Το τελευταίο ελληνικό χωριό πριν τα Σκόπια

Το τελευταίο χωριό, πριν μπεί κανεις στα Σκόπια από την Ελλάδα, στο νομό της Φλώρινας, έχει το όνομα Νίκη. Οι λίγοι άνθρωποί του, ακρίτες των βόρειων συνόρων, είναι ως επί το πλείστον κτηνοτρόφοι, που ζουνε από τα κοπάδια τους και που έχουνε λυγίσει από τη τιμή που τους δίνουν οι εταιρείες για το γάλα που μαζεύουν από τα ζώα τους.

Οι αρρώστιες που έχουν πλήξει τα ζωντανά, η χαμηλή τιμή του γάλατος, η αδυναμία να δώσουν τα προϊόντα της γης τους, είναι τα ζητήματα που τους κρατάνε ξύπνιους τα βράδια όταν πέφτουνε στο κρεβάτι. Οχι το Μακεδονικό.

Οι άνθρωποι αυτοί, τον χειμώνα, που το θερμόμετρο γράφει -15, -20, ξυπνάνε χάραμα και πίνουνε αυτό που ονομάζουν ποντς (τσίπουρο βραστό με λίγες κουταλιές ζάχαρη), μαζί με έναν καφέ, δυο φέτες ψωμί με βούτυρο και αυγά για να κρατηθούνε όταν θα βγουνε για δουλειά. Και το καλοκαίρι, βρέχουνε στις βρύσες, τα καπέλα τους από μέσα, για να προστατευθούνε από τον ήλιο που καίει τις πεδιάδες τους. 

Στα σπίτια τους έχουν όπλα. Τους τα είχανε δώσει για να είναι η πρώτη γραμμή άμυνας σε περίπτωση κινδύνου. Οι περισσότεροι στέλνουν τα παιδιά τους να θητεύσουν στον ελληνικό στρατό, δίχως βύσματα και χάρες, με μια ειλικρινή διάθεση υπηρεσίας προς την πατρίδα τους. Πολλά από αυτά τα παιδιά έγιναν αξιωματικοί του στρατού.

Περιέργως για πολλούς, αυτοί οι ακρίτες είναι από τις δημοκρατικότερες δημογραφίες που έχω συναντήσει. Δύσκολες οι καιρικές συνθήκες και λίγα τα μέλη και έτσι οι άνθρωποι αυτοί, σηκώνουν πρόθυμα το βάρος της κοινότητας που τους αναλογεί. Οι μεγάλοι προτρέπουν τους μικρούς να τους μιλούνε στον ενικό, κινούμενοι από μια αίσθηση ισότητας. Στα τραπέζια τρώνε μαζί. Είναι πάντα ταπεινοί. Όχι με τη δουλοπρέπεια όσων παριστάνουν τους καλούς λόγω αδυναμίας, αλλά με την ταπεινότητα αυτών που μεγάλωσαν μέσα σε δύσκολες κλιματικές και δημογραφικές συνθήκες και ξέρουν ότι για να επιβιώσουν δεν χρειάζεται να είναι ετοιμόλογοι ή εξυπνάκηδες ούτε να κοροϊδεύουνε τον κόσμο. Πρέπει να είναι δουλευτάρηδες και υπομονετικοί.

Αυτό το μικρό χωριό είναι μια διευρυμένη οικογένεια. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους μισούς έχουν και το ίδιο επίθετο. Βράντσηδες λέγονται και οι περισσότεροι είναι ξαδέρφια μου ή θείοι μου ή παπούδες μου. Δε μεγαλώσαμε μαζί. Αλλά παίζαμε μαζί, τα καλοκαίρια και τις γιορτές, ποδόσφαιρο, στα λασπωμένα χώματα ενός αυτοσχέδιου γηπέδου. Πολλές φορές ταλαιπωρήσαμε μαζί μικρούς γυρίνους που κολυμπούσανε στις λίμνες που φτιάχνανε οι πατημασιές των ζώων στη βροχή. Συναντηθήκαμε πολλές φορές στον αυλόγυρο της μικρής εκκλησιάς του χωριού, το Πάσχα και τσουγκρίσαμε αυγά. Συχνά περάσαμε μαζί τα σύνορα με τα κοπάδια που προχωρούσανε και μας παράσερναν, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, στην απέναντι πλευρά. Πήγαμε πολλές φορές σε πανηγύρια, όπου άκουσαμε τραγούδια και στα ελληνικά και στα σλάβικα.

Τη σλάβικη δε τη ξέρω. Μόνο να μετρώ μέχρι το δέκα και να ρωτώ «τι κάνεις;». Αλλά οι άνθρωποι εκεί, τη μιλάνε.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι τελευταίοι που θα υποκύψουν στον ανέξοδο εθνικισμό ορισμένων γιάπηδων που δεν ξέρουν από εκείνα τα μέρη, τα σκληρά. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι θυμούνται τα δεινά που τους προκάλεσαν αποφάσεις τύπων σαν τον Σαμαρά, που ποτέ δεν τους είχανε στους χάρτες των σχεδίων τους.

Γνωριζουν επίσης ότι πέρα από τις μπάρες, που σημαίνουν, 100 μέτρα από το χωριό, το πέρασμα στην άλλη χώρα, οι γείτονές τους πίνουν και αυτοί ποντς τα πρωινά του χειμώνα και βρέχουν τα καπέλα τους το καλοκαίρι πριν βγάλουν τα κοπάδια τους για βόλτα. Γνωρίζουν τη γλώσσα τη σλάβικη γιατί την ακούνε συχνά – όσο συχνά συναντούνε και ανθρώπους από τη “γειτονιά” τους. Έχουν ερωτευθεί κάποιες από τις γυναίκες και τους άνδρες από απέναντι, που ουσιαστικά είναι “δίπλα”. Γνωρίζουν ότι κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, όπως αυτοί έτσι και οι διπλανοί τους σπεύδουν στις εκκλησίες των μικρών χωριών τους και τελούν τις ίδιες λειτουργίες.

Τα φασιστάρια, που πουλάνε πατρίδα και μιλούνε για αίμα και κρεμάλες, δεν γνώρισαν ποτέ πως είναι εκείνα τα μέρη. Δε ξέρουν τις ζυμώσεις που γίνονται εκεί ψηλά. Ο κίνδυνος που νιώθουνε οι φασίστες είναι επειδή έμαθαν ότι τους αδύναμους τους περιφρονούμε και τους εκμεταλλευόμαστε. Προβάλλουν τη κακή ανατροφή τους, στους γείτονές τους και πιστεύουν ότι όλος ο κόσμος σκέφτεται όπως αυτοί.

Εν τω μεταξύ, όταν το σημερινό πανηγύρι ολοκληρωθεί, οι άνθρωποι της παραμεθορίου θα πέσουν στα κρεβάτια τους και πάλι θα σκέφτονται την κακοδαιμονία τους, τη γη και τα ζωντανά τους.

Δημοσιεύθηκε στην Παράλλαξη

Γράψτε απάντηση στο Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *