1. Στις ευρύχωρες προβλήτες του σαλονικιώτικου λιμανιού αποβιβάζονται και επιβιβάζονται με ανθρώπινη ή αντικειμενοποιημένη μορφή, οι ροές του παγκόσμιου κεφαλαίου. Επιβάτες στα cruise ships, σφραγισμένα κοντέινερ με νόμιμα και παράνομα εμπορεύματα στα containerships, φορτηγά οχήματα στα ro-ros, χύδην φορτίο και πρώτες ύλες στα bulk carriers, πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο στα tankers, διαμετακομίζονται από και προς τη μεσογειακή λεκάνη και τη βαλκανική ενδοχώρα. Η χύδην σκόνη νικελίου, άνθρακα και άλλων πρώτων υλών, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αποσυναρμολογημένες σωλήνες, ρούχα, συσκευασμένα τρόφιμα, ναρκωτικά, παρκάρονται εκεί για να διαμετακομιστούν αφού φορτο-εκφορτωθούν από τους λιμενεργάτες και τους χειριστές των γερανών, για να κάνουν πλουσιότερους τους εφοπλιστές, τους μεταπράτες, τους μετόχους-ιδιοκτήτες του ιδιωτικοποιημένου ΟΛΘ.
Στη φτηνή γη της δυσφημισμένης δυτικής εισόδου, δίπλα στη λιμανίσια δράση που ενορχηστρώνει το κεφάλαιο, συνέρρευσαν οι μορφές ζωής των φτωχών και των ανεπιθύμητων: εργάτες που παρέχουν την αναγκαία εργασία τους στους εφοπλιστές και τους μεταπράτες, φορτηγατζήδες και φορτοεκφορτωτές στα κέντρα logistics, η πορνεία του δρόμου και των σπιτιών που δεν ικανοποιεί πια τον στρατό της ανατολής αλλά την ντόπια καύλα, τσιγγάνοι και πρόσφυγες που βγαίνουν από τα κατειλημμένα χαμόσπιτα με τα trailers τους, για να μαζέψουν τα περίσσια υλικά, που ξεμένουν σαν ιδρώτας της καπιταλιστικής ροής, για να την πουλήσουν στους αμέτρητους σκραπατζήδες των δυτικών, για ένα στραγάλι το κιλό.
Η φτηνή γη όταν ελέγχεται από ένα καθεστώς που κερδοφορεί από το εμπόριο, καταλαμβάνεται από την αλητεία της φτωχολογιάς που προσφέρει φτηνά εργατικά χέρια στους μεταπράτες. Η φτηνή γη όταν ελέγχεται από ένα καθεστώς που κερδοφορεί από ενοίκια, σημαίνει υψηλά περιθώρια κέρδους σε περίπτωση ανατίμησης και gentrification για τους ραντιέρηδες. Αν μετά τη κρίση όλη η χώρα έγινε μια απέραντη επικράτεια φτηνής γης, πρόσφορη για κερδοφόρες επενδύσεις στο real estate, τα δυσφημισμένα σημεία της μητρόπολης παρείχαν τα πεδία με το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Η φτηνή γη της δυσφημισμένης δυτικής θεσσαλονίκης ήταν το σημείο που επελέγη πρώτο, από αυτό το μεταμορφωμένο κεφάλαιο, ώστε να παρκάρει το συσσωρευμένο χρήμα, φτιάχνοντας νέα κτίρια για πλούσιους χρήστες. Και οι μορφές ζωής που δημιουργήθηκαν και φώλιασαν στον λαϊκό, πατριαρχικό καπιταλισμό της ερωτικής πόλης, εκτοπίζονται τώρα που αυτός ο καπιταλισμός αποφλοιώνεται, για να δώσει χώρο στους ραντιέρηδες.
Πρώτα πάρκαραν χρήμα οι εφοπλιστές του ομίλου Χανδρή που φτιάξανε το the met hotel μέσα στη γειτονιά των πορνείων, και βάλανε τη δεξιοκρατούμενη βουλή, το ευλογημένο έτος 2014, να νομοθετήσει την απαγόρευση πορνείων σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων μέτρων από ξενοδοχεία άνω των τριών αστέρων. Αποχαιρετισμός στα μπουρδέλα της οδού ανδρέα γεωργίου. Έπειτα φτιάχτηκε mall, ιδιωτικοποιήθηκε το λιμάνι, πήρε μπροστά το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Φτωχοί μικροϊδιοκτήτες γης, που είδαν σε αυτή την επενδυτική δράση μια ευκαιρία να ρεφάρουν, έφτιαξαν το δικό τους μικρό τάγμα εφόδου και άρχισαν να κάνουν άτυπες εξώσεις τσιγγάνων και προσφύγων που ζούσαν στα εγκαταλελειμμένα χαμόσπιτα. Η συρρέουσα πελατεία των ραντιέρηδων άρχισε να ζητά από τους μπάτσους να παίρνουν τις πουτάνες της γιαννιτσών για εξακρίβωση στοιχείων στο μακρυνό τμήμα της θέρμης αντί για το τοπικό τμήμα της μοναστηρίου, ώστε να τις εμποδίσουν να γυρίσουν στη δουλειά τους το ίδιο βράδυ. Αλλά και οι μπάτσοι αστικοποίησαν τις επαναπροωθήσεις που μέχρι τότε περιορίζονταν στα σύνορα και τσιμπούσαν τους πρόσφυγες από τα δυτικά, ενώ συστηματοποίησαν και την κλοπή χρημάτων από τους υπό επαναπροώθηση πρόσφυγες αναβαθμίζοντας και επισήμως το αστυνομικό σώμα σε οργανωμένη παρακρατική συμμορία. Η γλυκιά καταστολή του εξευγενισμού.
2. Το γαρμπίλι και ο ασβεστόλιθος που εξορρύσσονται από τα λατομεία της τιταν και της lafarge δένουν το μπετό που ανακατεύεται μέσα στα περιστρεφόμενα σιλό στις μονάδες παραγωγής. Οι οδηγοί των φορτηγών το χύνουν στα εργοτάξια χωρίς ερωτήσεις. Και οι εργάτες κατασκευάζουν, χωρίς ενστάσεις, την πόλη που προκύπτει μετά την κατάρρευση. Μπροστά από ένα αντλιοφόρο φορτηγό στημένο ανάμεσα στα πορνεία της κακόφημης οδού νικηφόρου ουρανού, ένας εργάτης κατευθύνει με τους μοχλούς ενός τηλεχειριστηρίου περασμένου στη μέση του, την αντλία, ενώ ένας άλλος συγκρατεί το στόμιο της με τα χέρια του, ώστε το μπετό να πέσει σωστά για να δώσει μορφή στο κτίριο που σχεδιάστηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο divercity architects για να γίνει το office space με τον όμορφο τίτλο hub26. Μαέστρος της κατασκευής είναι η εταιρεία dimand, που με τη χρηματοδοτική στήριξη της prodea AΕΕΑΠ (aka εθνική τράπεζα) συντονίζει τις στιγμές κατασκευής: την αγορά πτωχευμένων οικοπέδων, τη κατεδάφιση κτιρίων, την κατασκευή νέων, τον τεμαχισμό τους και την εύρεση αγοραστών/ενοικιαστών για κάθε τεμάχιο: λογιστικά γραφεία, ναυτιλιακές εταιρείες, επενδυτές και εργαζόμενοι στους κλάδους του real estate και του τουρισμού, που μετά την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού κοινωνούν την πίστη για την αναβάθμιση της περιοχής.
Σήμερα στο ηλεκτρονικό αρχείο του τεχνικού επιμελητηρίου πληθαίνει η λίστα με εγκεκριμένες άδειες για κατεδαφίσεις, επισκευές και νέες κατασκευές. Είναι η αθόρυβη αναπαράσταση της θορυβώδους κατασκευαστικής δραστηριότητας που δίνει σχήμα στο νέο πεπρωμένο της περιοχής. Το hub26 είναι ένα μονάχα σημείο στον αστερισμό των κτιρίων που χτίζονται πάνω στα πτώματα του χρέους για να γίνουν γραφεία, ξενοδοχεία και serviced apartments για τουρίστες, expats, ψηφιακούς νομάδες, αγοραστές golden visa και «υψηλής ειδίκευσης» εργαζόμενους. Το δυτικό τοπίο – αποσυναρμολογημένη ιστορία σε συσκευασία χώρου – επανασυναρμολογείται καθ’εικόνα του συλλογικού ραντιέρη. Και ο ήχος που έρχεται από τα εργοτάξια της επανασυναρμολόγησης καλύπτει τους ήχους των κατεδαφίσεων και των εκτοπισμών των τσιγγάνων, των αστέγων, των χωρίς χαρτιά που κυλάνε τα καρότσια τους από τον έναν κάδο στον επόμενο μαζεύοντας τα απομεινάρια του διωγμού τους.
3. Ο Andreas Malm γράφει στο εγχειρίδιό του με τίτλο «how to blow up a pipeline» ότι για να σταματήσουμε τη κλιματική αλλαγή ίσως θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στο ρεπερτόριο των δράσεών μας την εμπρόθετη καταστροφή των αγωγών του δικτύου μεταφοράς και διανομής ορυκτών καυσίμων. Να διακοπεί η ροή. Κοιτάζω προς το δρόμο, προς αυτό το δαιδαλώδες δίκτυο γραμμών φτιαγμένων από χαλίκι, πίσσα και άσφαλτο που έστρωσαν οι εθνικοί μας κατασκευαστές για να εξασφαλίζουν εγγυημένη κερδοφορία μετατρέποντας τον πληθυσμό σε ένα σύνολο από «πολιτισμένα» υποκείμενα που εξαρτούν την επιβίωση τους από τη δυνατότητα να μετακινούνται σε ασφαλτοδρωμένο δρόμο. Ο δρόμος επιτρέπει τη ροή των στοιχείων που συνθέτουν τις πόλεις που στεγάζουν τις νευρώσεις μας. Ποιος θα διακόψει αυτή τη ροή μέσα από την οποία πλέον κυλάει ο χώρος που φτιάχνουν σταθερά οι ραντιέρηδες εναντίον μας;
Η εργάτρια; Στη μοντέρνα κατασκευή ο εργάτης υφίσταται τις συνέπειες μιας Κοπερνίκειας επανάστασης: μεταφέρεται από το κέντρο του συστήματος παραγωγής του χώρου στη άκρη του και ύστερα στον πάτο του: είναι αντικαταστήσιμος. Κάτω από την απειλή της ανεργίας δέχεται την επέκταση της εργάσιμης ημέρας ή την εντατικοποίηση της εργασίας του. Ήττα της εργάτριας δε σημαίνει αποκλειστικά χαμηλότερη αμοιβή για τους κόπους της, αλλά τη λήθη και την απώλεια ενός πιο φιλόδοξου στόχου: να έλεγξουμε τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εργασίας. Είναι καιρός τώρα που οι εργάτες ξεχάσαμε να ζητάμε κάτι άλλο παρά συμμετοχή στην τελειοποίηση των εργαλείων της καταπίεσης μας. Θυμόμαστε μόνο να ζητάμε καλύτερους μισθούς για να εξαγοραστεί η συνενοχή μας και να συμμετέχουμε γλυκά, χωρίς ενστάσεις στον όλεθρό μας.
Στην κατασκευαστική διαδικασία οι οικοδόμοι έχουν γίνει υποταγμένα εξαρτήματα μιας αντλίας, ένα εύκολα αντικαταστάσιμο εργατικό δυναμικό. Δε χτίζουν παρά κατευθύνουν το ήδη έτοιμο μπετό για να δώσουν μορφή στο έργο του αρχιτέκτονα-αυθεντία. Καμιά μας δε μπορεί να πείσει το σωματείο των οικοδόμων να σταματήσουν να χτίζουν για 55 ευρώ/κυβικό απρόσιτα σπίτια που πωλούνται 3.000 ευρώ/τετραγωνικό. Οι οικοδόμοι μοιάζουν με το φουκαρά που αναγκάζεται να πουλάει τα υλικά του διωγμού του σε τιμές τόσο χαμηλές ώστε να είναι ασύμφορο προς τους σκραπατζήδες να τον αντικαταστήσουν. Ίσως θα έπρεπε να στραφούμε στους οδηγούς/χειριστές των φορτηγών και να τους ζητήσουμε να σταματήσουν να ρέουν στους δρόμους των ραντιέρηδων και να οδηγούν την πρώτη ύλη στα εργοτάξιά τους. Ο οδηγός του αντλιοφόρου δεν έχει καθυποταχθεί πλήρως στη μηχανή, είναι ο αναγκαίος χειριστής της, μελετητής και γνώστης της. Ένας λάθος χειρισμός της μπορεί να μπλοκάρει τη λειτουργία της. Η αντικατάστασή του σημαίνει χαμένο χρόνο. Ίσως ο χειριστής της αντλίας, που δεν είναι εύκολα αντικαταστήσιμος, να είναι το κλειδί για να επιτύχουμε τη διακοπή.
4. Μα οι οδηγοί δεν πείθονται. Οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Ποιοῦσι χώρους που ανήκουν εκ των προτέρων σε ραντιέρηδες, που μετατρέπουν τις πόλεις σε πεδία συλλογής ενοικίου. Στην επίσημη ακαδημαϊκή γλώσσα η κυριαρχία των ραντιέρηδων ονομάζεται «καπιταλισμός της προσόδου» (rentier capitalism), γιατί το κέρδος τους δεν προκύπτει από κάποια υπηρεσία που προσφέρουν ή κάποιο εμπόρευμα που παραγουν, αλλά μέσα «από την κατοχή και τον μονοπωλιακό έλεγχο σπάνιων περιουσιακών στοιχείων υπό συνθήκες περιορισμένου ή μηδενικού ανταγωνισμού» (Christophers, 2020, σ. xx–xxvi). Δηλαδή από τα μπιλιετάκια που μας κόβουν για να μας επιτρέπουνε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε με τις λιγότερες δυνατές απώλειες ως αυτό που έχουμε καταντήσει να είμαστε.
Τους ανήκουν δρόμοι, πάρκινγκ, μέσα μεταφοράς, δίκτυα διανομής ενέργειας, νερού, θέρμανσης, σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές. Τώρα τους ανήκουν και τα σπίτια μας. Πώς έγινε; Πρώτα εκτεθήκαμε μαζικά σε χρέος (δηλαδή τωρινή αγοραστική δύναμη που αγοράζεται με μελλοντική εργασία). Έπειτα ήρθε η κατάρρευση και το κεφάλαιο σταμάτησε να μας ανταμείβει για την εργασία μας, αλλά δε σταμάτησε να μας ζητάει την αποπληρωμή των δόσεων για τα δάνεια. Τα σπίτια μας που είχανε μπει εγγυήσεις πλειστηριάζονται και αγοράζονται κοψοτιμής. Αν το σπίτι είναι σε ανερχόμενη περιοχή, έρχονται οι μπάτσοι και βγάζουν τον παλιό ιδιοκτήτη, έπειτα το σπίτι ανασκευάζεται για να στεγάσει τη ζήτηση που δημιουργεί το κράτος με χρυσές βίζες, τουριστικά spots, expats ή προσφέροντας νέα δάνεια. Αν το σπίτι είναι σε περιοχή που δεν αρέσει στα τουριστόνια, ο πρώην ιδιοκτήτης γίνεται ενοικιαστής να πληρώνει δόσεις να εξασφαλίζει μια εισοδηματική ροή στον αναγκεμένο ραντιέρη. Οι κατοικίες γίνονται μηχανές ιδιοποίησης αξίας μέσα από δυο ταυτόχρονες και αλληλοεξαρτώμενες ροές – ως τίτλοι πακετάρονται και πουλιούνται αποφέροντας κέρδη σε κλαδους του χρηματιστικού κεφαλαίου· ως μονοπωλιακά ελεγχόμενα περιουσιακά στοιχεία αποφέρουν ενοίκιο που καταβάλεται από τους χρήστες-ενοικιαστές προς τους νέους ιδιοκτήτες.
5. Αλλά δεν γίνεται πολύς θόρυβος. Για να καταλάβουμε γιατί, μας βοηθάει το κακοσυντηρημένο αρχείο παλιών εφημερίδων της θεσσαλονίκης. Πάρτε για παράδειγμα το μακρινό 1929, όταν η ΧΑΝ θεσσαλονίκης προσκάλεσε ομιλητή να παρουσιάσει ένα περίφημο βιβλίο για «τη πολιτισμική ανωτερότητα των αγγλοσαξόνων». Ο εισηγητής υποστήριξε ότι ανάμεσα στα άλλα στοιχεία του «ιδιαίτερου αυτού πολιτισμού», αυτό που νομίζει ότι κάνει τους αγγλοσάξονες ανώτερους είναι ο τακτοποιημένος οίκος, ο νοικοκυρεμένος τρόπος οργάνωσης μιας ζωής που αρμόζει σε έναν πολιτισμένο άνθρωπο. Δεν είναι η αποικιοκρατία της βρετανίας και τα σκλαβοπάζαρα που έκαναν το city πλούσιο, αλλά το βρετανικό υπολογιστικό και νοικοκυρεμένο υποκείμενο, που οργανώνει τη ζωή του, πολιτισμένα, μέσα στο κάστρο του.
Αυτό το άρθρο γραμμένο πριν από μια εκατονταετία περίπου είναι η παλιότερη απόδειξη μιας άποψης που τυπώνεται στο συλλογικό μας ασυνείδητο επί χρόνια. Εδώ και δεκαετίες εκπαιδευόμαστε να οργανώνουμε τη ζωή μας και να επιδεικνύουμε τη νοικοκυροσύνη μας μέσα από την απόκτηση και επίδειξη συμβόλων που επιβραβεύονται κοινωνικά με ένα μπράβο. Τώρα που αυτά τα σύμβολα εκποιούνται από τους ραντιέρηδες, η απώλεια φέρνει ντροπή και η ντροπή σιωπή. Ακούμε μόνο τις φωνές όσων είναι ακομπλεξάριστες αρκετά ώστε να φανερώσουν σε μια συλλογικά ηττημένη κοινωνία ότι ηττηθήκανε προσωπικά. Οι υπόλοιπες κάνουμε ότι δεν ακούμε.
Η κατοικία υπήρξε σταθερά η χωρική οργάνωση της πατριαρχικά οργανωμένης οικογένειας, ναός ανισότητας και εκμετάλλευσης απλήρωτης εργασίας των αποσιωπημένων μελών του νοικυριού, σημείο στήριξης της πολιτικής οικονομίας της πελατειακότητας και του ρουσφετιού, συμπλήρωμα του κουτσού συστήματος πρόνοιας που μοιάζει με φιλανθρωπικό ίδρυμα. Αλλά η κατοικία δεν είναι μόνο η χωρική μορφή μιας κοινωνικής σχέσης αλλά και αντικειμενική υποδομή που για να γίνει κατοικήσιμη πρέπει να συνδέεται με μια σειρά από δίκτυα (νερού, ηλεκτρισμού, θέρμανσης) και υπηρεσίες (αναψυχή, νοσοκομεία, σχολεία). Οι ανέσεις μιας κατοικίας που είναι συνδεδεμένη με αυτά τα δίκτυα επιτρέπουν σε ορισμένα υποκείμενα να αυτοπαρουσιάζονται ως «πολιτισμένα», καταντιστοιχία του αγγλοσαξωνικού ανθρωπότυπου.
Σήμερα όμως αυτά τα δίκτυα έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Η παραγωγή, η διανομή και η προμήθεια των αγαθών του πολιτισμού ανήκουν σε ραντιέρηδες που για να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να θεωρούμε εαυτούς πολιτισμένους ζητάνε νοίκια. Τον πολιτισμό που ντυθήκαμε πρέπει να τον πληρώσουμε. Και όσες δεν έχουμε να δώσουμε, απειλούμαστε με πτώση στη βαρβαρότητα. Μας γδύνουν από τις στρώσεις του πολιτισμού, μας αποφλοιώνουν αργόσυρτα, μας βλέπουνε βασανιστικά να εκτοπιζόμαστε από τη θέση του «πολιτισμένου» στη θέση του «άλλου»; Αλλά ξέρουμε από προσωπική εμπειρία ότι σε αυτό το μέρος της γης, τους «άλλους» δεν τους ακούμε. Γι’αυτό οι ηττημένοι δεν μιλάνε. Σιωπούν επειδή φοβούνται ότι αν μιλήσουν θα αποσιωπηθούν.
6. Το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι το σημείο όπου εμφανίζεται η ρωγμή. Ρωγμή στο υποκείμενο σχηματίζεται λόγω έλλειψης εκπλήρωσης των τελετουργικών που προσφέρουν ικανοποίηση. Ο παππούς Μαρξ, στην πρώτη σελίδα του κεφαλαίου, υπενθυμίζει ότι η ανάγκη, ανάγκη παραμένει είτε προκύπτει από το στομάχι είτε από το μυαλό. Τώρα αυτά που χρειάζονται το στομάχι και το μυαλό του κάθε υποκειμένου για να ικανοποιηθούν διαμορφώνονται από το επίπεδο της κοινωνίας στην οποία έτυχε να βρεθεί. Καθορίζεται μέσα από συλλογικούς αγώνες, τυπώνεται στη συλλογική μας μνήμη και επιτελείται ως κοινωνική πρακτική. Εν ολίγοις συμπυκνώνεται στο τί έχουμε μάθει να θεωρούμε ότι δικαιούμαστε. Βρισκόμαστε στην αμήχανη συγκυρία, όπου το ρολινστοουνικό «I can’t get no satisfaction» των μπούμερς γίνεται επίκαιρο, για λόγους απρόσμενα διαφορετικούς (η ιστορία σαν φάρσα). Πλέον ανικανοποίητο δεν είναι το αδηφάγο υποκείμενο της κοινωνίας της αφθονίας, αλλά το ορφανό υποκείμενο της λιτότητας, που χάνει τους καλούς αγωγούς της επιθυμίας που μέχρι πρότινος θεωρούσε δεδομένους.
Τα επίπεδα αντοχής έχουν μεγάλη σημασία για να καταλάβουμε τον πήχη και τα σημεία στα οποία προκύπτει ρωγμή. Τα επίπεδα αντοχής (δηλαδή το πόσο πόνο μπορείς να αντέξεις πριν πεις φτάνει) έχει άμεση σχέση με την ιστορική διαμόρφωση της ανάγκης. Τα επίπεδα αντοχής προκύπτουν από το πόσο ζωηρές έχουν μείνει οι μνήμες αγώνα. Προκύπτουν όμως και ατομικά από το εύρος της μετακίνησης ενός υποκειμένου από τη προηγούμενη θέση του: άλλο πράγμα να χάνεις από τη θέση του μόνιμα χαμένου και άλλο πράγμα να χάνεις έχοντας συνηθίσει να νικάς. Και αυτό που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία είναι η ήττα όσων δεν είχαν συνηθίσει να χάνουν: στον πολιτικό λόγο περιφράζονται ως μεσαία τάξη ενώ είναι εργάτες με προνόμια που τώρα τους τα παίρνουν οι ραντιέρηδες. Η Isabel Lorey το λέει ωραία: πλέον η επισφάλεια δεν περιορίζεται μόνο στο περιθώρια αλλά φτάνει στον κοινωνικό πυρήνα.
Η κρίση ήταν μόνιμη για όσες βρίσκονται μόνιμα στη θέση των χαμένων (γυναίκες, μετανάστες, τσιγγάνοι, μειονότητες). Κατανοήθηκε ως κρίση όταν η μορφή ζωής που αντιστοιχεί στην ελληνική εκδοχή της μεσαίας τάξης έχασε μαζικά την εύκολη πρόσβαση στα αντικείμενα μέσα από τα οποία επιτελούσε τα πατριαρχικά, κακόγουστα αλλά πάντα ικανοποιητικά και κοινωνικά επιβραβευμένα τελετουργικά της. Βασικό στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητας του μεσαιοταξίτη υπήρξε η πατριαρχικά οργανωμένη, ιδιόκτητη κατοικία, συχνά αποκτημένη μέσα από τη χρήση των νημάτων της πολιτικής οικονομίας της πελατειακότητας. Η απώλεια της ιδιόκτητης κατοικίας φέρνει βραχυκύκλωμα στις επιτελέσεις της ελληνικής πατριαρχίας και δημιουργεί μια αίσθηση πτώσης.
Οι ηττημένοι, πρώην μικροαστικοποιημένοι εργάτες σε φάση προλεταριοποίησης, υπό συνθήκες αποδιοργανωμένης εργασίας καταφεύγουν στον φασισμό. Στην Ελλάδα ένα μέρος αυτών επιλέγει τη βία και τις γυναικοκτονίες. Η πολιτική οικονομία του πελατειασμού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική οικονομία της βίας ενάντια στις γυναίκες. Αρσενικότητες που φτιάχτηκαν σε «πολιτισμένα» νοικοκυριά τώρα δε μπορούν να εκπληρωθούν. Τα αυθαίρετα όπου επωάστηκαν οι αρρενωπότητες, με αντίτιμο την πολιτική υπακοή, τώρα τις ζητά το διεθνές ραντιέρικο κεφάλαιο ως προϋπόθεση για τη κερδοφορία του. Και οι αρσενικότητες μένουν ορφανές. Οι πατριάρχες της ζωής μας καταρρέουν γιατί χάνουν τους αγωγούς μέσω των οποίων διατηρούν μια δομή στην οποία κατέχουν θέση gatekeeper. Χωρίς σταθερή εργασία και χωρίς ιδιόκτητη κατοικία δε μπορούν να εξαγοράσουν την υπακοή. Μένει μόνο η ενδο-οικογενειακή εξουσία γυμνή: η παγίδα χωρίς το τυράκι. Και πολλοί από τους πατριάρχες της ζωής κατά τη πτώση τους παίρνουν μαζί τους στο θάνατο τα υποκείμενα, το βλέμμα των οποίων χάνουν.
7. Η Νέα μας Δημοκρατία, από παλιά έχει κληρονομήσει τις δικές της μνήμες διαχείρισης του πληθυσμού. Το πολιτικό προσωπικό της γνωρίζει πως να μετατρέψει την επισφάλεια σε εργαλείο κυβερνησιμότητας: διαμορφώνοντας ένα κλίμα εχθρικό προς τη συνδικαλιστική οργάνωση, και ένα οικονομικό κλίμα που χαρακτηρίζεται από την «άτυπη», επισφαλή εργασία, πολλοί νέοι προλετάριοι κρατήθηκαν μακρυά από κάθε κίνημα και τα βγάζουν πέρα με τη βοήθεια πολιτικής φιλανθρωπίας. Αντί για εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν μέσω συλλογικών αγώνων στο σημείο παραγωγής, οι φτωχοί εξαγοράζονται με φιλανθρωπικές παροχές πόρων που γίνονται σπάνιοι και διανέμονται με αντάλαγμα την πολιτική υπακοή. Αυτή η πολιτική οικονομία της πελατειακότητας και το σύστημα πατρωνίας επέτρεψε σε αυτούς που μας καταστρέφουν να αποκτήσουν ερείσματα στην τάξη των φτωχών χωρίς να παραβιάζει τον έλεγχο του κεφαλαίου επί της εργασίας.
8. Ψάχνω τις ρωγμές. Ποιες είναι οι ομάδες που αν τις αφαιρέσεις από τη ροή βραχυκυκλώνει το σύστημα; Η εργασία, εξάρτημα των μηχανών; Οι πλεονασματικοί πληθυσμοί δίχως τους οποίους το σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει; Οι ενοικιαστές που υποφέρουν από τα νοίκια των ραντιέρηδων; Οι εκτοπισμένοι και οι αόρατοι, αυτοί που βρίσκονται στα περιθώρια του χώρου; Όλοι μαζί παρακαλάμε την εργασία να σταματήσει να φτιάχνει τις πόλεις που μας εκτοπίζουν. Από την περιφέρεια οι «χαμένες ιστορίες» ζητάνε λόγο στον χώρο. Αλλά όσο ηττημένοι είναι οι αόρατοι άλλο τόσο κουφοί είναι οι εργάτες στις κλήσεις των αποσιωπημένων. Ο εργάτης εργάζεται για να ζήσει. Ο μόνος τρόπος να υπάρξει ως αυτό που έχει γίνει είναι να παραμείνει χρήσιμος για το κεφάλαιο, που τον έχει υποτάξει με βία, πειθώ, ιδεολογία, φιλανθρωπία. Ο εργάτης χτίζει χωρίς ενστάσεις τους χώρους που θα στεγάσουν τις νευρώσεις μας, σχηματίζουν έναν αστικό χώρο κατανεμημένο σε σφαίρες χρηστών και χρήσης, ανάλογα με την εισοδηματική ικανότητα του κάθε υποκειμένου. Στο κέντρο οι πλούσιοι και οι τουρίστες, στην άκρη οι φτωχοποιημένοι, στις ανεπιθύμητες γωνιές του χώρου, οι πλεονασματικοί.
Πώς; Πώς θα επανακτήσουμε τη δυνατότητα να χτίσουμε όπως θέλουμε ή να καταστρέψουμε ότι μας σκοτώνει; Ίσως να ξεκινήσουμε να αποσυναρμολογούμε σιγά σιγά, ένα τούβλο τη φορά, ένα στρώμα του υποκειμενικού φλοιού μας τη φορά, όταν οι μπάτσοι δεν κοιτάνε. Ένα τούβλο τη φορά. Κλέψτε ένα τούβλο.