Σύνοψη: H οικονομία των περιφερειακών δήμων αναδιαρθρώνεται. Τα εργοστάσια έκλεισαν και η αγροτική γη συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων που μηχανοποιούν την παραγωγή. Οι πόλεις και τα χωριά των περιφερειακών δήμων συρρικνώνονται οικονομικά και δημογραφικά. Ο πληθυσμός που μεταναστεύει αφήνει τις κατοικίες όπου έμενε κενές. Ο υπόλοιπος άνεργος, υποαπασχολούμενος και φτωχοποιημένος πληθυσμός δεν μπορεί να αντέξει το οικονομικό κόστος των λίγων σπιτιών που παραμένουν προς ενοικίαση ή πώληση. Χρειάζεται άλλο παράδειγμα διαχείρισης της αγροτικής γης και στέγασης για να αντιστραφεί η πολύπλευρη συρρίκνωση.
Η αγροτική παραγωγή των περιφερειακών δήμων σε μεγάλο μέρος της στηριζόταν στις μικρές ιδιοκτησίες των «πολυσθενών» εργατών και των δημοσίων υπαλλήλων που συμπλήρωναν τον μισθό τους από το εργοστάσιο ή το δημόσιο με την μικρή αγροτική παραγωγή. Ωστόσο το κλείσιμο των εργοστασίων σήμανε και την αλλαγή της τοπικής αγροτική οικονομίας, γιατί δεν μπορούσαν όλοι οι πρώην εργάτες και οι οικογένειες τους να είναι αγρότες πλήρους απασχόλησης.
Η καλλιέργεια αγροτεμαχίων μικρής έκτασης ως βασική ή συμπληρωματική απασχόληση έχει γίνει ασύμφορη κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους της παραγωγής σε σχέση με την απαιτούμενη ένταση της εργασίας. Οι μικρές αγροτικές εκτάσεις γίνονται αντιπαραγωγικές, απαιτούν τεράστια αποθέματα εργασίας και αποδίδουν ελάχιστα στον μικροϊδιοκτήτη-παραγωγό. Το υψηλό κόστος μηχανολογικού εξοπλισμού, οι υψηλές απαιτήσεις σε καύσιμα, το αυξανόμενο κόστος καυσίμων, το υψηλό κόστος των (επιζήμιων) λιπασμάτων, το υψηλό κόστος των όλο και μικρότερων αποθεμάτων νερού για όσους δεν καταφεύγουν σε ιδιωτικές γεωτρήσεις, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων που είναι όλα προς εξαγωγή (καθώς έκλεισαν μεγάλες αγορές, οι παραγωγοί του ευρωπαϊκού Νότου προσπαθούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους σε συρρικνωμένες αγορές) οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις της ΚΑΠ που ενισχύουν τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης, κάνουν τις μικρής κλίμακας καλλιέργειες ασύμφορες για τους μικρούς ιδιοκτήτες-καλλιεργητές.
Και έτσι αυξάνονται οι τάσεις εγκατάλειψης των μικρών αγροκτημάτων. Οι οικογένειες των μικροκαλλιεργητών για να αποφύγουν την φορολογία για αχρησιμοποίητες εκτάσεις ή για να μαζέψουν χρήματα και να φύγουν (ή να στηρίξουν τη φυγή των παιδιών τους προς έναν τόπο όπου υπάρχει η ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος) τοποθετούν πωλητήρια στις εφημερίδες, γνωστοποιούν από στόμα σε στόμα, τις προθέσεις τους να πουλήσουν. Οι μικροί καλλιεργητές πωλούν τις εκτάσεις και τις ιδιοκτησίες τους, και γίνονται σε λίγες περιπτώσεις εργάτες γης και στις περισσότερες περιπτώσεις μετανάστες που φεύγουν για τα αστικά κέντρα της Ελλάδας και κυρίως του εξωτερικού.
Στον δήμο της Νάουσας, δεν υπάρχει ενδιαφέρον αγοράς για τις ορεινές μικρές ιδιοκτησίες, γιατί η πρόσβαση με μηχανήματα είναι δύσκολη, η εργασία πρέπει σε μεγάλο βαθμό να γίνει χειρωνακτικά, είναι απαιτητική. Οι εκτάσεις αυτές εγκαταλείπονται χωρίς να αγοράζονται. Η συγκεντροποίηση της γης συντελείται κυρίως στις εκτάσεις του κάμπου. Εκεί λίγοι γαιοκτήμονες συγκεντρώνουν σιγά-σιγά τα καμπίσια αγροκτήματα όπου η πρόσβαση μηχανημάτων είναι εύκολη. Η γη συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, αλλά με έναν τρόπο αργό, καθώς οι μεγάλοι καλλιεργητές περιμένουν να πέσουν ακόμα περισσότερο οι τιμές των μικρών ιδιοκτησιών γης που μειώνονται σταθερά όσο μένουν ακαλλιέργητες. Οι εκτάσεις συγκεντρώνονται, η εργασία μηχανοποιείται και «εξορθολογίζεται» για να παράγει μεγαλύτερο κέρδος γρηγορότερα.
Η μετανάστευση του πληθυσμού που πουλάει τις εναπομείνασες μικρές ιδιοκτησίες του, αποτυπώνεται στις κρατικές στατιστικές αλλά κυρίως στην καθημερινή ζωή του δήμου. Σταδιακά φτάνει και στα αυτιά της κεντρικής κυβέρνησης που πείθεται ότι πρέπει να αποσύρει υπηρεσίες και δομές μακριά από τα συρρικνωμένα περιφερειακά σημεία: αυτό αποτυπώνεται στην περίπτωση της Νάουσας κυρίως με τον διάλογο για την απομάκρυνση του νοσοκομείου από την πόλη.
Οι περιφερειακοί δήμοι υφίστανται μια διαρκή παρακμή: οικονομική, κοινωνική, δημογραφική και οικολογική.
Σε αυτή τη ιδιοκτησιακή ανατροπή συμπλέκονται οι κληροδοτημένες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, όταν η πλούσια βιομηχανική πόλη της Νάουσας και οι κάτοικοι της, στιγμάτιζαν τους κατοίκους των χωριών ως οπισθοδρομικούς και απολίτιστους «χωριάτες». Όσο και αν φαίνεται δευτερεύον, αυτό το στίγμα που γέννησε αισθήματα μνησικακίας στον πληθυσμό των χωριών αντικατοπτρίζεται στην τωρινή άρνηση τους να στηρίξουν περισσότερο από το αναγκαίο, την συρρικνωμένη οικονομία της πόλης της Νάουσας. Αυτή η μνησικακία είναι και το αίσθημα που δημιουργεί δεσμούς ανάμεσα σε μεγάλους και μικρούς γαιοκτήμονες και εργάτες γης των χωριών. Οι ενδυναμωμένοι ιδιοκτήτες γης και οι εργάτες γης έρχονται από και συγκεντρώνονται στα χωριά του κάμπου. Εκεί, στα καφενεία των χωριών δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα τους εκτός των άλλων και στη βάση της εκδίκησης τους για τις παρελθούσες προσβολές.
Ο στιγματισμός της περιφέρειας εκφράζεται και μέσα από τον κυρίαρχο δημοσιογραφικό και ακαδημαϊκό λόγο που αντανακλά αλλά και ενισχύει τις τάσεις μετανάστευσης. Ο υποτιμητικός λόγος περί «επαρχιωτισμού», περί «χωριατών» ομογενοποιεί τον πληθυσμό της υπαίθρου, στιγματίζοντας τον συνολικά ως οπισθοδρομικό, παρότι μέσα σε αυτό το πληθυσμιακό σύνολο εντοπίζονται τόσες διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: άνθρωποι σε ακραία επισφάλεια, άνθρωποι που βιώνουν μια αποσύνθεση της ζωής τους και που το τελευταίο πράγμα που αναζητούν είναι το στίγμα του «επαρχιωτισμού» αλλά και άνθρωποι με οργανωτική επάρκεια, ενέργεια, εκπαιδευτικό υπόβαθρο και δυνατότητες να συμβάλλουν σε μια αντιστροφή της συρρίκνωσης, που πλέον πείθονται ότι αντί να επιμείνουν στην οργάνωση μιας εναλλακτικής πρότασης που θα απαιτεί και σταθερή παρουσία στους περιφερειακούς δήμους θα πρέπει να αναζητήσουν την φυγή από έναν τόπο που στιγματίζεται και παρουσιάζεται ως απαράλλαχτος ομογενοποιημένος όχλος.
Ο στιγματιστικός λόγος αυτός ενισχύει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η περιφέρεια που παρουσιάζεται ως οπισθοδρομική γίνεται οπισθοδρομική, γιατί μεταναστεύουν (εκρέουν) από αυτήν οι άνθρωποι που αντιστέκονται στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων πελατειακότητας και εκμετάλλευσης. Και αυτή η εκμετάλλευση των πιο επισφαλειοποιημένων κοινωνικών ομάδων από τους ισχυρούς παράγοντες, πλέον πραγματοποιείται με λίγους πόρους. Οι άνθρωποι συμβιβάζονται πια με πολύ λίγα, όπως μια ολιγόμηνη, χαμηλόμισθη θέση εργασίας ή μια πολιτική χάρη που αντικαθιστά τη λειτουργία της πρόνοιας και της αλληλεγγύης.
Οι πολιτικοί επικεφαλής που διοικούν τους μικρούς τόπους συνήθως συμμορφώνονται με τις αποφάσεις που λαμβάνει η κεντρική κυβέρνηση. Ευθυγραμμίζουν τον τρόπο που βλέπουν τον τόπο τους με τον τρόπο που τον βλέπει η κεντρική κυβέρνηση. Μόνο που η κυβέρνηση δεν βλέπει τους περιφερειακούς δήμους παρά μόνον όταν πρόκειται να εγγυηθεί την κερδοφορία ιδιωτών που επενδύουν σε συγκέντρωση εκτάσεων, στη διαχείριση υποδομών, στον τουρισμό και την ενέργεια. Οι πολιτικοί επικεφαλής περιμένουν πόρους, αλλά αν και όταν αυτοί οι πόροι πράγματι έρχονται, αυξάνουν τα κοινωνικά ρήγματα στο εσωτερικό των περιφερειακών δήμων, ωφελούν τους λίγους που κατέχουν ιδιοκτησίες (γεωργικές, οικιστικές, εμπορικές) και ζημιώνουν τους πολλούς.
Οι πολιτικές που μονοπωλούν τον δημόσιο λόγο για την αντιμετώπιση αυτής της συρρίκνωσης αναπαράγουν ανεπαρκείς λύσεις: ιδιωτικοποίηση και παραχώρηση δημοτικών και δημόσιων ιδιοκτησιών, αναβαθμίσεις κτιρίων με δημόσια χρήματα για την προσέλκυση τουριστών, ενοικίαση ή πώληση αγροτικών εκτάσεων σε όσους κάνουν την υψηλότερη οικονομική προσφορά (κυρίως μεγάλους καλλιεργητές).
Οι πολιτικές αυτές υποστηρίζουν και υποστηρίζονται κυρίως από τους ιδιοκτήτες και εκμισθωτές που κερδίζουν από την αλλαγή της πολιτικής οικονομίας της περιφέρειας, αφήνοντας σε όλο και πιο δεινή θέση όσες και όσους δεν έχουν τη δύναμη να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος διαβίωσης, τους/τις μικρούς/ες καλλιεργητές, τους/τις χαμηλόμισθους/ες εργάτ(ρι)ες, τους/τις άνεργους/ες και τους/τις υπό-απασχολούμενους/ες, που είτε περιμένουν να βγουν στη σύνταξη (αν είναι κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης) είτε μαζεύουν αργά και σταθερά πόρους για να μεταναστεύσουν.
Οι μικροί δήμοι χρειάζονται αλλαγή παραδείγματος. Χρειάζονται μια τοπική πολιτική γης και στέγασης που θα κοινωνικοποιήσει το κενό απόθεμα αγροτικής γης και κενών κατοικιών και κτιρίων για να προσφέρει αξιοπρεπή ζωή και στέγη σε όσους/ες θέλουν να μείνουν. Χρειαζόμαστε μια πολιτική καλλιέργειας δημοτικής γης για την εξασφάλιση υγιούς τροφής για όλους/ες τους/τις κατοίκους στον δήμο ανεξάρτητα από εισόδημα, φυλή, φύλο, ηλικία κλπ. Χρειαζόμαστε μια πολιτική ενεργοποίησης των χιλιάδων κενών και εγκαταλειμμένων κατοικιών για την προσφορά αξιοπρεπούς στέγης με βάση τις ανάγκες του καθενός και της καθεμιάς.
Να κοινωνικοποιήσουμε το απόθεμα κενής γης και κατοικίας.
Μόνο έτσι θα έχουμε ελπίδες αντιστρέψουμε την πολύπλευρη συρρίκνωση!