1. Το Bel Ami
Όταν, τον Οκτώβριο του 2011, το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης αποφάσισε ότι τα πορνεία της πόλης θα έπρεπε να μετακομίσουν σε περιοχή με χρήση γης «βιοτεχνική ή βιομηχανική», που «να μην περιλαμβάνει χρήσεις κατοικίας», χάραξε και τη νέα έκταση ώστε να συγκεντρωθεί εκεί το νέο Κανάλ Ντ΄Αμούρ.
Το Bel Ami, πορνείο πολυτελείας, με ενσωματωμένο τζακούζι, στο Μπεχτσινάρι, βρισκόταν κοντά στη νέα χάραξη. Αλλά το κοντά δεν ήταν αρκετό. Με το μαγαζί κλειστό, το ενοίκιο να τρέχει και την οικονομική κρίση να κάνει τα περιττά έξοδα δυσβάσταχτα, ο επενδυτής αποφάσισε να φύγει.
Υποθηκευμένο στην τράπεζα και δίχως τη μηνιαία συνεισφορά του επενδυτή το σπίτι άρχισε να συσσωρεύει βάρη. Αλλά δεν έμεινε άδειο. Επέστρεψε εκεί ο Νίκος Σαπατόρης, ένας εκ των αδερφών και άρχισε να το γεμίζει όχι μόνο με την παρουσία του αλλά και με τα αντικείμενα που συνέλεγε εμμονικά. Όπως μου λέει ο ανηψιός του Χρήστος, ο κυρ Νίκος “αντιμετώπιζε κάποια ψυχικά προβλήματα. Και συνήθιζε να κρατάει ότι αντικείμενο έβρισκε”.
Όταν λίγο καιρό αργότερα εξαφανίστηκε, η εξαφάνισή του παρότι βαθύτατα ανησυχητική, δεν αποτέλεσε σοκαριστική είδηση. Παρά τις διαφημίσεις στη γραμμή ζωής και τις αφίσες που ενημέρωναν για τα στοιχεία του εξαφανισμένου, οι έρευνες δε καρποφορούσαν. Και η αστυνομία κατά τις επισκέψεις της στο σπίτι, δεν έβρισκε κάποιο στοιχείο.
Γι΄αυτό ήταν παράξενο το τηλεφώνημα που δέχτηκε ο κ. Ηλίας— αδελφός του εξαφανισμένου και συνιδιοκτήτης του ακινήτου — από γείτονες που του ανέφεραν μια δυσάρεστη οσμή που ερχόταν από το οίκημα. Κατά την έρευνα στο σπίτι, αυτή τη φορά βρέθηκαν, αναπάντεχα, πρώτα, το πτώμα του κ. Νίκου σε μια καρέκλα, σε κατάσταση προχωρημένης σήψης και έπειτα άνθρωποι άγνωστοι που χρησιμοποιούσαν τον χώρο ως καταφύγιο, χωρίς να ενοχλούνται από την οσμή. Ζώντα και τεθνεώτα σώματα επέπλεαν μέσα στη θάλασσα των αντικειμένων που είχε περισυλλέξει ο νεκρός.
Το σπίτι λοιπόν, χωρίς τον επενδυτή του και με τον ιδιοκτήτη του νεκρό, είχε αρχίσει να στέλνει τα μηνύματά του σε ανθρώπους που αναζητούσαν κάπου να μείνουν. Και η επίσημη αστυνομική επιχείρηση εκκένωσης του χώρου, μετά τη διαπίστωση θανάτου του Νίκου Σαπατόρη, δεν έβαλε τέλος σε αυτή την άτυπη χρήση. Το σπίτι είχε καταχωρηθεί ως κενή κατοικία στα κιτάπια ενός περιφερόμενου πληρώματος παραμελημένων ανθρώπων. Το είχαν σημάνει στον χάρτη και είχαν στείλει τις συντεταγμένες του στους υπόλοιπους χρήστες του πολυπληθούς δικτύου αναζήτησης άτυπης στέγης.
Μπορεί ο κύριος Ηλίας ανά τακτά διαστήματα να επισκεπτόταν την ιδιοκτησία του και να εκκένωνε το σπίτι, με ή χωρίς αστυνομική συνδρομή, να μπάλωνε τα ανοίγματα στα πλευρά και τις εισόδους, αλλά κάθε φορά που επέστρεφε έβρισκε ένα νέο άνοιγμα. Οι επισκέψεις του ήταν αραιές και όχι δραστικές και οι εξώσεις ήταν παροδικές, χωρίς κόστος. Όσες φορές και αν σφραγίστηκε το κτήριο, το πλήρωμα έβρισκε τρόπο να ξαναμπεί.
2. Κηνυγητό
Όταν ο Μπάμπης Γερολάκος τελειώνει την πρωινή δουλειά του στα φορτηγά, αναλαμβάνει να εκπληρώσει ότι θεωρεί ως θεσμικό καθήκον του. Στην ημερήσια διάταξή του συμπεριλαμβάνονται περιπολίες σε καταστήματα αλλοδαπών που τα θεωρεί “πηγές έλξης”, σε άδειες αποθήκες στην οδό Ματζάρου, στα διάφορα εκαταλλειμένα βαγόνια στις ράγες πίσω από τον σταθμό και σε όλες τις παραμελημένες ιδιοκτησίες της Β’ Κοινότητας.
Όπως μου λέει, ξεκίνησε ουσιαστικά την ακτιβιστική του δράση στην Β’ Κοινότητα της Θεσσαλονίκης, το 2017, όταν συνειδητοποίησε ότι ένας προσφυγικός πληθυσμός έβρισκε καταφύγιο στο οικόπεδο που του ανήκε:“Το 2018, πήγα να τους βγάλω και μου ζήτησαν χαρτιά, να αποδείξω ότι είμαι ο ιδιοκτήτης. Όταν πήγα να τους βγάλω με το ζόρι, με μαχαίρωσαν”.
Έκτοτε η δράση του έχει συστηματοποιηθεί και επεκτείνεται σε ολόκληρη την Β’ Κοινότητα. Ο Μπάμπης περιπολεί κάθε χώρο που μπορεί να χρησιμοποιείται ως καταφύγιο, συγκρούεται με ΜΚΟ και ομάδες που ασχολούνται με την περίθαλψη ή τη σίτιση του προσφυγικού πληθυσμού. Κατά τις περιπολίες του, αποκρυπτογραφεί σήματα και κώδικες μιας μυστικής γλώσσας που σημειώνονται στο σώμα της πόλης και των κτηρίων. Χρησιμοποιεί και δικούς του ιχνηλάτες, όπως λέει: “Την τελευταία φορά που έφραξα το οικόπεδο άφησα δυο Πακιστανούς να μείνουν σε έναν από τους χώρους, με την προϋπόθεση ότι θα με ενημερώνουν για όποια ύποπτη κίνηση στον χώρο. Έχω τους ρουφιάνους μου.” Κρατά μαζί τους μια συνομιλία, όπου τον ενημερώνουν για νέους επισκέπτες. Αυτοί του μετέφρασαν και τα σήματα στους τοίχους των κτηρίων. “Μου λένε τί σημαίνουν τα μηνύματα. Οι τοίχοι μου είναι γεμάτοι. Ενημερώνουν τους επόμενους ότι ο χώρος χρησιμοποιείται”.
Ο Μπάμπης Γερολάκος έχει αναλάβει ρόλο φύλακα του χώρου στην Β’ Κοινότητα. Σε αυτόν απευθύνονται οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οικοπέδων, σε αυτόν παραπονούνται και αυτόν ενημερώνουν. Και έπειτα αυτός προχωρά σε επίσημες καταγγελίες προς τις υγειονομικές αρχές ή την αστυνομία ή σε δικές του προσωπικές παρεμβάσεις, που γίνονται κυρίως τις νυχτερινές ώρες, μετά τη κανονική δουλειά του:
“Την αστυνομία την καλούμε μόνο για να υπάρχουν καταγεγραμμένες αναφορές και κλήσεις. Για να μπορούμε να αποδείξουμε ότι τους καλέσαμε. Απο κει και πέρα ξέρουμε ότι θα έρθουν, θα τους βγάλουν και θα τους πάρουν μέσα να καταγράψουν τα στοιχεία τους. Αλλά ο καθένας δηλώνει ότι θέλει, δεν υπάρχει δυνατότητα εξακρίβωσης. Και με το που τους αφήνουν, ξαναμπαίνουν στο σπίτι. Δεν είναι αποτελεσματικό.”
Η εκλογή του Μπάμπη ως κοινοτικού συμβούλου στη Β’ Κοινότητα της Δυτικής Θεσσαλονίκης με τον πολιτικό χώρο του κ. Ψωμιάδη, υπήρξε αποζημίωση για αυτόν τον ακτιβιστικό του ζήλο. Η πρόσφατη τοποθέτησή του ως Συντονιστή της τοπικής Επιτροπής Μετανάστευσης ήταν ο έπαινος για τη δράση του σχετικά με τους αλλοδαπούς που διαμένουν σε άτυπες δομές στην περιοχή.
3. Η εκκένωση
Όταν λοιπόν ο κ. Ηλίας Σαπατόρης αποφάσισε το φθινόπωρο του 2019, μετά από τη σειρά ανεπιτυχών προσπαθειών να πάρει δραστικότερα μέτρα για να εκκενώσει την ιδιοκτησία του, ρώτησε και έμαθε ότι έπρεπε να απευθυνθεί στον Μπάμπη Γερολάκο. Μετά από τις αναγκαίες προσυνεννοήσεις, του έδωσε το ελεύθερο να προχωρήσει σε όποια ενέργεια θεωρούσε απαραίτητη για να εκκενωθεί με τρόπο οριστικό το παλιό πορνείο, στο Μπεχ Τσινάρ.
Ωστόσο ο κ. Ηλίας στο τέλος του 2019 έχασε και αυτός τη μάχη με το θάνατο, λίγους μήνες αργότερα και το βάρος για τη διαχείριση του ακινήτου όπως και τα χρέη του, άρχισαν να βαραίνουν τον γιο του Χρήστο. Όταν λοιπόν ο Χρήστος πήγε να κάνει μια εκτίμηση της κατάστασης του ακινήτου βρήκε μια κατάσταση άσχημη: τα χερούλια σπασμένα, τα έπιπλα και το μπάνιο αδύνατο να χρησιμοποιηθούν και το γειτονικό σπίτι, που επίσης χρησιμοποιείτο ως άτυπη δομή στέγης, καταστραμμένο από πυργκαγιά που προήλθε από την παράνομη χρήση ρεύματος.
Όταν, λίγο καιρό αργότερα, του ήρθε το πρόστιμο από τη ΔΕΗ για την παράνομη χρήση ρεύματος και στο δικό του ακίνητο, αποφάσισε να συνεχίσει ότι ξεκίνησε ο πατέρας του. Ειδοποίησε τον Μπάμπη που ήταν βετεράνος και γνώστης της διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθηθεί. Έκοψαν τα καλώδια παροχής ρεύματος, και έκαναν καταγγελία στην αστυνομία. Έπειτα έσπευσαν στο εσωτερικό και βρήκανε μέσα πέντε ανθρώπους και ίχνη άλλων τόσων που διέμεναν στα τέσσερα δωμάτια και ξάπλωναν στα παλιά στρώματα του έρωτος ή κατάχαμα.
Όταν ο Χρήστος δήλωσε την ιδιότητά του — ιδιοκτήτης του ακινήτου — και ζήτησε από τους καταληψίες να φύγουν, αυτοί αποδέχθηκαν τα δυσάρεστα μαντάτα αλλά όχι χωρίς να δυσανασχετήσουν. Ο ένας, απάντησε στον Χρήστο ότι ήθελε τα δεκαπέντε του ευρώ πίσω.
‘Δεκαπέντε ευρώ έδωσα για να μείνω εδώ’, μου λέει.
‘Σε ποιον τα έδωσες; Δικό μου είναι το σπίτι’, του λέω.
Πρέπει να υπάρχει κάποιος, μάλλον Έλληνας από ότι υποψιαζόμαστε, που γυρνάει στη γειτονιά, βρίσκει άδεια σπίτια και τους παίρνει λεφτά για να τους βάζει μέσα.”
4. No man’s land
Παρόμοια φαινόμενα σημειώνονται στην ευρυτερη περιοχή της δυτικής Θεσσαλονίκης. Το παλιό πορνείο, το Bel Ami στο Μπεχ Τσινάρ, ανήκει στο κτηριακό απόθεμα της πόλης που αιωρείται μέσα σε έναν κρατικό και τραπεζικό, γραφειοκρατικό χαρτόκοσμο. Ο κληρονόμος δε το θέλει γιατί δε μπορεί να πληρώσει τα χρέη που το βαραίνουν. Η τράπεζα δε το θέλει γιατί για να το πάρει πρέπει να ξεμπλέξει ένα κουβάρι με χαμένους τους παλιούς ιδιοκτήτες και απρόθυμους τους νέους. Όπως μου λέει ο Χρήστος “ακόμα και τα funds που αγόρασαν το κόκκινο δάνειο που βαραίνει το ακίνητο έχουν μπλέξει και δεν το ξέρουν. Κερδίζει μόνο η γραφειοκρατεία που στέλνει σημειώσεις και προσημειώσεις. Το σπίτι είναι νεκρός χώρος.”
Σε αυτή την ατμόσφαιρα κτηριακής απονέκρωσης βρίσκονται αναρίθμητα ακίνητα της πόλης, που δε χρησιμοποιούνται από κανένα. Και σε αυτή την θολή κατάσταση, ενεργοποιούνται οι οργανικές δυνάμεις της άτυπης παραοικονομίας, η οποία λειτουργεί με μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά πιο ευέλικτα. Ενοικιαστές είναι άνθρωποι σε αναζήτηση στέγης, που ψάχνουν χώρους κοντά στον αστικό ιστό όπου υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για εργασία ή παρεργασία. Οι χώροι που βρίσκουν αποτελούν μια προσωρινή στέγη, ένα πέρασμα από το οποίο σύντομα θα φύγουν. Αντίστοιχα, προκύπτει και μια αλλόκοτη μεσιτεία που έχει εντοπίσει την αχρησία των ακινήτων (προσφορά) αλλά και την ανάγκη για στέγη (ζήτηση), και ενεργοποιεί άτυπα το κτηριακό απόθεμα, μισθώνοντάς το ως ιδιοκτησία του, έστω και για δεκαπέντε ευρώ.
Αλλά το σπίτι δεν αναβαθμίζεται. Όπως και στην περίπτωση του παλιού πορνείο Bel Ami, συνήθως μέσα σε αυτή την απορρυθμισμένη χρήση του ακινήτου, προκαλείται μεγαλύτερη φθορά. Όταν ο Χρήστος Σαπατόρης επισκέφτηκε το ακίνητο του διαπίστωσε ότι τα περισσότερα αντικείμενα αξίας είχαν χαθεί ή αχρηστευθεί, τα έπιπλα είχαν σπάσει, τα χερούλια είχαν αντικατασταθεί από αλυσίδες και τα σπασμένα μπάνια από μπουκάλες με ούρα.
“Όταν τους βγάλαμε, πήρα έναν τύπο να με βοηθήσει στο καθάρισμα, καλός, εργατικός αλλά ηλίθιος. Βρήκε ένα ποντίκι, το έπιασε από την ουρά και το πέταξε στην σακούλα που είχα βάλει τις μπουκάλες με τα κάτουρα: ‘Εσύ (ποντικέ) θα πας ταξίδι’… και τον πέταξε μέσα.Έσκαψε αυτό, άνοιξε μια τρύπα και έφυγε. Σηκώνω εγώ τη σακούλα, δεν ήταν καλά κλειστά τα καπάκια από τα μπουκάλια, έγινα χάλια”.
Αυτό το σπίτι είναι πηγή κακών μαντάτων για τον Χρήστο. Ένα οικοδομικό βάρος που το ακολουθεί ένα μεγάλο χρέος και το οποίο συνδέεται με μια σειρά από δυσάρεστα περιστατικά που διαδέχονται το ένα το άλλο. Αλλά η στάση του απέναντι στους άτυπους ενοίκους, παραμένει ένα μείγμα κατανόησης και δυσφορίας.
“Μένανε σε καμπ, βρήκανε ένα σπίτι και μπήκανε. Είναι και πιο κοντά στην πόλη. Αλλά αυτοί το διέλυσαν το σπίτι. Ο τύπος που βρήκα στο ισόγειο…και αυτός αλλοδαπός ήταν αλλά το πρόσεχε το μέρος, το είχε καθαρό, φαινόταν.”
5. Πρόνοια ή καταστολή;
“Πρέπει επιτέλους να υπάρξει ένα επίσημος μηχανισμός που να δημιουργεί κίνητρα και όφελος για όλους. Και για τους ιδιοκτήτες και για τους άνθρωπους που χρειάζονται προσιτή στέγη”, μου λέει η Δήμητρα Σιατίτσα, που συμμετέχει σε μια έρευνα για την Προσιτή Κατοικία στη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη. “Υπάρχουν παραδείγματα από την Ισπανία, το Βέλγιο και αλλού, που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Το κτηριακό απόθεμα στη χώρα είναι τεράστιο και την ίδια στιγμή υπάρχουν αναρίθμητοι άνθρωποι σε αναζήτηση στέγης. Και πρέπει να γίνει πιο συστηματοποιημένα”.
Τα σχήματα που προτείνει η Δήμητρα είναι ποικίλα και εφαρμόζονται ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις: Από Υπηρεσίες επιδότησης Ενοικίου που μεσολαβούν ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και ανθρώπους σε αναζήτηση στέγης και επιδοτούν μέρος ή ολόκληρο το ενοίκιο υπό προϋποθέσεις, μέχρι συμφωνίες ανάμεσα ιδιοκτήτες που επιτρέπουν σε ανθρώπους να μένουν στην ιδιοκτησία τους με την προϋπόθεση ότι θα αναβαθμίσουν την κατοικία και θα καλύπτουν τους λογαριασμους τους.
Για την ώρα, τα όποια παραμελημένα σπίτια και οι αχρησιμοποίητες δομές στα δυτικά της Θεσσαλονίκης μετατρέπονται σε επικράτειες όπου βρίσκουν καταφύγιο αχαρτογράφητοι άνθρωποι. Ανάμεσά τους, πράγματι και ορισμένοι που ψωμίζονται με τρόπους που θεωρούνται παράνομοι. Εκτός νόμου, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται άλλοτε θύτες και άλλοτε θύματα, άλλοτε κλέφτες και άλλοτε θηράματα σε ένα κυνήγι χωρίς κυρώσεις. Kάτω από τα θεσμικά ραντάρ ξετυλίγεται ένα παιχνίδι αντίρροπων δυνάμεων, που στιγματοποιεί σύνολο τον προσφυγικό πληθυσμό ως εγκληματική δημογραφία και ισχυροποιεί ακραίες πολιτικές δυνάμεις που τροφοδοτούνται από αυτό το χάος. Για να αντιμετωπίσουν την άτυπη στέγαση ανθρώπως σε ανάγκη που πληρώνουν μίσθωμα σε άτυπους ιδιοκτήτες, οι γείτονες στρέφονται σε άτυπους κηνυγούς, που αναπληρώνουν έναν ρόλο προστάτη.
Αλλά το πρόβλημα δε βρίσκεται στους παίκτες που κερδίζουν από αυτόν τον κοινωνικό αυτοματισμό. Το πρόβλημα βρίσκεται στη δεδηλωμένη απροθυμία του Κράτους να ενεργοποιήσει κάποιον μηχανισμό εκτός του αστυνομικού και να κινήσει έναν προνοιακό μηχανισμό ώστε να αντιμετωπίσει τη γενικευμένη φτώχεια που γεννά ανασφάλεια. Όλα αυτά είναι φαινόμενα και απεικάσματα μιας απόλυτης ρευστότητας, μιας πολιτικής απραξίας, μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατίας, και ενός θεσμικού κενού που απονεκρώνει κτήρια και δεσμεύει ανθρώπους.
Αδιάφορο για λύσεις στο μεγάλο ζήτημα της στέγασης, της εργασίας, της περίθαλψης που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι ανεξαρτήτως καταγωγής, το κράτος πρόνοιας αντικαθίσταται από μια αστυνομία που αναλαμβάνει να καταστείλλει τις ενέργειες ανθρώπων που τοποθετούνται στο γεωγραφικό και κοινωνικό περιθώριο.
Αν λοιπόν υπάρχει ένα επιμύθιο από όλη αυτή την πελώρια παρεξήγηση αυτό περιστρέφεται γύρω από μια αρκετά μπανάλ και κλισέ υπενθύμιση. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι περισσότερη αστυνομία, αλλά μια πιο μακροπρόθεσμη πολιτική που να προσπαθήσει να σχεδιάσει και να δημιουργήσει συνθήκες προσιτής κατοικίας, περίθαλψης και ζωής για όλους.