Όποτε υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι κυβερνητικοί υπάλληλοι ερωτούνται για την πλήρη απουσία της κοινωνικής κατοικίας από την ευρύτερη συζήτηση για την πρόνοια όσο και από την στρατηγική για την ένταξη των προσφύγων, επιστρατεύουν μια πολύ χρήσιμη δικαιολογία: «κοινωνική κατοικία, θα σήμαινε κοινωνικό αποκλεισμό.»
Το κυβερνητικό αυτό σόφισμα, που ακούγεται από κυβερνητικά χείλη για να δικαιολογήσει την απόλυτη και διαχρονική απουσία της στέγασης από τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, συνδέει την κοινωνική κατοικία με τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια και το έγκλημα. Λες και είναι εγγεγραμμένο το έγκλημα και ο αποκλεισμός στο γονιδίωμα κάθε κατασκευής που προβλέπεται να γίνει κοινωνική κατοικία.
Αυτό που αποκρύπτει το σόφισμα είναι η συνεισφορά των πολιτικών αποφάσεων στην υποβάθμιση της «έννοιας» της κοινωνικής κατοικίας. Η συντονισμένη απορρύθμιση των κοινωνικών πολιτικών για τη στέγαση, σε αναρίθμητες χώρες, μετέτρεψε τις κοινωνικές κατοικίες σε προσωρινές λύσεις επείγουσας στεγαστικής ανάγκης για τους πλέον ευάλωτους. Και αυτή η ενορχηστρωμένη κρατικά δημογραφική συσσώρευση των πλέον ευάλωτων σε κοινωνικές κατοικίες, επέτρεψε να γεννηθεί αυτό το σόφισμα που λέει πάντα τη μισή αλήθεια.
Στην ελληνική περίπτωση, όπου δεν υπηρξε ποτέ κοινωνική πολιτική για τη στέγαση, το σόφισμα χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την συνέχισης της κυβερνητικής απραξίας για τη στέγαση. Αν “κοινωνική κατοικία σημαίνει κοινωνικό αποκλεισμό τότε καλά κάνουμε και συνεχίζουμε να αγνοούμε πλήρως τις στεγαστικές ανάγκες αναρίθμητων ανθρώπων». Το σόφισμα αναπαράγει το ελληνικό μοντέλο κοινωνικού κράτους που είναι γεμάτο κουσούρια και από το οποίο πάντα απουσίαζε το ζήτημα της στέγασης, που εθεωρείτο αντικείμενο μέριμνας της οικογένειας ή του ατόμου.
Αυτό το σόφισμα λοιπόν επιστρατεύεται από μια κυβέρνηση που επιχειρεί να ρευστοποιήσει απόλυτα τηστεγαστική αγορά. Κυρίως με τον πτωχευτικό νόμο και τη ρευστοποίηση της πρώτης κατοικίας και κάθε κατοικίας. Με τον πτωχευτικό νόμο επιχειρειται εκ νέου μια αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω με τη δημιουργία ενός στεγαστικού χαρτοφυλακίου προς πώληση σε μεγαλοϊδιοκτήτες.
Το στεγαστικό απόθεμα που απομένει στην αγορά σε προσιτές τιμές είναι επίσης άνισα κατανεμειμένο και δημιουργεί μια στεγαστική ιεραρχία και έναν κοινωνικό ανταγνωνισμό. Δια της συνειδητής απραξίας του το κράτος αναπαράγει τις στεγαστικές προκλήσεις, ατομικοποιώντας την ευθύνη ως προς την αναζήτηση στέγης σε συνθήκες τεχνητής στεγαστικής σπάνης.
Ένα παράδειγμα αυτής της ιεραρχίας:
– Κάποια/ος που έχει μια καλή δουλειά μπορεί να πληρώσει ένα ακριβό νοίκι ενώ μια/ένας άνεργη/ος ή υποαπασχολούμενα/ος νέα/ος δεν έχει αυτή τη δυνατότητα και είτε μένει με γονείς ή ζει μαζί με άλλους συνωστισμένος σε στενά σπίτια για να μπορεί να “βγαίνει”.
– Άνθρωποι με «νομιμοποιημένους» βίαιους συντρόφους λόγω της βαθειάς έμφυλης βίας βρίσκονται σε διαρκή φόβο και κίνδυνο. Το σπίτι τους γίνεται μια παγίδα.
– Άνθρωποι από την LGBTQ+ κοινότητα αναγκάζονται λόγω μειωμένου εισοδήματος να γυρίσουν στην γονεακή εστία από την οποία προσπάθησαν να ξεφύγουν και υφίστανται μια πίεση λόγω ενδοοικογενειακών προκαταλήψεων.
– Άνθρωποι πρόσφυγες που δεν έχουν πρόσβαση σε άτυπα δίκτυα μέσα από τα οποία συχνά οι «γηγενείς» βρίσκουν στέγη σε προσιτή τιμή, είναι αναγκασμένοι είτε να συνωστίζονται σε σπίτια ή να μένουν στον δρόμο (στην πλατεία Βικτωρίας καλή ώρα).
Είναι δύσκολο να βρεθούμε μαζί αυτοί οι άνθρωποι, να ενώσουμε τα στεγαστικά μας αιτήματα και να απαιτήσουμε πρώτα να αναγνωριστεί το στεγαστικό ζήτημα και έπειτα να συγκροτηθεί μια πολιτική για τη στέγη.