Πρωτότυπος τίτλος: Homeowner Blues
Πηγή: Tenants Talk
Συγγραφέας: ALL-CHICAGO TENANT ALLIANCE
Μετάφραση: Νίκος Βράντσης
Η σχέση ανάμεσα σε εμένα και τη μητέρα μου ήταν κατά καιρούς τεταμένη, αλλά πρόσφατα έχει αρχίσει να εξομαλύνεται. Παλιότερα, τα διαστήματα μεταξύ της επικοινωνίας μας σταδιακά μεγάλωναν, αλλά τελικά βρήκαμε έναν πιο σταθερό ρυθμό. Όταν περνάει αρκετός καιρός από την τελευταία μας επαφή, μου τηλεφωνεί για να με ενημερώσει για τη ζωή της, και το ίδιο κάνω κι εγώ. Σε αυτό το σημείο, έχει κουραστεί πια να ελπίζει ότι θα παντρευτώ ή θα κάνω παιδιά. Κι αφού αυτά τα σενάρια τα έχουμε αποκλείσει, το μόνο θέμα που μας απομένει μετά τις τυπικές μας ενημερώσεις είναι η απόκτηση σπιτιού.
Παρόλο που έχουμε συζητήσει αμέτρητες φορές το ζήτημα, πάντα καταλήγουμε στο ίδιο σημείο. Ξανά και ξανά, της εξηγώ ότι δεν έχω καμία επιθυμία να αποκτήσω δικό μου σπίτι, αλλά αυτή η ιδέα της έχει σφηνωθεί στο μυαλό. Ίσως πιστεύει ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της υπόλοιπης οικογένειας. Ή ίσως θεωρεί ότι, αν δεν μπορείς να αποκτήσεις όλα τα στοιχεία της “αγίας τριάδας” (γάμος, παιδιά, σπίτι), τουλάχιστον ένα από αυτά είναι καλύτερο από το τίποτα.
Δεν είναι όμως η μόνη. Ο γάμος, η απόκτηση παιδιών και το να έχεις δικό σου σπίτι έχουν αναχθεί σε σύμβολα σταθερότητας σε μια ζωή γεμάτη αστάθεια. Η ιδιοκατοίκηση, ωστόσο, έχει έναν ξεχωριστό ρόλο: καλύπτει μια ανάγκη επιβίωσης, ιδιαίτερα σε μέρη όπου η αστεγία τιμωρείται αυστηρά. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει τη μοναδικότητα της ιδιοκτησίας σπιτιού. Η ρίζα του ζητήματος είναι ότι η στέγαση έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα: μια θεμελιώδης ανάγκη έχει υποταχθεί στη λογική της αγοράς.
Έτσι, η ιδιοκτησία σπιτιού παρουσιάζεται ως η μόνη απάντηση στο κοινωνικά κατασκευασμένο πρόβλημα της αστεγίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται πιο εύκολο να κατανοήσω τη λογική της μητέρας μου, όταν λέει: “Το να έχεις δικό σου σπίτι σου δίνει ασφάλεια” ή “Όταν είσαι ιδιοκτήτης, μπορείς να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις”. Τα λόγια της αντικατοπτρίζουν την ατομοκεντρική πεποίθηση ότι, για να εξασφαλίσεις μια θέση στην κοινωνία, πρέπει πρώτα να αποκτήσεις μια θέση στον φυσικό χώρο – και με αυτόν τον τρόπο να αμυνθείς απέναντι στους κινδύνους του καπιταλισμού. Με λίγα λόγια, αν δεν μπορείς να νικήσεις το σύστημα, γίνε μέρος του.
Η μητέρα μου βλέπει την ανισότητα δύναμης ανάμεσα στους ενοικιαστές και τους εκμισθωτές και θεωρεί την ιδιοκτησία σπιτιού ως διέξοδο από αυτήν την άνιση κατάσταση – έναν δρόμο προς την ασφάλεια και την ανεξαρτησία. Όμως αυτό το ιδεώδες βασίζεται στην παραδοχή ότι η συγκεκριμένη κοινωνική δομή είναι η μόνη πιθανή.
Αν και συχνά προβάλλεται ως σύμβολο προσωπικής ελευθερίας, η ιδιοκατοίκηση είναι στην πραγματικότητα μια υποχώρηση στην ατομικότητα. Το ιδιόκτητο σπίτι σου σε απομακρύνει από την κοινότητα των ενοικιαστών και γίνεται καταφύγιο απομόνωσης, ένας προσωπικός θόλος για να προστατευτείς από τις σκληρές πραγματικότητες του κόσμου. Ο απομονωμένος ιδιοκτήτης καταλήγει μόνος σε ένα σπίτι που είναι πιθανώς πολύ μεγάλο για έναν άνθρωπο. Τα δωμάτια και τα γκαράζ γεμίζουν με αντικείμενα, και το επικίνδυνο κοκτέιλ της πλήξης και του υλισμού διαμορφώνει εκ νέου το μυαλό του. Επικρατεί ο φόβος για όσους ζουν έξω από αυτή τη σφαίρα της ιδιοκτησίας του.
Η ζωή αρχίζει να μπαίνει στην υπηρεσία της ιδιοκτησίας.
Πέρα από την απομόνωση, η ιδιοκτησία εξυπηρετεί και έναν άλλο σκοπό: τη συσσώρευση πλούτου μέσω της επένδυσης. Μια ζωή στην υπηρεσία μιας ιδιοκτησίας είναι ουσιαστικά μια ζωή στην υπηρεσία μιας επένδυσης.
Ο ιδιοκτήτης εστιάζει τη ζωή του στη διατήρηση ή την αύξηση της αξίας του ακινήτου του, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις από παλαιότερα στεγαστικά κραχ ή από τις μυριάδες περιπτώσεις νοικοκυριών που βρέθηκαν πνιγμένα σε χρέη από τα στεγαστικά τους δάνεια. Κι όμως, παρά τη ρευστότητα των αγορών ακόμα και μια καταρρακτώδης βροχή μπορεί στη στιγμή να εξαφανίσει τις όποιες βελτιώσεις έχουν γίνει σε ένα σπίτι. Οι ιδιοκτησία υπόκειται στις δυνάμεις της αγοράς και της φύσης.
Παρά τους κινδύνους, οι ιδιοκτήτες δε θα διστάσουν να στοιχηματίσουν. Η λαχτάρα για ένα οικόπεδο είναι τόσο ισχυρή, που ώριμοι άνθρωποι φτάνουν να εγκαταλείπουν τις ζωές που έχτισαν προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα οικόπεδο, που βρίσκεται ώρες μακριά από τα μέρη όπου έκαναν φίλους, έφαγαν τα αγαπημένα τους γεύματα και έχτισαν ισχυρές σχέσεις κατά τη διάρκεια των παιδικών τους χρόνων. Και το χειρότερο είναι ότι πρόκειται για μια ιδιοκτησία, η οποία συχνά δεν τους ανήκει ουσιαστικά. Με την τράπεζα να κρατάει τα χαρτιά του δανείου, οι πληρωμές των δόσεων πρέπει να συνεχίσουν να γίνονται στην ώρα τους. Το μόνο που απομένει είναι η ιδιοκτησία να πωληθεί σε μια απροσδιόριστη μελλοντική ημερομηνία για ένα απροσδιόριστο ποσό, με τον «ιδιοκτήτη» να εύχεται ότι θα πουλήσει ακριβότερα από όσο αγόρασε.
Κάποιοι συμβιβάζονται και συνεχίζουν να αποπληρώνουν το δάνειο, ενώ το σπίτι φθείρεται γύρω τους. Άλλοι, όπως η μητέρα μου, θεωρούν πως ένα σπίτι δεν είναι αρκετό. Χρειάζεσαι δύο ή τρία, ή μια μεγάλη πολυκατοικία. Ευτυχισμένοι με τη σκέψη ότι βρήκαν τη λύση – λες και είναι οι πρώτοι που το σκέφτηκαν – ολοκληρώνουν την πορεία τους: από ενοικιαστές, γίνονται ιδιοκτήτες, και τελικά εκμισθωτές.
Εδώ βρίσκεται και η καρδιά του προβλήματος. Η αναζήτηση υλικής ασφάλειας δεν έχει όρια. Το να αποκτήσεις απλώς κάτι δεν είναι ποτέ αρκετό – πάντα θα θέλεις περισσότερο. Κι έτσι, η απληστία μεταμορφώνει το άτομο σε αυτό από το οποίο αρχικά ήθελε να ξεφύγει: τον εκμισθωτή.
Όταν μιλήσαμε τελευταία φορά με τη μητέρα μου, μου είπε ότι έχω αλλάξει και ότι λυπάται που δεν έχω το δικό μου σπίτι. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι δεν βλέπει εναλλακτικές πέρα από την απομόνωση. Μακάρι να μπορούσα να της εξηγήσω πόσο έχει αλλάξει εκείνη από τότε που έγινε ιδιοκτήτρια, πόσο επιφυλακτική έχει γίνει απέναντι στους άλλους ανθρώπους και πόσο χρόνο σπαταλά σκεπτόμενη το σπίτι της. Η κοινότητά της έχει μικρύνει στο μέγεθος του σπιτιού της, ενώ η δική μου έχει μεγαλώσει – στο μέγεθος της γειτονιάς και πέρα από αυτήν.