ιβάνοβιτς Ζαμιάτιν, έχτισε από γυαλί το Μονοκράτος του και στους κατοίκους του έδωσε το δικαίωμα να κατεβάζουν τις γρίλιες των παραθύρων τους μόνο για λίγα λεπτά μέσα στην διάρκεια της μέρας, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις τεχνικές της απόκρυψης και της ιδιώτευσης.
To τζάμι βεβαίως είναι ίσως το σημαντικότερο μέρος του παραθύρου και σαν καρπός φυλάγεται από δυο φλούδες: την κουρτίνα μέσα και το πατζούρι από έξω. Χωρίς κουρτίνα και πατζούρι το παράθυρο μετατρέπεται σε ένα καταπιεστικό και πάντα παρόν βλέμμα από το οποίο δε μπορούμε να ξεφύγουμε.
Αυτά τα τρία στοιχεία (κουρτίνα, τζάμι, πατζούρι) – από τα οποία αποκλείεται το κουρτινόξυλο, το κούφωμα, το πόμολο και το περβάζι – συγκροτούν το ρεπερτόριο από το οποίο προκύπτουν οι πολλαπλές τεχνικές της απόκρυψης και της αποκάλυψης και σαρκώνονται αρχιτεκτονικά οι ψυχικές εντάσεις του διαμένοντος εντός. Ανάλογα με τις καιρικές, κοινωνικές και ψυχικές συνθήκες εκτός και εντός, σκηνοθετούνται οι παραθύριες εκδηλώσεις.
Τραβάω την κουρτίνα και απο-καλύπτω ή κρύβω το μέσα. Ελέγχω την κουρτίνα για να ελέγξω αν και τι βλέπει κάποιος θεατής που θα ρίξει το βλέμμα του στο δωμάτιό μου. Διασφαλίζω ότι όταν κλείνω την κουρτίνα δεν είμαι ορατός. Απαγορεύω τα αδιάκριτα βλέμματα – αλλά όχι οριστικά.
Η κλειστή κουρτίνα είναι μια κίνηση ελαφρότητας, σχεδόν αφελής, ανακλητή και αναστρέψιμη. Μια κουρτίνα πορεί να είναι επί μονίμου βάσεως τραβηγμένη αλλά εξακολουθεί να μας δίνει την εντύπωση ότι σύντομα θα αποκαλύψει κάποια από τα πράγματα που κρύβει.
Ένα κλειστό παράθυρο με ανοιχτές κουρτίνες επιτρέπει τον ήχο αλλά όχι το βλέμμα. Ένα κλειστό παράθυρο με ανοιχτές κουρτίνες επιτρέπει το βλέμμα αλλά όχι τον ήχο. Υπάρχουν συνδυασμοί για κάθε γούστο. Παράδειγμα: ένα ζευγάρι που ερωτοτροπεί μπορεί να θέλει ακροατές αλλά όχι θεατές ή θεατές αλλά όχι ακροατές.
Αν το παράθυρο αντιστοιχεί στο βλέμμα, τότε το παράθυρο με τις κλειστές κουρτίνες αντιστοιχεί σε θολό βλέμμα, που όπου να ‘ναι επιστρέφει… Αυτό που είναι πιο οριστικό, αν και οχι παντοτινό, είναι το κλειστό παντζούρι. Το κατεβασμένο παντζούρι αντιστοιχεί σε σφραγισμένα βλέφαρα. Πότε προτιμούμε να κατεβάσουμε το παντζούρι αντί να κλείσουμε την κουρτίνα;
Ένα κλειστό παντζούρι μπορεί να σημαίνει απουσία σε διακοπές ή απουσία διάθεσης οπτικών ανταλλαγών και συναναστροφών. Δυσκολεύει τους κλέφτες, αποτρέπει τους κοντινούς ήχους του δρόμου που φτάνουν εύκολα στο κατώφλι. Εμποδίζει το φως που φωτίζει το οδόστρωμα και βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τους χαμηλούς ορόφους. Κλειστό πατζούρι σημαίνει ενοχλημένο βλέμμα που κλείνει τα βλέφαρα ή νικημένος ψυχισμός που προτιμά να μη βλέπει αλλά και να μη βλέπεται ή παρενοχλείται (ηχητικά, οπτικά).
Αν από την περιπτωσιολογία περάσουμε στην αφαιρετική και αφηρημένη διαπίστωση αυτή είναι: Κλειστό παντζούρι σημαίνει ότι ο κύριος του σπιτιού “δεν γουστάρει”. Ανοιχτά βεβαίως είναι συχνότερα τα πατζούρια στους υψηλότερους ορόφους όπου θόρυβος και ενοχλητικοί φωτισμοί φτάνουν δύσκολα. Εκεί μένουν οι τυχερότεροι με όλες τους τις επιλογές διαθέσιμες. Όταν η πόλη τους πληγώνει κοιτάζουν στον ουρανό και όταν οι ονειροβασίες κινδυνεύουν να τους καταπιούν προσγειώνουν το βλέμμα τους στην πόλη. Η απώλεια αυτής της πρόσβασης στις δυο θέες δημιουργεί συχνά μια ανισορροπία.
Αλλά δυστυχώς ο αρχιτεκτονημένος κόσμος, όπως και κάθε κόσμος, είναι άνισος και ενώ σε άλλον προσφέρει το προνόμιο της υψηλής θέσης, για άλλον επιφυλλάσσει την κακοδαιμονία της χαμηλής και ευάλωτης τοποθεσίας. Μια υψηλή θέση όχι μόνο υπερέχει από τα υπόλοιπα κτίσματα, αλλά δίνει στον ιδιοκτήτη των ορόφων το δικαίωμα να επιβλέπει, να εποπτεύει την πόλη προσφέροντας του μια ψευδαίσθηση μαζικής ιδιοκτησίας επί των ψυχών που βρίσκονται στο κάδρο του. Και η θέση, επομένως και η θέα, όταν υπάρχουν δε λείπουν από το επιχείρημα του μεσίτη.
Από πόσο ψηλά μπορείς να ρίχνεις το βλέμμα σου στην πόλη; Πόση από την αστική επικράτεια μπορεί να μπει στη θέα σου; Πόσο πόλη μπορείς να κατέχεις με το βλέμμα σου;
Αλλά πλέον δεν είναι μόνο το τί βλέπεις, αλλά και να σε βλέπουν οι υπόλοιποι να βλέπεις αυτό που δεν μπορούν να δουν οι ιδιοι. Όλοι μπορούμε να δούμε ένα σπίτι που βρίσκεται ψηλά αλλά ελάχιστοι μπορούν να δουν όσα βλέπει το παράθυρο αυτού του σπιτιού. Εκεί ψηλά βλέπει κανείς χωρίς να τον βλέπουν, ενώ για να προσπαθήσουν να τον δουν σηκώνουν το κεφάλι ψηλά. Γίνεται αντικείμενο φθόνου για τη δύναμη να βλέπει ότι δεν μπορούν να δουν οι υπόλοιποι, που απλά φαντάζονται αυτό που βλέπει.
Τί να κάνουμε; Λύσεις:
– να σφραγιστούν όλα τα παράθυρα.
– να ισοπεδωθούν και να οριζοντιωθούν οι κατοικίες ώστε όλοι να έχουν ίδιου επιπέδου θέα.
– να ανταλλάζουμε δωμάτια
– κ.λπ…
Καλησπέρα. Πολύ ωραίο κι αληθινό γράψιμο.
Έκανα μαθήματα ένα χρόνο σ ένα υπόγειο. Με τους μαθητές βλέπαμε μόνο πόδια ως το γόνατο στα διαλείματα. Κολλάν από τις καθαρίστριες που καθάριζαν όταν έμπαιναν μέσα τα παιδιά. Το μισό γυμνσμένο κορμί της γυμνάστριας να κάνει πρόβα χορεύοντας ζούμπα …Μας αποζημίωσε επειδή της δώσαμε ρεύμα για το κασετόφωνο.Μέσα ολόκληροι , όχι μισοί, χορεύαμε κι εμείς.Όλα μισά. Τα υπόλοιπα τα φανταζόμασταν απο τη μέση και πάνω…Το προαύλιο των μισών ανθρώπων…Πολλές φορές όμως όταν εμείς γελούσαμε στο υπόγειο βλέπαμε και προσωπάκια απ έξω να κοιτάν με περιέργεια…Τότε τα προσκαλούσαμε μέσα…Ήταν ένα τμήμα με Ρομά χωρίς σπίτια…Τα σπίτια τους είναι πολλες φορές φτιαγμένα από πολλά παλιά συνθετικα παράθυρα ενωμένσ και σκεπασμένα με μουσαμά…Αν μπεις στο google maps και πας Βεροια Ερχοχώρι θα τα δεις..