Η σκηνοθεσία της εξέγερσης

Κανείς δεν θα μπορούσε να είναι τόσο βολικά τοποθετημένος σε μια άβολη κατάσταση.
Walter Benjamin

  Έντυπες και ψηφιακές εκδόσεις των εφημερίδων του Σαββάτου, κρατούν λίγο χώρο για το ρεπορτάζ περί των επεισοδίων της προηγούμενης, στα Εξάρχεια. Με συνέπεια ασυνήθιστη, δυο ομάδες χωρισμένες απο τα πριν, συναντιούνται εκεί στον δρόμο, στη Τοσίτσα ή στα στενά γύρω από την πλατεία, και παίζουνε κλέφτες και αστυνόμους. Η γειτονιά των Εξαρχείων εμφανίζει στον εκθεσιακό της χώρο, μια περιπετειώδη performance που συμπυκνώνει την εξεγερτική ουσία της.

Από τη μια μεριά οι αστυνόμοι και από την άλλη οι εξεγερμένοι. Ίχνη βενζίνης στο οδόστρωμα, η μυρωδιά από τα δακρυγόνα στον αέρα. Κλούβες και σώματα αστυνόμων που οριοθετούν την περιοχή και απέναντί τους νέοι με μπαλακλάβες που χειρονομούν, τρέχουν και πετούν βόμβες μολότοφ. Η δράση και η επανάλληψή της μοιάζει με μια προβαρισμένη, επαναλαμβανόμενη performance. Οι ηθοποιοί μιμούνται τους κληροδότες τους, για την ακρίβεια την κινηματογραφική εκδοχή τους. Φωνάζουν τις βρισιές σαν ξόρκια που απευθύνονται σε ένα αρχαίο πνεύμα επανάστασης που καλείται να αναστηθεί. 

Ο Μπένζαμιν, ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να καταγράφουν τις μιμήσεις και τις αντινομίες σε μια κοινωνία που γινότανε όλο και πιο μαζική. Παρατηρούσε τα παιχνίδια του δικού του καιρού από απόσταση και κάτι κατάλαβε για την δύναμη της μαζικής κουλτούρας, όχι να αποκρύπτει τα φαινόμενα της βίας και της φτώχειας, αλλά να τα εκθέτει για να τα μεταμορφώνει σε καταναλωτικά αγαθά. Σε ένα μικρό, ωραίο βιβλιαράκι, που τιτλοφορείται “ο συγγραφέας, ως παραγωγός”, κριτικάρει ένα καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό ρεύμα, το οποίο ονομάζει αριστερό ριζοσπαστισμό, που έλκεται από τη φτώχεια όπως η μέλισσα από το μέλι. Κάτι σαν το Vice του 1930, που ψάχνει τις εικόνες της εξαθλίωσης και της εξέγερσης, και με τη πένα και τη φωτογραφία του, την δοξάζει, την αισθητικοποιεί και την πουλάει σε ένα καταναλωτικό κοινό που διψά για νέα θεάματα. Η φτώχεια μεταμορφώνεται σε κερδοφόρα πηγή απόλαυσης. Απομειώνεται σε θέαμα.

Πιο κοντά σε εμάς, αλλά στην ίδια κατηγορία κριτικών στοχαστών, ο Mark Fisher διαπίστωσε την πιο ακραία και εκτεταμένη σύγχρονη παντοδυναμία του θεάματος. Για τον Fisher, το μαζικό θέαμα πλέον όχι μόνο ενσωματώνει τις επικράτειες του βίου που μπορούν να διαθέτουν δυνατότητες χειραφέτησης, αλλά πλέον τις κατασκευάζει από πριν. Σε ένα απόσπασμα για την ενσωμάτωση της εναλλακτικότητας από το θέαμα, γράφει για τον Curt Cobain:  Στην φρικτή του αδυναμία και την δίχως στόχο οργή του, ο Cobain έδινε φωνή στην απόγνωση μιας γενιάς που είχε έρθει μετά την ιστορία, της οποίας η κάθε κίνηση ήταν αναμενόμενη, χαρτογραφημένη και είχε αγοραστεί και πωληθεί πριν ακόμα πραγματοποιηθεί. Ο Cobain ήξερε ότι ήτανε ένα ακόμα κομμάτι του θεάματος, ότι τίποτα δεν γράφει καλλίτερα στο MTV, από μια διαδήλωση εναντίον του MTV. Ήξερε ότι κάθε κίνηση ήταν cliche, σκηνοθετημένο από πριν. Ήξερε ότι ακόμα και να το συνειδητοποιήσεις ήταν cliche.

Αυτό που βλέπει ο Fisher στον Cobain, είναι η μια τελευταία τραγική αντίδραση στην ακινητοποίηση μιας γενιάς που συνειδητοποιεί την ανικανότητά της να μιλήσει, να χειρονομήσει, να εκφραστεί πρωτότυπα και αυθεντικά. Βλέπει προκάτ αντιδράσεις, cliche απαντήσεις σε cliche ερωτήσεις και καταφάσεις. Μια γενιά που το θέαμα έχει στήσει τα κάτοπτρα των δράσεων και των αντιδράσεών της και πλέον δεν μπορεί να αντισταθεί στην εικόνα, γιατί έχει γίνει η εικόνα. Μια γενιά σε απόγνωση που μιμείται προ-θέσεις, χωρίς πλέον ούτε να μπορεί να περιγράψει, να στοχαστεί, να τροποποιήσει τη θέση της στην performance. Στην επικράτεια της εξέγερσης οι νέοι με τις μπαλακλάβες είναι η οργισμένη εκδοχή ενός κόσμου που δεν μπορεί να ξεφύγει από την εικόνα που έχει κατασκευάσει για τον εαυτό του.

Στην επικράτεια της καταστολής οι αστυνόμοι, εκτελούν τις εντολές ενός πολιτικού συστήματος που θέλει να αποδείξει ότι μπορεί ακόμα να παρεμβαίνει, ενώ η πραγματική του δύναμη έχει καλώς ή κακώς εξουδετερωθεί από μια γραφειοκρατία που λειτουργεί απόμακρα και ανεξέλεγκτα. Η ίδια δύναμη που μεταμορφώνει το ανθρώπινο σύμπαν σε θέαμα, είναι η ίδια δύναμη που έχει εξουδετερώσει τη δύναμη του Κράτους και το έχει απομειώσει σε μια διεκπεραιωτική δύναμη με αστυνομία και στρατό.  Το Κράτος που τόσο μισούν οι εξεγερμένοι, στο πρόσωπο της αστυνομίας, ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΚΕΊ. Τόσο η λυρική αριστερά όσο και η ρεαλιστική Δεξιά, στο αντιπροσωπευτικό μας δίπολο, δεν μπορούν να αρθρώσουν ένα πολιτικό όραμα που να μιλά για κάτι πέρα από τον ετήσιο προϋπολογισμό, τις ισοσκελισμένες δαπάνες και τις μεταρρυθμιστικές ανάγκες. Καλώς ή κακώς, η εξουσία έχει μετατοπιστεί από τα κοινοβούλια που λίγο πολύ έχουν υποβιβαστεί σε διαχειριστές αποφάσεων που λαμβάνονται από μια απεδαφικοποιημένη γραφειοκρατία. Όσες διαδηλώσεις και αν πραγματοποιηθούν στο Σύνταγμα, το Σύνταγμα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα λαϊκά συναισθήματα. Η λυρική Αριστερά και η ρεαλιστική Δεξιά, γνωρίζουν ότι παίζουν σε ένα τεραίν με περιορισμένες δυνατότητες, που πλέον σβήνει τα όρια και τις διακρίσεις ανάμεσά τους. Αυτό που απομένει είναι κάποιες συμβολικές κινήσεις που μπορούν ίσως να πείσουν τον κόσμο ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσά τους.

Τα Εξάρχεια είναι τόσο σημαντικά γιατί αποτελούν ένα δάσος συμβόλων, μια επικράτεια που μπορεί ακόμα να διχάσει πολιτικά την κοινή γνώμη και να κινητοποιήσει συλλογικά συναισθήματα. Στην μιντιακή κάλυψη των Εξαρχείων το μόνο που έχει απομείνει είναι αυτά τα σύμβολα και οι αντιπρόσωποί τους. Ένα δίπολο εξέγερσης και καταστολής που αποκρύπτει τον πλούτο της καθημερινής ζωής στη γειτονιά. Η γειτονιά των Εξαρχείων στον δημόσιο λόγο, δεν έχει τη δική της καθημερινότητα, τους μικρομαγαζάτορές της, τους γειτόνους και τη ροή της. Προβάλλεται ως μια χώρα διαρκούς και ακατάπαυστης σύγκρουσης. Το οικείο, το καθημερινό αποσιωπάται ώστε να απομείνει μόνο η εικόνα μιας αποδιοργανωμένης, ιδιαίτερης αστικής ζώνης, όπου παλεύουν οι δυνάμεις της Τάξης και της αστικής ομοιογένειας με τις δυνάμεις της αναρχίας και της βίας.

Ο υπουργός προστασίας του Πολίτη, γνωρίζει πόσο πολιτικά κερδοφόρα είναι η περιοχή. Υπόσχεται να κάνει τα Εξάρχεια, μια γειτονιά κανονική. Η κανονικότητα που επικαλείται εκτός από μυθολογία είναι και ένα από τα ελάχιστα πολιτικά επιχειρήματα που μπορούν να τον διαφοροποιήσουν από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όταν ο Μπαλάσκας, αρχηγός της Αστυνομίας, μιλάει για σκουπίδια που πρέπει να καθαριστούν, γνωρίζει πως με την ακρότητα της δήλωσής του, θα κινητοποιήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά ενός κόσμου που τον στηρίζει. Προϋπόθεση γι’ αυτό το πολιτικό παιχνίδι είναι τα Εξάρχεια να υποκύψουν στο βάρος της εικόνας που έχει κατασκευάσει το θέαμα γι’ αυτά.

Μα η εξαρχειώτικη καθημερινότητα βρίσκεται όχι μόνο υπό καθεστώς απόκρυψης αλλά και υπό την απειλή έξωσης. Τα Εξάρχεια της Αποκάλυψης, τα Εξάρχεια της Εξέγερσης ενάντια στην καταστολή, είναι τα Εξάρχεια που προσελκύουν τα τουριστικά κύματα που θέλουν να γίνουν μάρτυρες αυτής της εναλλακτικής ατμόσφαιρας και των δημοσιογράφων που θέλουν να καταγράψουν τις σκηνές των αντιστάσεων. Η κουστωδία διεθνών ανταποκριτών που συνοστίζεται για να πάρει ένα καλό πλάνο των συγκρούσεων ή μια συνέντευξη από τους πρωτεργάτες των κινημάτων, στεγάζεται και αυτή σε κάποιο airbnb της γειτονιάς και διώχνει έναν μετανάστη, έναν φοιτητή ή όποιον δεν έχει να πληρώσει το μαρούλι για τα ακριβά νοίκια. 

Όταν τον Μάρτη του 18, ο Guardian, προσέφερε στους αναγνώστες της εφημερίδας μια επίσκεψη στην Αθήνα της κρίσης υπό την συνοδεία του ανταποκριτή της, για 2.500£, η κατακραυγή υπήρξε μεγάλη. Το σκάνδαλώδες της όλης υπόθεσης βρισκόταν στον δημόσιο χαρακτήρα της παραδοχής. Το προϊόν υπήρχε και από τα πριν, αλλά ποτέ δεν διαφημίστηκε τόσο απροκάλυπτα. Που ακούστηκε να ψαρεύονται με τέτοιο τρόπο εύποροι αριστεριστές που δεν το βρίσκουν προβληματικό να σουλατσάρουν στα σοκάκια της πόλης για να συναντήσουν τις εικόνες της φτώχειας και της βίας. Η φτώχεια γινόταν από θέμα στην εφημερίδα, θέαμα σε ζωντανό χρόνο, μουσειακό έκθεμα σε μια αστική προθήκη. Μπορεί ο Guardian να κατέβασε τη διαφήμιση μετά την κατακραυγή, αλλά το φαινόμενο παραμένει. Πριν λίγες ημέρες, μια άλλη ομάδα, οι Αthens Urban Andentures, μια τουριστική υπηρεσία των Εξαρχείων, ενέγραψε στον τομέα “Experiences” της πλατφόρμας Airbnb, την εμπειρία που προσέφερε: μια ματιά στα μποέμικα καφέ της γειτονιάς, συζητήσεις με αναρχικούς και άλλα εναλλακτικά.

Η γειτονιά των εξεγέρσεων βρίσκει τη θέση της στις πλατφόρμες του Airbnb και των τουριστικών γραφείων, στο θέαμα και τα Media. Η ιστορία είναι γνωστή. Κάτοικοι και ένοικοι σε ανάγκη για ένα επιπλέον εισόδημα, δημιουργούν προσφορά. Εναλλακτικοί τουρίστες και δημοσιογράφοι της κρίσης, καλύπτουν τη ζήτηση. Και κάπως έτσι τα Εξάρχεια έχουν γίνει η δεύτερη πιο δημοφιλής γειτονιά της Αθήνας στο Airbnb, εμπορευματοποιώντας την εναλλακτικότητα. Οι τελετουργικές συναντήσεις της Τοσίτσας τα βράδια της Παρασκευής είναι άλλη μια, λίγο πιο ακραία, εκδοχή αυτής της εναλλακτικότητας προς πώληση. Μια performance κατά τη διάρκεια της οποίας, οι περίεργοι flaneurs, μπορούν να δουν σε ζωντανό χρόνο τους κληρονόμους και συνεχιστές του πνεύματος της Εξέγερσης.

Το τελετουργικό των συγκρούσεων, το μονοπώλιο των συμβόλων της σύγκρουσης που έχουνε καταπιεί τη γειτονιά, ενδυναμώνει τους πολιτικούς που υπόσχονται Τάξη, υποβαθμίζει την αχαρτογράφητη και ζωογόνα καθημερινότητα των Εξαρχείων και ενδυναμώνει την εγγραφή της γειτονιάς στο συλλογικό συνειδητό του μαζικού τουρισμού, ως εξωτικό θέαμα προς εναλλακτική κατανάλωση.

Μπορεί όμως αυτή η γειτονιά να ξεφύγει από την μυθολογία της και τις σύγχρονες επιπτώσεις που εκδηλώνονται με τις συνεχείς εξώσεις των καθημερινών ανθρώπων της;  Ο John Berger μιλούσε και έγραφε ενάντια στις αυθεντίες της τέχνης που μυστικοποιούν και συσκωτίζουν το νόημα των εικόνων. Μιλούσε ενάντια στη μουσειοποίηση και την αποστείρωση της τέχνης. Έβλεπε μια απελευθερωτική δύναμη, στους αυτοσχέδιους τοίχους των νέων που έκοβαν εικόνες και κείμενα περιοδικών και έφτιαχναν έναν δικό τους κώδικα, μια δική τους προσωπική αφήγηση, μακρυά από την οποιαδήποτε αυθεντία.

Νομίζω πως μια τέτοια δυναμική απομάκρυνσης από τα προσχέδια της συλλογικής αυθεντίας του θεάματος μπορεί να απελευθερώσει ολόκληρα τοπία. Η πραγματικά ζωογόνος δύναμη βρίσκεται στην καθημερινή ζωή της γειτονιάς που χρειάζεται χώρο. Χώρο για να στεγάσει και να περιθάλψει τη διαφοροποίηση που δεν υποκρίνεται την εναλλακτικότητα. Χώρο σε μια καθημερινή ζωή που φτιάχνει τον δικό της κώδικα και οδηγεί σε μια εναλλακτικότητα οργανική και όχι εσκεμμένη, που δεν χρειαζεται να υποκύψει σε κάποιο προσχέδιο.

Το μαζικό θέαμα είναι η πολιτισμική εκδοχή ενός συστήματος που πλέον έχει επικρατήσει παντού και απλά στρέφεται ξανά στα πράγματα που έχει καταπιεί. Γράφει και ξαναγράφει τους κώδικές τους, επιστρέφει σε παλιά σύμβολα και τα παρουσιάζει ως νέα, επιβάλλει στυλ βίου και σε καλεί να αγοράσεις, συσκευάζει ολόκληρες γειτονιές και χωνεύει ακόμα και την εξέγερση. Αλλά υπάρχουν και διαρροές και ρωγμές που δεν μπορούν πια να αποκρυφτούν. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση που δεν επιλύνεται με μια μολότοφ σε μπάτσους. Η επιδημία ψυχικών διαταραχών που μαστίζει τις μητροπόλεις και αντιμετωπίζεται ατομικά με την ευθύνη να διανέμεται στους πάχοντες και όχι στις δομικές αντινομίες των κανόνων που ορίζουν τη μαζική μας κοινωνία. Υπάρχει και μια γραφειοκρατία απεδαφικοποιημένη που διαφεντεύει τις εγχώριες πολιτικές επιλογές, ενώ σε ατομικό επίπεδο διαμορφώνει συνειδήσεις και επιθυμίες, κατασκευάζει τις εικόνες τις οποίες καταναλώνουμε ως θεατές και παράγουμε ως perfromers.  

Ο κώδικας της γειτονιάς των Εξαρχείων και κάθε γειτονιάς όπως και κάθε τόπου θα ξεκολλήσει από τη μυθολογία του θεάματος αν ξεκινήσει να γράφεται από τους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν οργανικά τους κομμάτια. Μόνη προϋπόθεση της συγγραφής είναι να ξαναθυμηθούμε να γράφουμε.

Όταν ο Fisher μιλάει για μετα-λεξία αντί για δυσλεξία, νεύει προς αυτό το πρόβλημα της αδυναμίας των λέξεων. Ο κόσμος έχει περικυκλωθεί από εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη ταχύτατα, και εμείς αναπτύσσουμε την ικανότητα να επεξεργαστούμε τα δεδομένα τους, αποδυναμώνοντας την ικανότητα μας να μιλάμε και να γράφουμε λεπτομερώς. Ένα slogan αρκεί. Το μάτι έχει κερδίσει και η λέξη ηττάται. Μόνο που οι εικόνες ξεγελούνε το μάτι, και τα δεδομένα δεν αρκούν για μια αφήγηση που να μπορεί να βγάλει νόημα. Η διαδοχή των κάδρων αποσυνδέει τη σχέση μεταξύ των γεγονότων.

Ίσως με αφορμή την ιδιαίτερη περίπτωση των Εξαρχείων, μποροέσουμε να μιλήσουμε για το πρόβλημα των πόλεων, με το μυαλό μας στα προβλήματα που μας ξεπερνούν: την ατομική ακινησία, την επιδημία της μοναξιάς, την πολιτική αποδυνάμωση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την εμπορευματοποίηση των πόλεων και των γειτονιών.

Σε αυτη τη επανασυγγραφή του κώδικα με νέους όρους, χρειάζονται σύμμαχοι.  Πολιτικές συλλογικότητες που είναι πρόθυμες να αντιμετωπίσουν τις αστικές και δημογραφικές επιπτώσεις του μαζικού τουρισμού, ομάδες που χακάρουν τα εργαλεία των νέων πολυεθνικών, αλλά κυρίως οι καθημερινοί άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν αλλιώς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *