Loïc Wacquant
Μετάφραση: Νίκος Βράντσης
Η ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού είναι πια πολωμένη ανάμεσα αφενός σε ένα ηγεμονικό, οικονομικό μοντέλο ανάλυσης που στηρίζεται σε διάφορες εκδοχές του νόμου της αγοράς και αφετέρου σε μια αντιστασιακή προσέγγιση που την τροφοδοτούν εκδοχές της Φουκωικής έννοιας της κυβερνοολογικής (governmentality). Και οι δυο έννοιες αποκρύπτουν το τι είναι «νέο» στο νεοφιλελευθερισμό: η ανασυναρμολόγηση και αναδιάταξη του κράτους που γίνεται ο βασικός μηχανισμός που καθορίζει τους κανόνες και κατασκευάζει τις κατάλληλες υποκειμενικότητες, κοινωνικές σχέσεις και συλλογικές αναπαραστάσεις προκειμένου να δημιουργηθούν αγορές. Αντλώντας από μια εικοσαετία μελετών πεδίου πάνω στη δομή, την εμπειρία και την πολιτική διαχείριση της αστικής περιθωριακότητας σε προηγμένες κοινωνίες, προτείνω μια via media ανάμεσα σε αυτές τις δυο προσεγγίσεις, η οποία ερμηνεύει τον νεοφιλελευθερισμό ως μια συνάρθρωση κράτους, αγοράς και αγωγής του πολίτη (citizenship), που εκμεταλλεύεται το πρώτο ώστε να επιβάλλει τη σφραγίδα της δεύτερης πάνω στην τρίτη. Η έννοια του γραφειοκρατικού πεδίου (bureaucratic field) του Bourdieu παρέχει ένα χρήσιμο εργαλείο για να αναλυθεί η αναπροσαρμογή του κράτους ως μηχανή δημιουργίας κοινωνικών διαστρωματώσεων και ταξινομήσεων που προωθεί μια νεοφιλελεύθερη επανάσταση από τα πάνω, και αποδεικνύεται χρήσιμη για την υποστήριξη των εξής τριών θέσεων: (1) ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ένα οικονομικό καθεστώς αλλά ένα πολιτικό πρόγραμμα ανακατασκευής του κράτους που χρησιμοποιεί την παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας (workfare), τον εγκλεισμό (prisonfare) και το λόγο περί ατομικής ευθύνης για τους σκοπούς της εμπορευματοποίησης• (2) o νεοφιλελευθερισμός αφενός συνεπάγεται τη δεξιά στροφή των γραφειοκρατικών υπηρεσιών που ορίζουν και διανέμουν δημόσια αγαθά, και αφετέρου γεννά ένα κράτος-Κένταυρο που επιφυλλάσσει φιλελευθερισμό για όσους βρίσκονται στην κορυφή της ταξικής δομής και τιμωρητικό πατερναλισμό για όσους βρίσκονται στη βάση της• (3) η ενίσχυση και εξύμνηση της σωφρονιστικής πλευράς του κράτους είναι ένα αναπόσπαστο συστατικό του νεοφιλελεύθερου Λεβιάθαν, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται αναγκαία η μελέτη της αστυνομίας, των δικαστηρίων και της φυλακής από την πολιτική ανθρωπολογία της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Είκοσι χρόνια πριν, ξεκίνησα μια σειρά από έρευνες πεδίου προσπαθώντας να μελετήσω τη δομή, την εμπειρία και την πολιτική διαχείριση της αστικής φτώχειας σε προηγμένες κοινωνίες, με βασικά σημεία της έρευνάς μου, τη μοίρα των γκέτο των μαύρων στην Αμερική μετά την υποχώρηση του Κινήματος Πολιτικών Δικαιωμάτων και την εγκατάλειψη των εργατικών περιφερειών στις μητροπόλεις της Δυτικής Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρακμή της Κόκκινης Ζώνης των banlieues στη Γαλλία υπό το βάρος της αποβιομηχάνισης. Διεξήγαγα εθνογραφικές παρατηρήσεις μέσα στην πλήρως απερημωμένη, ιστορική Δυτική πλευρά του Σικάγο και στα δυσφημισμένα στεγαστικά συμπλέγματα του La Courneuve στο φόντο ενός δισυπόστατου αστικού τοπίου στην περιφέρεια του Παρισιού. Ανέπτυξα εργαλεία συγκριτικής ανάλυσης ώστε να εξηγήσω την ανάδυση ενός νέου καθεστώτος «προηγμένης περιθωριακότητας» (advanced marginality), το οποίο αναδύεται μέσα από την αποσύνθεση της εργασίας, την οπισθοχώρηση του κοινωνικού κράτους και την ενίσχυση της στιγματοποίησης της αστικής περιφέρειας. Δεν είχα την παραμικρή υποψία τότε ότι αυτή η έρευνα πάνω στα αδιέξοδα των απόκληρων των πόλεων του νέου αιώνα (Wacquant 2008a) θα με οδηγούσε από τους δρόμους του υπεργκέτο (hyperghetto) στα έγκατα του γαργαντουικού σωφρονιστικού συστήματος της Αμερικής, και από εκεί στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της σχέσης νεοφιλελευθερισμού και συγκρότησης κράτους σε παγκόσμια κλίμακα (Wacquant,2009a). Σε αυτό το κείμενο, σκιαγραφώ εν συντομία αυτό το διανοητικό ταξίδι από τη μικρο-εθνογραφία του μεταβιομηχανικού πρεκαριάτου στην μακρο-κοινωνιολογία του νεοφιλελεύθερου Λεβιάθαν στην αυγή του αιώνα, ώστε να προτείνω μια νέα θέση για μια ιστορική ανθρωπολογία του πραγματικά υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού.
Προκειμένου να διασαφηνίσω τους καθοριστικούς παράγοντες και τις όψεις της γενικευμένης υποβάθμισης στην Αμερικάνικη μητρόπολη στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ξεπεράσω δύο βασικά επιστημολογικά εμπόδια: τη συναίνεση γύρω από τους ακαδημαϊκούς μύθους αφενός περι «πολιτών δεύτερης κατηγορίας» (underclass), αυτή τη νέα υπο-κατηγορία των μαύρων φτωχών, οι οποίοι υποτίθεται ότι ρημάζουν το κέντρο της πόλης, και αφετέρου το επίμονο σχήμα λόγου που μιλά για «αποδιοργάνωση» και το οποίο μας το κληροδότησε η οικολογική σχολή της αστικής κοινωνιολογίας (για μια αναλυτική κριτική αυτών των δυο εννοιών, βλ. Wacquant 1996 και 1997). Για να ξεπεράσω αυτά τα εμπόδια, διεξήγαγα έρευνες πεδίου για τις στρατηγικές επιβίωσης των Αφροαμερικανών νέων ανδρών στο Woodland, μια γειτονιά στο Bronzeville του Chicago (Drake & Cayton 1993 {1945}. Μέσα από διάφορες, διαδοχικές συγκυρίες που τις έχω αφηγηθεί αλλού, έγινα μέλος σε μια τοπική λέσχη μποξ, έμαθα την τέχνη της επαγγελματικής πυγμαχίας και χρησιμοποίησα τη λέσχη σαν εφαλτήριο ώστε να εξορμήσω στη γειτονιά (Wacquant 2004 {2000}) και να κατανοήσω καλλίτερα το γκέτο από κάτω προς τα πάνω και από μέσα προς τα έξω.[1] Για μια αναδρομική ανατομή των αναλυτικών συνδέσεων και των βιογραφικών γραναζιών ανάμεσα «στο σώμα, στο … Continue reading
Μέσα από τις ιστορίες των συντρόφων μου στη λέσχη, ανακάλυψα σύντομα πως σχεδόν όλοι τους είχαν περάσει από τη φυλακή ή είχαν εκτίσει ποινή και πως για να κατανοήσω την πορεία τους θα έπρεπε να καταλάβω το «μεγάλο ποινικό πισωγύρισμα» (the great penal leap backward), που μετέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες από φάρο προοδευτικότητας ως προς το σωφρονιστικό τους σύστημα τη δεκαετία του 1960, σε παγκόσμιο ηγέτη σε φυλακίσεις και σε μαζικό εξαγωγέα επιθετικών πολιτικών για την πρόληψη του εγκλήματος στη δεκαετία του 1990 (Wacquant 2009b). Χαρτογραφώντας την επέκταση του σωφρονιστικού συστήματος μετά το 1973, μου έγινε προφανές, ότι η επιταχυνόμενη αποσύνθεση του κράτους πρόνοιας, που οδήγησε στην περίφημη «προνοιακή μεταρρύθμιση» του 1996 και η έκρηξη της ποινικής δικαιοσύνης αποτελούσαν συγκλίνουσες και συμπληρωματικές μετατοπίσεις προς τον τιμωρητικό τρόπο διαχείρισης της φυλετικής φτώχειας• ότι η «κοινωνική πρόνοια βάσει ανταποδοτικότητας» (workfare) και ο τιμωρητικός «εγκλεισμός» αφορούν στους ίδιους περιθωριοποιημένους και εξευτελισμένους πληθυσμούς οι οποίοι έχουν αποσταθεροποιηθεί από τη διάλυση της συμφωνίας Φορντισμού-Κεϋνσιανισμού και οι οποίοι συγκεντρώνονται στα δυσφημισμένα προάστια της δισυπόστατης πόλης• και ότι η τοποθέτηση των περιθωριοποιημένων τμημάτων της μεταβιομηχανικής εργατικής τάξης υπό καθεστώς αυστηρής καθοδήγησης, στηρίζεται σε έναν ηθικό συμπεριφορισμό (moral behaviourism) και προσφέρει μια ιδανική θεατρική σκηνή ώστε οι κυβερνώσες ελίτ να κάνουν επίδειξη κρατικής εξουσίας για να αναπληρώσουν το έλλειμμα νομιμοποίησης που προκαλείται από την εγκατάλειψη της αποστολής τους να προσφέρουν κοινωνική και οικονομική προστασία.
Αυτό επιβεβαιώθηκε τη δεκαετία του 1990 όταν στη Δυτική Ευρώπη, η μια αριστερή κυβέρνηση μετά την άλλη προβίβαζε σε εθνική προτεραιότητα την καταστολή του εγκλήματος στις αστικές ζώνες όπου βάθαιναν η κοινωνική ανασφάλεια και το χωρικό στίγμα, η κανονικοποίηση της ανεργίας και η επισφαλής εργασία. Ακολούθησα το διεθνές ταξίδι του δόγματος περί «μηδενικής ανοχής» και τα διάφορα ποινικής υφής σλόγκαν και γιατροσόφια «made in the USA», (όπως η θεωρία εγκλήματος που αποκαλείται θεωρία του σπασμένου παραθύρου, η ελάχιστη υποχρεωτική ποινή, τα αναμορφωτήρια ανηλίκων παραβατών, οι δικαστικοί διακανονισμοί, κλπ.), μέσα από τα οποία προκύπτει το διακριτό μοτίβο, η σταδιακή εξάπλωση και λειτουργική σύνδεση των πολιτικών οικονομικής απορρύθμισης, πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας και εγκλεισμού που τείνουν να ταξιδεύουν και να ευδοκιμούν παρέα (Wacquant, 2011). Για να συνοψίσω: η ποινικοποίηση της φτώχειας αποτελεί πυρηνικό στοιχείο για την υλοποίηση στο εσωτερικό και τη διασυνοριακή διάχυση του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, όπου η «σιδερένια γροθιά» του σωφρονιστικού κράτους ζευγαρώνει με το «αόρατο χέρι» της αγοράς, σε συνδυασμό με την φθορά του προστατευτικού δικτύου ασφαλείας. Αυτό που ξεκίνησε ως μια έρευνα πεδίου στα καθημερινά αδιέξοδα του πρεκαριάτου των πόλεων, στα βάθη του Σικάγο και στην περιφέρεια του Παρισιού, κατέληξε στον θεωρητικό γρίφο γύρω από το χαρακτήρα και τα συστατικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού σε πλανητικό επίπεδο.
Ο νόμος της αγοράς ενάντια στην κυβερνοολογική
Πώς, λοιπόν, προτείνουν αυτοί οι ακαδημαϊκοί πιστοί να διαχειριστούμε την ολισθηρή, θολή και αμφιλεγόμενη κατηγορία του νεοφιλελευθερισμού — ορισμένοι από τους πλέον οξυδερκείς αναλυτές της, την αποκαλούν «κατεργάρα έννοια» μέσα στην στρεσογόνα αναζήτηση αναλυτικής σαφήνειας και νομιμοποίησης.[2] Από τη δεκαετία του 1980, μια περίεργη μίξη υπερβολής και ελλιπούς σαφήνειας συντροφεύει την προβληματική … Continue reading Ενώ ο Hilgers (2011) σκιαγραφεί την ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού ως χωρισμένη σε ένα τριαδικό σχήμα που αποτελείται από πολιτισμικές, κυβερνοολογικές και συστημικές προσεγγίσεις (βλ. Επίσης Hoffman et al. {2006} και Richland {2009} για εναλλακτικές χαρτογραφήσεις), εγώ τη βλέπω ως διχασμένη ανάμεσα σε μια ηγεμονική οικονομική σύλληψη που εδράζεται σε (νεοκλασικές και νεο-μαρξιστικές) παραλλαγές του νόμου της αγοράς από τη μια πλευρά, και σε αντιστασιακές προσεγγίσεις που βασίζονται σε χαλαρές συνδέσεις με την Φουκωική έννοια της κυβερνοολογικής, από την άλλη. Αυτές οι δύο συλλήψεις έχουν γεννήσει μια πλούσια και παραγωγική ερευνητική ατζέντα αλλά πάσχουν από ορισμένα αντανακλαστικά ελαττώματα: η μια είναι υπερβολικά στενή, γιατί από την ανάλυσή της λείπουν οι θεσμοί, και γιατί κλίνει προς έναν απολογητισμό οταν παίρνει τοις μετρητοίς τον λόγο περί νεοφιλελευθερισμού. Η άλλη είναι υπερβολικά ευρεία και αναξιόπιστη, γεμάτη από απειράριθμους θεσμούς, οι οποίοι υποτίθεται πως έχουν επιμολυνθεί από το ιό του νεοφιλελευθερισμού, και τείνει προς τον κριτικό σολιψισμό. Για την πρώτη, ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την ξεκάθαρη επιβολή των νεοκλασικών οικονομικών ως κυρίαρχο τρόπο σκέψης και της αγοράς ως τον βέλτιστο, παρότι δύσκαμπτο, μηχανισμό για την οργάνωση όλων των ανταλλαγών (π.χ. Jessop, 2002; Saad-Filho & Johnston, 2005)• για τη δεύτερη, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια εύπλαστη και ευμετάβλητη ορθολογικότητα που προσαρμόζεται σε πολλά είδη καθεστώτων και εισχωρεί σε κάθε σφαίρα της ζωής, ώστε να μην απομένει κάποιο σταθερό εξωτερικό έδαφος για να αντισταθείς (π.χ Barry et al. 1996; Brown, 2005). Περιέργως, αυτές οι δύο συλλήψεις συμπίπτουν στο ότι αποκρύπτουν το τι είναι «νέο» στον νεοφιλελευθερισμό: δηλαδή η αναδημιουργία και αναδιάταξη του κράτους ως του βασικού μηχανισμού, ο οποίος κατασκευάζει ενεργά τις υποκειμενικότητες, τις κοινωνικές σχέσεις και τις συλλογικές αναπαραστάσεις, ώστε η μυθολογία των αγορών να γίνει πραγματική και επιδραστική.
Η κυριαρχία της οικονομικής, ή μάλλον οικονομίστικης, σύλληψης του νεοφιλελευθερισμού είναι πάγια εδραιωμένη (π.χ Campell & Pedersen 2001; Edelman & Haugerud 2005; Gamble 2001; Cerny 2008). Για τη μεγάλη πλειοψηφία τόσο των υποστηρικτών όσο και των κατηγόρων της, ο όρος σηματοδοτεί την αναγεννημένη «αυτοκρατορία του κεφαλαίου» — για να επικαλεστώ τον τίτλο της Ellen Meiksins Wood (2005), που επιχειρεί μια ιστορικο-υλιστική αναδόμηση της σύνδεσης της εδαφικής, εμπορικής και καπιταλιστικής εφαρμογής του ιμπεριαλισμού — όπου ο ρόλος του κεφαλαίου γίνεται ορατός μέσα από το ότι αναζητά να επιβάλλει τις προσταγές της αγοράς όχι μόνο εδαφικά αλλά και σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα εξισώνει τον νεοφιλελευθερισμό με την έννοια της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» και φιλοτεχνεί το κράτος ως παγιδευμένο σε μια ανταγωνιστική σχέση μηδενικού αθροίσματος μαζί της. Λογικά και ιστορικά, η έλευση του «φονταμενταλισμού της αγοράς» υπονοεί τον περιορισμό, την απόσυρση ή την απόρριψη του κράτους, το οποίο κατανοείται είτε ως εμπόδιο απέναντι στην αποτελεσματικότητα της αγοράς ή σαν απλό όργανο που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει την επαναθεμελιωμένη υπεροχή του κεφαλαίου. Έτσι, σύμφωνα με τον Colin Crouch (1997:358), η παράλληλη υποβάθμιση της εργατικής τάξης των χειρονακτών, η ανάδυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η διασπορά των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και η απελευθέρωση των οικονομικών ροών πέρα από τα εθνικά σύνορα, έχουν οδηγήσει σε μια «βραχυπρόθεσμη, αγνώς αγοραία, αχαλιναγώγητη μορφή καπιταλισμού». Οι ανερχόμενοι «όροι της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» περιλαμβάνουν την «καθολική εγκατάλειψη των Κεϋνσιανών πολιτικών» και οδηγούν στην «αποσύνθεση του κράτους και στην ιδιωτικοποίηση όλο και περισσότερων λειτουργιών του» (Crouch 1997: 357, 359). Παρομοίως, για τον David Harvey, «ο νεοφιλελευθερισμός είναι πρώτα μια θεωρία των πρακτικών πολιτικής οικονομίας, η οποία θεωρεί ότι η ανθρώπινη ευζωία μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με την αποχαλίνωση των ατομικών ελευθεριών και των καινοτόμων ικανοτήτων μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από κατοχυρωμένα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας, ελεύθερων αγορών και ελεύθερου εμπορίου. Ο ρόλος του Κράτους είναι να δημιουργήσει και να συντηρήσει ένα θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για τέτοιες πρακτικές» (2005:3-4). Η στροφή στον νεοφιλελευθερισμό συνεπάγεται τον τριαδικό συνδυασμό «απορρύθμισης, ιδιωτικοποίησης και αποχώρησης του κράτους από πολλές σφαίρες παροχών». Πρακτικά, τα κράτη αποκλίνουν από το δογματικό κανόνα της «μικρής κυβέρνησης» μονάχα για να δημιουργήσουν ένα φιλοεπενδυτικό κλίμα για καπιταλιστικά τολμήματα, να προστατεύσουν τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και να καταστείλουν τη λαϊκή αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη τάση προς την «συσσώρευση δια της απαλλοτρίωσης».
Μεγάλο μέρος της ανθρωπολογίας του νεοφιλελευθερισμού στηρίζεται στην μεταφορά αυτού του σχήματος σε διαφορετικές χώρες του πλανήτη ή σε ηπειρωτική κλίμακα προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι πολιτισμικές διαπλοκές και οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό (π.χ. Comaroff και Comaroff 2001; Greenhouse 2009). Προτιμάται η Λατινική Αμερική και ακολουθούν οι χώρες του πρώην Σοβιετικου μπλοκ και η Αφρική. Στη σαρωτική του καταγραφή για την «Αφρική στην νεοφιλελεύθερη τάξη του κόσμου», ο James Ferguson τυπικά χαρακτηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό ως την ανάκληση του Κράτους και την ταυτόχρονη επέκταση της αγοράς: «Επιμένοντας στην οικονομική φιλοσοφία του ‹νεοφιλελευθερισμού›, διακηρυσσόταν ότι η αφαίρεση των ‹στρεβλώσεων› που προκαλεί το κράτος στις αγορές θα δημιουργούσε τις συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η ταχεία ιδιωτικοποίηση θα απέφερε μια σωρρεία νέων επενδύσεων ιδιωτικού κεφαλαίου» (Ferguson, 2006: 11). Εδώ η έννοια είναι συνώνυμη με τα οικονομικά μέτρα «δομικής προσαρμογής», τα οποία «υποτίθεται ότι θα αποδυνάμωναν τα καταπιεστικά και αυταρχικά κράτη και θα απελευθέρωναν μια νέα, γεμάτη ζωή, ‹κοινωνία των πολιτών› που θα ήταν ταυτόχρονα και πιο δημοκρατική και πιο αποτελεσματική οικονομικά» (Ferguson 2006: 38-9). Πρόκειται για έναν όρο-κάλλυμα που υπονοεί τις κοινωνικές αλλαγές που προκάλεσαν τόσο η λαϊκή απειθαρχία όσο και η καθημερινή προσαρμογή στα προγράμματα λιτότητας και ιδιωτικοποίησης που αποκαλούνται «Η συναίνεση της Ουάσινγκτον» (Williamson 1993).
Ενάντια σε αυτή την «αγνή» προσέγγιση που σκιαγραφεί τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα συνεκτικό — αν όχι μονολιθικό — όλον, οι ακόλουθοι της κυβερνοολογικής προσέγγισης δίνουν μια πιο περίπλοκη εικόνα του νεοφιλελευθερισμού ως μια ρέουσα και ευέλικτη άθροιση υπολογιστικών εννοιών, στρατηγικών και τεχνολογιών που έχουν στόχο να κατασκευάσουν πληθυσμούς και άτομα.[3] Αυτή η άποψη εμφανίζεται στα γραπτά του Φουκώ και στις παραδόσεις του 1978-1979 στο Collège de France για τη Γέννηση της … Continue reading Μέσα από αυτή την προσέγγιση, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική ιδεολογία ή ένα πακέτο πολιτικών αλλά μια «γενικευμένη κανονιστικότητα», μια παγκόσμια ορθολογικότητα, που στοχεύει να κατασκευάσει και να οργανώσει, όχι μόνο τις δράσεις της κυβέρνησης αλλά και τη συμπεριφορά των ίδιων των κυβερνωμένων ακόμα και την αυτο-συνείδηση σύμφωνα με τις αρχές του ανταγωνισμού, της αποδοτικότητας και της χρησιμότητας (Dardot και Laval 2007:13). Οι μελετητές της κυβερνοολογικής επιμένουν ότι οι μηχανισμοί της διακυβέρνησης δε εντοπίζονται στο κράτος αλλά κυκλοφορούν μέσα στην κοινωνία, αλλά και πέρα από τα εθνικά σύνορα. Αντίστοιχα, με τις εργασίες τους υπερβαίνουν αυτό το πλαίσιο και εντοπίζουν τη διάχυση και σύνδεση των νεοφιλελεύθερων τεχνικών για τη ‹ρύθμιση της συμπεριφοράς› (conduct of conduct) σε πολλαπλά σημεία παραγωγής του εαυτού, συμπεριλαμβανομένων του σώματος, της οικογένειας, της σεξουαλικότητας, της κατανάλωσης, της εκπαίδευσης, των επαγγελμάτων, του αστικού χώρου, κλπ. (Larner 2000). Τους αρέσει επίσης να επισημαίνουν την ενδεχομενικότητα, την ιδιαιτερότητα, την περιπλοκότητα, την πολυπλοκότητα και τους διαδραστικούς συνδυασμούς (που γίνονται θεσπέσιοι με τη χρήση της νεο-Ντελεζιανής υφής, πιασάρικης λέξης ‹assemblages›): Δεν υπάρχει ένας Νεοφιλελευθερισμός με κεφαλαίο Ν, αλλά ένας απεριόριστος αριθμός νεοφιλελευθερισμών με μικρό ν, που γεννιούνται από τη συνεχή υβριδοποίηση των νεοφιλελεύθερων πρακτικών και ιδεών με τις τοπικές συνθήκες και φόρμες. Η επιδραστική συλλογή κειμένων Ο Νεοφιλελευθερισμός ως εξαίρεση στην Ανατολική Ασία, φτάνει αυτή τη προσέγγιση στα άκρα της, καθώς προτείνει ‹να μελετηθεί ο νεοφιλελευθερισμός όχι ως μια «κουλτούρα» ή μια «δομή» αλλά ως κινητές, υπολογιστικές τεχνικές διακυβέρνησης που μπορούν να αποκοπούν (decentextualized) από τις καταγωγικές πηγές τους και να επανατοποθετηθούν σε αστερισμούς αμοιβαίως συντακτικών και ενδεχομενικών σχέσεων› (Ong 2007:13).
Η αναλυτική τάση απομάκρυνσης από το κράτος και υπέρβασης των θεσμικών πλαισίων είναι χρήσιμη, όπως χρήσιμη είναι και η σύλληψη του νεοφιλελευθερισμού ως μια παραγωγική αντί για μια αφαιρετική διαδικασία που διαχέεται από την οικονομία. Αλλά το να εντοπίζεται αυτή η διαδικασία στη μετανάστευση ‹κακόβουλων› τεχνολογιών διαγωγής που συνεχώς ‹επανευθυγραμμίζονται› και ‹μεταλλάσσονται› καθώς ταξιδεύουν, είναι προβληματικό. Πρώτον, δε γίνεται ξεκάθαρο τι καθιστά μια τεχνολογία ρύθμισης της συμπεριφοράς, νεοφιλελεύθερη: σίγουρα, γραφειοκρατικές τεχνικές όπως η αξιολόγηση, οι δείκτες παραγωγικότητας και τα ορόσημα (οι αγαπημένες της νεο-Φουκωικής ανθρωπολογίας του νεοφιλελευθερισμού) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να στηρίξουν και να ενισχύσουν άλλες λογικές, όπως το ίδιο μπορούν άλλωστε να κάνουν και οι λογιστικές τεχνικές. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει κάτι εγγεγραμμένο στους κανόνες διαφάνειας, λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας που να τους μετατρέπει κατ’ ανάγκην σε προωθητικές αρχές της εμπορευματοποίησης: στην Κίνα, για παράδειγμα, οι κανόνες αυτοί αναπτύχθηκαν για να ενισχύσουν οικογενειακούς στόχους και για να επισφραγίσουν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (Kipnis 2008). Το πρόβλημα με την προσέγγιση που δίνει η κυβερνοολογική είναι ότι ο βασικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον νεοφιλελευθερισμό ως «διακυβέρνηση μέσα από τον υπολογισμό» (Οng 2007:4), είναι τόσο ασαφής ώστε καθίσταται συνώνυμος με κάθε ελάχιστα ικανό καθεστώς ή με δυνάμεις εξορθολογισμού και εξατομίκευσης που είναι χαρακτηριστικές του Δυτικού μοντερνισμού in globo.[4] Αν ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια σειρά ‹υπολογιστικών τεχνολογιών› που εκκινούν από την οικονομία και … Continue reading Τέλος, καθώς οι τεχνολογίες ρύθμισης της συμπεριφοράς ‹μεταναστεύουν› και ‹μεταλλάσσονται›, ο νεοφιλελευθερισμός εντοπίζεται την ίδια στιγμή παντού και πουθενά. Γίνεται μόνο διαδικασία και καθόλου περιεχόμενο. Ενυπάρχει σε ρευστή μορφή και χωρίς ουσία, χωρίς μοτίβο ή κατεύθυνση. Στο τέλος, λοιπόν, η σχολή της κυβερνοολογικής μας προσφέρει μια σύλληψη του νεοφιλελευθερισμού τόσο λεπτή όσο και αυτή που διατυπώνεται από την οικονομική ορθοδοξία, την οποία επιθυμεί να αντιστρέψει.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως κατασκευή ενός κράτους συμβατού με την αγορά.
Προτείνω να σχεδιάσουμε μια via media ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους, η οποία θα αναγνωρίζει ότι από τη στιγμή της διανοητικής του επώασης από το Colloque Lippman στο Παρίσι το 1938 και από τη διεθνή ‹κολεκτίβα σκέψης› που εγκαθιδρύθηκε από τη Societe du Mont-Pélerin μετά το 1947 (Denord 2007) μέχρι τις διαφορετικές ιστορικές ενσαρκώσεις του κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του 20ου αιώνα και την παράδοξη επαναβεβαίωσή του μετά την χρηματοπιστωτική κρίση το φθινόπωρο του 2008, ‹ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πάντα ένα ανοιχτό, πληθυντικό και προσαρμόσιμο πρότζεκτ› (Peck 2008:3), αλλά το οποίο έχει ένα θεσμικό πυρήνα που το καθιστά διακριτό και αναγνωρίσιμο.[5] Αυτή είναι μια λογική προϋπόθεση: προκειμένου να προκύψουν τα διαφοροποιημένα τοπικά είδη … Continue reading Αυτός ο πυρήνας αποτελείται από μια συνάρθρωση κράτους, αγοράς και αγωγής του πολίτη που αξιοποιεί το πρώτο για να επιβάλλει τη σφραγίδα της δεύτερης πάνω στη τρίτη. Έτσι και οι τρεις από αυτούς τους θεσμούς θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο αναλυτικό μας πλαίσιο. Απομακρύνομαι από τις αγορο-κεντρικές εννοιολογήσεις του νεοφιλελευθερισμού γιατί ιεραρχώ πρώτα τα (πολιτικά) μέσα επί των (οικονομικών) σκοπών• αλλά απομακρύνομαι και από το πλαίσιο της κυβερνοολογικής καθώς ιεραρχώ πρώτη την κατασκευή κράτους επί των τεχνολογιών και των μη-κρατικών λογικών και επικεντρώνομαι στο πώς το κράτος ξαναχαράζει αποτελεσματικά τα όρια και το νόημα της πολιτειότητας μέσα από πολιτικές, που είναι προσαρμοσμένες στην αγορά. Αντίστοιχα, προτείνω να ενεργοποιήσουμε μια τριπλή στροφή για να σταθεροποιήσουμε την ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού, που τον συλλαμβάνω όχι ως ένα παρεμβατικό οικονομικό δόγμα ή ως μετατοπίσημες τεχνικές κανόνων αλλά ως έναν συγκεκριμένο πολιτικό αστερισμό: πηγαίνω από μια ‹ισχνή› οικονομική εννοιολόγηση που τοποθετεί στο κέντρο την αγορά προς μια ‹πυκνή› κοινωνιολογική εννοιολόγηση που επικεντρώνεται στο κράτος και η οποία αποσαφηνίζει τον θεσμικό μηχανισμό που εμπλέκεται στην εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της αγοράς και τη δραστική επίδρασή της στην αποτελεσματική κοινωνική συμμετοχή. Συμφωνώ ότι η, σχεδόν άγνωστη έννοια που του Bourdieu (1994[1993]) περί «γραφειοκρατικού πεδίου» προσφέρει ένα ευέλικτο και ισχυρό εργαλείο ώστε να γίνει κατανοητή η ανακατασκευή του κράτους ως μηχανισμός δημιουργίας κοινωνικών διαστρωματώσεων και ταξινόμησεων, ο οποίος οδηγεί την νεοφιλελεύθερη επανάσταση από τα πάνω. Αυτή η αλλαγή μπορεί να περιγραφεί μέσα από τρεις θέσεις.
Θέση 1: Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ένα οικονομικό αλλά ένα πολιτικό πρότζεκτ. Συνεπάγεται όχι την αποσυναρμολόγηση αλλά την ανασυναρμολόγηση του κράτους.
Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, οι αγορές είναι παντού και ήταν πάντα πολιτικές δημιουργίες: Είναι συστήματα ανταλλαγής τα οποία βασίζονται σε τιμές και ακολουθούν κανόνες που πρέπει να εγκαθιδρυθούν και να διαμεσολαβηθούν από ισχυρές πολιτικές αρχές και να υποστηριχθούν από εκτενείς νομικούς και διοικητικούς μηχανισμούς, οι οποίοι στην σύγχρονη εποχή αντιστοιχούν στους κρατικούς θεσμούς (Polanyi 1971 [1957]; Fligstein 1996; McMillan 2003). Δεύτερον, όπως αποδεικνύεται και από την κοινωνική ιστορία και αναλύεται από την κοινωνική θεωρία από τον Emile Durkheim και τον Marcel Mauss μέχρι τον Karl Polanyi και τoν Marshall Sahlins, οι κοινωνικές σχέσεις και οι πολιτισμικές κατασκευές αναγκαστικά προϋπάρχουν των οικονομικών ανταλλαγών και οι άνθρωποι τυπικά ενοχλούνται από την επιβολή της αγοράς: το κράτος πρέπει λοιπόν να παρέμβει προκειμένου να ξεπεραστούν οι αντιπαραθέσεις και να συγκρατήσει τις τάσεις αποφυγής. Τρίτον, η ιστοριογραφία της διεθνούς Geistkreis που τον γέννησε, κάνει σαφές ότι, ο νεοφιλελευθερισμός, ήδη από τις καταβολές του, από την κρίση της δεκαετίας του 30, αποπειράθηκε όχι να αποκαταστήσει τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα αλλά να ξεπεράσει την προβληματική άποψη του τελευταίου για το κράτος (Denord 2007; Mirowski and Plehwe 2009). O νεοφιλελευθερισμός προκύπτει από τη διπλή αντίθεση αφενός απέναντι σε κολλεκτιβιστικές λύσεις (πρώτα τον σοσιαλισμό και έπειτα τον Κεϋνσιανισμό) σε οικονομικά προβλήματα, και αφετέρου απέναντι στο μινιμαλιστικό και αρνητικό όραμα του «κράτους επόπτη» του κλασικού φιλελευθερισμού. Επιθυμεί να μεταρρυθμίσει και να επανεστιάσει στο κράτος ώστε να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει την αγορά μέσα από μια συνεχή πολιτική δημιουργία.[6] Αυτό το σημείο επισημαίνετε από τον François Denord (2007) και τον Jamie Peck (2010: 3), ο οποίος φέρνει στο φως τα πρώιμα … Continue reading
Αλλού έχω χαρακτηρίσει αυτόν τον νεοφιλελεύθερο ανασχεδιασμό ως την συνάρθρωση τεσσάρων θεσμικών λογικών (Wacquant 2010a):
- Την εμπορευματοποίηση ως την επέκταση της αγοράς ή μηχανισμών που προσιδιάζουν στην αγορά, που στηρίζεται στην ιδέα ότι αυτοί οι μηχανισμοί αποτελούν τα βέλτιστα μέσα για την αποδοτική κατανομή πόρων και προνομίων.
- Την πειθαρχική κοινωνική πολιτική, με την στροφή από την προστατευτική πρόνοια, που παραχωρείται κατηγορικά ως δικαίωμα, στην διορθωτική εργασία, όπου η κοινωνική πρόνοια εξαρτάται από την υποταγή σε ευέλικτες μορφές εργασίας και η οποία συνεπάγεται συγκεκριμένες συμπεριφορικές προσταγές (την εκπαίδευση, τον διαγωνισμό, την αναζήτηση δουλειάς και την εργασία ακόμα και για μισθούς φτώχειας, αλλά και τον περιορισμό της γονιμότητας, τη συμμόρφωση στο νόμο, κλπ.).
- Την επεκτατική και πορνογραφική σωφρονιστική πολιτική που έχει στόχο να περιορίσει την αταξία που γεννιέται από την κοινωνική επισφάλεια που διαχέεται στις αστικές ζώνες οι οποίες επηρεάζονται από την ευέλικτη εργασία και να σκηνοθετήσει την δήθεν εφαρμογή της κρατικής κυριαρχίας πάνω στη στενή σφαίρα της καθημερινής ζωής που τώρα ισχυρίζεται ότι ελέγχει.
- Στο σχήμα λόγου περί ‹ατομικής ευθύνης› ως κίνητρο και πολιτισμική κόλλα που ενώνει αυτά τα διαφορετικά συστατικά κρατικής δράσης.
Αυτού του είδους η εννοιολόγηση υπερβαίνει την προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στον κανόνα της αγοράς, καθώς αποδίδει έναν δυναμικό ρόλο στο κράτος και στα τέσσερα μέτωπα: το οικονομικό, το κοινωνικό, το σωφρονιστικό και το πολιτισμικό.
Λαμβάνοντας υπόψη απλά τα δυο πρώτα, το Κράτος επαναρρυθμίζει ενεργά— αντί να «απορρυθμίζει» — την οικονομία προς όφελος των επιχειρήσεων (Vogel 1996) και παίρνει εκτενή «διορθωτικά» και «εποικοδομητικά» μέτρα για να υποστηρίξει και να επεκτείνει τις αγορές (Levy 2006) για εταιρείες, προϊόντα και εργάτες. Στο κοινωνικό μέτωπο, τα κυβερνητικά προγράμματα επιβάλλουν επώδυνες υποχρεώσεις στους ωφελούμενους πρόνοιας και στοχεύουν να αποκαταστήσουν με επιθετικό τρόπο τη συμπεριφορά τους, να διορθώσουν την ηθική τους, να προσανατολίσουν τις επιλογές ζωής τους μέσα από ένα μείγμα πολιτισμικής κατήχησης, γραφειοκρατικής επίβλεψης και υλικής πειθούς (Hays 2003), μετατρέποντας την προνοιακή στήριξη σε μέσο πειθαρχίας και το δικαίωμα στην προσωπική ανάπτυξη σε υποχρέωση εργασίας σε επισφαλείς δουλειές (Moreira 2008). Αυτή η πυκνή σύλληψη του νεοφιλελευθερισμού ως οργανωτικό τετράπλευρο αντιπαραβάλλει σκληρά θεσμικά περιεχόμενα απέναντι στη μαλακή έννοια της «πολιτικής ορθολογικότητας» που επικαλούνται οι Φουκωικοί για να ορίσουν τα μέσα που μετέρχεται το κράτος για να επεκτείνει και να διατηρήσει την εμπορευματοποίηση μπροστά στην προσωπική επιφυλακτικότητα και τη συλλογική αποφυγή ή αντίθεση.
Θέση 2: Ο νεοφιλελευθερισμός συνεπάγεται μια δεξιά στροφή του γραφειοκρατικού πεδίου και γεννά ένα κράτος-Κένταυρο.
Αν το κράτος δεν «αποσύρεται» ούτε «περιορίζεται» αλλά πράγματι αναδημιουργείται και επαναχρησιμοποιείται, πως θα πρέπει να συλλάβουμε αυτή του την αναδημιουργία; Εδώ είναι που αποδεικνύεται κρίσιμη η έννοια του Bourdieu (1994 [1993]) περί γραφειοκρατικού πεδίου, το οποίο πεδίο εννοείται ως μια συμπλοκή από οργανισμούς που επιτυχώς μονοπωλούν τα μέσα προσδιορισμού και διανομής των δημόσιων αγαθών.[7] Το γραφειοκρατικό πεδίο είναι μια απο τις τρεις έννοιες που φτιάχνει ο Bourdieu για να ξανασκεφτεί την εξουσία. … Continue reading Μια βασική αρετή αυτής της έννοιας — που δημιουργείται με προσοχή μέσα από την ιστορική ανάλυση της κοσμικής μετάβασης από τον δυναστικό στον γραφειοκρατικό τρόπο αναπαραγωγής της εξουσίας, που οφείλεται στην αυξανόμενη δύναμη του πολιτισμικού κεφαλαίου των θεσμών (βλέπε Bourdieu 2012) — μας υπενθυμίζει ότι «το κράτος» δεν είναι ένας μονολιθικός, συνεκτικός φορέας (είτε λειτουργεί αυτόνομα είτε αποτελεί φιλόπονο υπηρέτη της κυρίαρχης τάξης) ή ένας ενιαίος μοχλός που μπορεί να καταληφθεί από ειδικά συμφέροντα ή κινήματα που πηγάζουν από την κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, είναι ένας χώρος πολλών δυνάμεων και συγκρούσεων, για τον ορισμό, τις αρχές και τις προτεραιότητες της δημόσιας αρχής, και συγκεκριμένα για το ποια «κοινωνικά προβλήματα» αξίζουν την προσοχή της και για το πως αυτά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.
O Bourdieu (1998 [1993]) ακόμα προτείνει ότι το σύγχρονο κράτος διαπερνάται από δυο εσωτερικές μάχες που είναι ομόλογες με τις συγκρούσεις που αναταρράσουν τον κοινωνικό χώρο: την κάθετη μάχη (ανάμεσα στους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους) που φέρνει αντιμέτωπη την «υψηλή αριστοκρατία του κράτους» των πολιτικών οι οποίοι είναι ερωτοχτυπημένοι με τις νεοφιλελεύθερες ιδέες και επιθυμούν να ενισχύσουν την αγορά, ενάντια στην «χαμηλόβαθμη αριστοκρατία του κράτους» των εκτελεστικών κομματιών που επιμένουν στην προστατευτική αποστολή της δημόσιας εξουσίας• την οριζόντια μάχη (ανάμεσα σε δυο είδη κεφαλαίου, το οικονομικό και το πολιτισμικό, που ανταγωνίζονται για την κυριαρχία στο εσωτερικό) κατά την οποία το «δεξί χέρι» του κράτους — δηλαδή η οικονομική πτέρυγα του που ισχυρίζεται ότι πρέπει να επιβληθούν δημοσιονομικοί περιορισμοί και η πειθαρχία της αγοράς — συνδέεται με το «αριστερό χέρι» του κράτους — δηλαδή την προνοιακή πτέρυγα που προστατεύει και υποστηρίζει τις κατηγορίες ανθρώπων που στερούνται οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Στο Τιμωρώντας τους φτωχούς (Punishing the Poor), υιοθετώ αυτή την έννοια για να φέρω μέσα σε ένα ενιαίο αναλυτικό πλαίσιο την στροφή προς την τιμωρία τόσο των προνοιακών όσο και των σωφρονιστικών πολιτικών, που έχουν ενωθεί για να εγκαθιδρύσουν τη «διπλή οργάνωση» της προηγμένης περιθωριακοτητας μέσα από την εποπτικότητα της ανταποδοτικής εργασίας και τον τιμωρητικό εγκλεισμό. Και προσθέτω και τον βραχίονα της ποινικής δικαιοσύνης — την αστυνομία, τα δικαστήρια, τη φυλακή, και τις προεκτάσεις τους: τη δικαστική επιτήρηση, την αποφυλάκιση υπό όρους, τις ποινικές βάσεις δεδομένων, τις κοινωνικές και γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που συνδέονται με τις ποινικές κυρώσεις, κλπ. — ως συστατικό στοιχείο του Δεξιού χεριού του κράτους που συνοδεύει το Υπουργείο Οικονομικών (Wacquant 2009a: 3–20, 304–13).
Χρησιμοποιώντας αυτό το σχήμα, θα μπορούσε κανείς να σχηματοποιήσει τον νεοφιλελευθερισμό ως τη συστηματική μετατόπιση των κρατικών προτεραιοτήτων και δράσεων από το Αριστερό χέρι στο Δεξί χέρι, δηλαδή, από τον προστατευτικό (θηλυκό και συλλογικό) πόλο στον πειθαρχικό (αρσενικό και ατομικευτικό) πόλο του γραφειοκρατικού πεδίου. Αυτή η διαδικασία αναπτύσσεται μέσα από δύο συμπληρωματικές αλλά ξεχωριστές τροχιές: (i) τη μεταφορά πόρων, πολιτικών προγραμμάτων και πληθυσμών από τη κοινωνική στη σωφρονιστική πτέρυγα του κράτους (όπως όταν οι διανοητικά άρρωστοι ασθενείς «αποϊδρυματοποιούνται» με το κλείσιμο των νοσοκομείων και «επαναϊδρυματοποιούνται» σε κρατητήρια και φυλακές αφού πρώτα περάσουν από τη φάση της αστεγίας); (ii) την αποικιοποίηση της πρόνοιας, της υγείας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής κατοικίας, των υπηρεσιών για παιδιά κλπ., από τις πανοπτικές και πειθαρχικές τεχνικές και τα σχήματα λόγου του Δεξιού χεριού (όπως όταν τα δημόσια νοσοκομεία στην εσωτερική οργάνωση τους μεριμνούν περισσότερο για τον προϋπολογισμό παρά για τις παροχές υπηρεσιών υγείας και όπως όταν τα σχολεία ιεραρχούν την μείωση των αδικαιολόγητων απουσιών των νέων και της βίας στην τάξη πάνω από την παιδαγωγική και προσλαμβάνουν ειδικούς φρουρούς αντί για ψυχολόγους). Αυτή η διπλή δεξιόστροφη στρέβλωση της δομής και των πολιτικών του κράτους είναι εμφατικά όχι προϊόν μιας μυστηριώδους συστημικής υποχρέωσης ή μιας ακαταμάχητης λειτουργικής αναγκαιότητας; είναι το δομικά αποκτημένο αλλά και ιστορικά ενδεχομενικό αποτέλεσμα των υλικών και συμβολικών αγώνων, που διεξάγονται μέσα όπως και έξω από το γραφειοκρατικό πεδίο, για τις ευθύνες και τους τρόπους λειτουργίας της δημόσιας αρχής (Wacquant 2009a: xix–xx, 67–9, 108–9, 312–13). Συνεπώς η ταχύτητα, το μέγεθος και οι συνέπειες αυτής της θεσμικής περιστροφής ποικίλουν από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τη θέση της στην διεθνή τάξη, τη σύσταση του εθνικού πεδίου εξουσίας και τη διάταξη του κοινωνικού χώρου και των πολιτισμικών διαιρέσεων.
Ως αποτέλεσμα αυτής της δεξιόστροφης κλίσης, ο νεοφιλελεύθερος Λεβιάθαν δε μοιάζει ούτε με το μινιμαλιστικό κράτος του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα ούτε με το ξεθωριάζον κράτος για το οποίο παραπονιούνται οι κριτικοί του νεοφιλελευθερισμού από οικονομική ή κυβερνοολογική σκοπιά, αλλά με ένα κράτος -Κένταυρο που επιδεικνύει δυο διαφορετικές όψεις προς τα δυο άκρα της ταξικής δομής: Ανυψώνει και «απελευθερώνει» όσους βρίσκονται στην κορυφή, δρώντας για να ενισχύσει τους πόρους και να διευρύνει τις επιλογές ζωής των κατόχων οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου, αλλά τιμωρεί και καταστέλλει όσους βρίσκονται στο κατώτερο κομμάτι, όταν πρόκειται να διαχειριστεί τους πληθυσμούς που έχουν αποσταθεροποιηθεί από την εμβάθυνση της ανισότητας και τη διάχυση της εργασιακής ανασφάλειας και της εθνοτικής ανησυχίας. Ο πραγματικά υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός εκθειάζει το «laissez faire και laissez passer» για τους κυρίαρχους, αλλά είναι πατερναλιστικός και παρεμβατικός για τους περιθωριοποιημένους, και ειδικά για το αστικό πρεκαριάτο καθώς περιορίζει τις παραμέτρους ζωής μέσα από έναν συνδυασμένο χειλό εποπτικής ανταποδοτικής εργασίας και ποινικής επιτήρησης.
Θέση 3: Η αύξηση και η εξύμνηση της σωφρονιστικής πτέρυγας του κράτους είναι ένα αναπόσπαστο συστατικό του νεοφιλελεύθερου Λεβιάθαν.
Εγκλωβισμένοι στο ιδεολογικό όραμα που τον εικονογραφεί ως το τέλος της ‹μεγάλης κυβέρνησης, οι κοινωνικοί αναλυτές του νεοφιλελευθερισμού έχουν παραβλέψει την συγκλονιστική αποκατάσταση και εκπληκτική επέκταση του σωφρονιστικού μηχανισμού του κράτους που συνοδεύει την κυριαρχία της αγοράς. Σε αντίθεση με τις προφητείες, που έγιναν ανάμεσα στο 1945 και το 1975 από τους ποινολόγους του συρμού, όπως και από τους ριζοσπάστες θεωρητικούς της τιμωρίας, ότι επρόκειτο για ένας αναξιόπιστος θεσμός που είναι προορισμένος να φθαρεί, η φυλακή έχει κάνει μια εντυπωσιακή επιστροφή στην πρώτη θεσμική γραμμή σε όλο τον Πρώτο και το Δεύτερο Κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (τον Καναδά, τη Γερμανία, την Αυστρία και μέρη της Σκανδιναβίας), ο εγκλεισμός έχει αυξηθεί σε όλες τις μετα-βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, έχει εκτοξευθεί σε όλα τα μετα-αυταρχικά έθνη της Λατινικής Αμερικής, και έχει αποκτήσει εκρηκτική δυναμική σε έθνη-κράτη που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ καθώς μετέβησαν από την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία στην αγορά. Το σωφρονιστικό απόθεμα όχι μόνο έχει αυξηθεί ραγδαία και στις τρεις κατηγορίες περιοχών (Walmsley 2011) ταυτόχρονα με την επισφαλειοποίηση της εργασίας και την υποχώρηση της πρόνοιας, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις, αφορά δυσανάλογα τους φτωχούς των πόλεων, τους εθνοτικά και εθνικά ξένους, τους αστέγους και τους εγκαταλελειμενους ψυχικά ασθενείς και τους ποικίλους εκτοπισμένους από την αγορά εργασίας (Wacquant 2009a: 69–75).
Η ασταμάτητη αύξηση των πληθυσμών υπό σωφρονισμό είναι ακόμα μονάχα μια ωμή, επιφανειακή εκδήλωση της επέκτασης και της εξύψωσης του σωφρονιστικού κράτους στην εποχή της καλπάζουσας αγοράς. Άλλοι δείκτες συμπεριλαμβάνουν την επιθετική αναδιάταξη της αστυνομίας μέσα και γύρω από τις υποβαθμισμένες γειτονιές και την προτίμηση των δικαστηρίων για τη διαχείριση της απείθαρχης συμπεριφοράς και των μικροπαραβάσεων• την επέκταση του δικαστικού δικτύου με εναλλακτικές κυρώσεις, τους μηχανισμούς επιτήρησης μετά την αποφυλάκιση και την κατακόρυφη ανάπτυξη των τραπεζών δεδομένων ψηφιακής δικαιοσύνης• τον πολλαπλασιασμό των διοικητικών κέντρων κράτησης που μαντρώνουν και εξορίζουν παράτυπους μετανάστες• την υπερπληθώρα νομοθετημάτων στο σωφρονιστικό μέτωπο (έχουν πολλαπλασιάσει και αυστηροποιήσει τις ποινικές κυρώσεις σε επίπεδο που δεν είχαμε δει ποτέ στο παρελθόν) και την εκτόξευση του δημοσιογραφικού εκείνου τομέα που εκμεταλλεύεται καταστροφικές εικόνες για την απειλή του εγκλήματος• η μετατροπή της καταπολέμησης του εγκλήματος στον δρόμο σε προτεραιότητα της κυβερνητικής ατζέντας (ακόμα και αν τα παραπτώματα των μεγάλων εταιρειών έχουν αποποινικοποιηθεί) και η ανάδειξη της «ανασφάλειας» στις εκλογικές καμπάνιες• και η στήριξη των σωφρονιστικών πολιτικών σε συναισθηματικές και συμβολικές παραμέτρους, που περιφρονούν εξώφθαλμα την ποινολογία.
Η ενίσχυση και διεύρυνση του σωφρονιστικού τομέα του γραφειοκρατικού πεδίου δεν είναι μια απόκριση στο έγκλημα, που έχει απομειωθεί στις δυτικές χώρες κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες και γενικά δεν έχει καμία σχέση με τα επίπεδα και τις τάσεις του σωφρονισμού (Young and Brown 1993; Lappi-Seppälä 2011). Επίσης δεν είναι απότοκο της ανόδου «της κοινωνίας του αποκλεισμού», της έλευσης της «κουλτούρας του ελέγχου» ή της παρακμής της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και της υποταγής στην «κοινωνία του ρίσκου»[8] Όπως προτείνεται, αντίστοιχα από τους Jock Young (1999), David Garland (2001), και John Pratt (2007) και Jonathan Simon (2007) , για να … Continue reading ή δημιούργημα των κερδοσκοπικών επενδυτών, όπως το περιγράφει η ακτιβιστική δαιμονολογία περί «σωφρονιστικού-βιομηχανικού συμπλέγματος» (Wacquant 2010b). Η ανάδυση των σωφρονιστικών θεσμών είναι ένα ακόμα τούβλο στο οικοδόμημα του νεοφιλελεύθερου Λεβιάθαν. Γι’ αυτό συνδέεται στενά, όχι με τις αοριστίες περί «οντολογικής ανησυχίας» στον «ύστερο μοντερνισμό» αλλά με συγκεκριμένες αλλαγές που επιβάλλουν αγοραίους κανόνες στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, με αποτέλεσμα την αύξηση της ταξικής ανισότητας, την εκτίναξη της περιθωριακότητας στις πόλεις και την συσσώρευση εθνοτικής μνησικακίας ενώ διαβρώνουν τη νομιμότητα των πολιτικών διαχειριστών. Οι Cavadino και Dignan εξετάζουν τις τάσεις σε προηγμένες κοινωνίες, κατανέμοντάς τες ανάμεσα σε τέσσερις τύπους πολιτικής οικονομίας, αναφέρουν μια γενική τάση αλλαγών στα επίπεδα σωφρονισμού αυτών των χωρών που ακολουθούν το ίδιο μοτίβο: «όσο μια κοινωνία κινείται στην κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού, η τιμωρία που επιβάλλει γίνεται σκληρότερη» (2006: 450). Ξαναδουλεύοντας τα ίδια δεδομένα από διαφορετική οπτική, η Lacey (2008: 111), παρά την επιθυμία της να αποδυναμώσει τη θέση της σωφρονιστικής σύγκλισης, αποκαλύπτει ότι ο καλύτερος δείκτης του βαθμού σωφρονισμού σε αυτές τις χώρες είναι «ο βαθμός ελέγχου» της οικονομίας, που είναι ένας αντίστροφος δείκτης της νεοφιλελευθεροποίησης. Η στατιστική ανάλυση των Lappi-Seppälä (2011: 303) σε 30 Ευρωπαϊκές χώρες επιβεβαιώνει ότι η σωφρονιστική μετριοπάθεια εντοπίζεται στη «συναινετική και κορπορατιστική πολιτική κουλτούρα, στα υψηλά επίπεδα κοινωνικής εμπιστοσύνης και πολιτικής νομιμότητας, και σε ένα ισχυρό προνοιακό κράτος» (2011), δηλαδή, σε κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που είναι αντίθετα στον νεοφιλελευθερισμό. Ακόμα, τα χρονικά και γεωγραφικά μοτίβα διάχυσης του τιμωρητικού και πορνογραφικού σωφρονισμού σε όλη την υφήλιο δείχνει τη διάχυση των πολιτικών οικονομικής απορρύθμισης και προνοιακής πειθάρχησης (Wacquant 2009b, 2011).
Δεν είναι σύμπτωση το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μετατράπηκαν σε υπερπειθαρχικές μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70’, με την ασφαλειοποίηση της εργασίας, την απόσυρση της προνοιακής στήριξης, την ενδόρρηξη του γκέττο των Μαύρων και την σκλήρυνση της φτώχειας στην δισυπόστατη μητρόπολη. Δεν ειναι τυχαίο ότι η Χιλή έγινε ο ηγέτης στον σωφρονισμό στη Λατινική Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 80 και το Ηνωμένο Βασίλειο η σωφρονιστική ατμάμαξα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέλη του 1990 καθώς εκτράπηκαν από το πελατειακή-κορπορατιστική στη νεοφιλελεύθερη κατασκευή κράτους. Υπάρχει μια βαθιά δομική και λειτουργική σύνδεση ανάμεσα στον κανόνα της αγοράς και στην πειθάρχηση μετά το τέλος της Κεϋνσιανής-Φορντικής εποχής.[9] Σε αυτό ακριβώς το σημείο διαφοροποιούμαι από τον Bernard Harcourt (2011), που εντοπίζει αυτή τη σύνδεση στον 18ο αιώνα … Continue reading Το ποινικό κράτος ξεδιπλώνεται σε χώρες που έχουν πάρει τον νεοφιλελευθερο δρόμο γιατί υπόσχεται να συνδράμει στην επίλυση των δυο διλημμάτων που δημιουργεί η έλευση της αγοράς σχετικά με τη διατήρηση της κοινωνικής και της πολιτικής τάξης: (1) κάμπτει της αυξανόμενες εξαρθρώσεις που προκαλεί η κανονικοποίηση της κοινωνικής επισφάλειας στον πάτο της ταξικής και της αστικής δομής; και (2) αποκαθιστά την εξουσία της κυβερνώσας ελίτ μέσα από τον «νόμο και τάξη» ακριβώς τη στιγμή που αυτή η εξουσία υποσκάπτεται από τις επιταχυνόμενες ροές χρημάτων, κεφαλαίου, συμβόλων και ανθρώπων ανάμεσα σε εθνικά σύνορα, και από τον περιορισμό της κρατικής πολιτικής από υπερεθνικά σώματα και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η έννοια του γραφειοκρατικού πεδίου μας βοηθά να συλλάβουμε αυτή τη διπλή αποστολή του σωφρονισμού απο τη στιγμή που μας κατευθύνει να δώσουμε την ίδια προσοχή στις υλικές και συμβολικές διαστάσεις της δημόσιας πολιτικής — εδώ, στον εργαλειακό ρόλο της πειθάρχησης των τάξεων και στην επικοινωνιακή επίδειξη κρατικής κυριαρχίας μέσα από την ποινική δικαιοσύνη.[10] Συνεπώς, προκειμένου να συλλάβουμε το σωφρονιστικό κράτος, πρέπει όχι μόνο να επανατοποθετήσουμε την … Continue reading Μας προσκαλεί ακόμα να μετακινηθούμε πέρα από την κατασταλτική σε μια παραγωγική σύλληψη του σωφρονισμού καθώς τονίζει την επιτελεστική του ποιότητα (Wacquant 2008b), ώστε να διακρίνουμε ότι οι αυξημένοι προϋπολογισμοί, ο αυξημένος αριθμός του προσωπικού και η ιεραρχική ανωτερότητα που δίνεται στα αστυνομικά και δικαστικά όργανα σε όλες αυτές τις κοινωνίες όπως έχουν μεταμορφωθεί από τον νεοφιλελευθερισμό ως οικονομικό πρόγραμμα, δεν είναι μια αίρεση, μια ανωμαλία, ή ένα μεταβατικό φαινόμενο, αλλά ένα αναπόσπαστο συστατικό του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Για να αναπτυχθεί μια ιστορική ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού, όπως πραγματικά αυτός εξελίσσεται σε χώρες όπου έχει ριζώσει — σε αντίθεση με το να παίρνει τις μετρητοίς το πως περιγράφει τον εαυτό του (όπως το μοντέλο του νόμου της αγοράς) ή με το να αναλύει το πως διαχέεται παρότι αποτυγχάνει να αποκρυσταλλωθεί σε ένα συνεκτικό καθεστώς (όπως το μοντέλο της κυβερνοολογικής) — θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός ανήκει στην κατηγορία της κατασκευής κράτους. Όπως και ο ‹μεγάλος δέκατος έκτος αιώνας› οδήγησε στη γέννηση του μοντέρνου Λεβιάθαν στη Δυτική Ευρώπη (Ertman 1997), στην επινόηση μηχανισμών της ανακούφισης της φτώχειας και της ποινικής φυλακής, ως μέρος μιας ακανθώδους μετάβασης από τον φεουδαλισμό στον μερκαντιλιστικό καπιταλισμό, η μετάβαση του δικού μας αιώνα έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου είδους κράτους που παριστάνει ότι κατοχυρώνει τις αγορές και επικροτεί την ελευθερία, αλλά στην πραγματικότητα επιφυλλάσσει τον φιλελευθερισμό και τα οφέλη του σε όσους βρίσκονται στην κοινωνική κορυφή, ενώ επιβάλλει έναν τιμωρητικό πατερναλισμό σε αυτούς που βρίσκονται στον πάτο. Αντί να βλέπουμε την αστυνομία, το δικαστήριο, και τη φυλακή ως τεχνικά παραρτήματα για την καταπολέμηση του εγκλήματος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συγκροτούν την βασική πολιτική δύναμη μέσα από την οποία ο Λεβιάθαν κυβερνά τον φυσικό χώρο, διαχωρίζει τον κοινωνικό χώρο, δραματοποιεί τις συμβολικές διακρίσεις και σκηνοθετεί την κυριαρχία. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να τις τοποθετήσουμε στο κέντρο μιας ανανεωμένης ανθρωπολογίας της εξουσίας ώστε αυτή να είναι ικανή να δείξει πως το κράτος ορίζει και διαχειρίζεται προβληματικές επικράτειες και κατηγορίες κατά την αποστολή του να δημιουργήσει αγορές και να διαπλάσει πολίτες που θα συμμορφώνονται μαζί τους, είτε τις θέλουν είτε όχι.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Barry, A., T. Osborne and N. Rose (eds.) 1996. Foucault and political reason: liberalism, neo-liberalism, and rationalities of government. Chicago: University of Chicago Press.
Bourdieu, P. 1994 [1993]. ‘Rethinking the state: on the genesis and structure of the bureaucratic field’, Sociological Theory 12: 1–19.
Bourdieu, P. 1998 [1993]. ‘The abdication of the state in The weight of the world: social suffering in contemporary society, 181–8. Cambridge: Polity Press.
Bourdieu, P. 2012. Sur l’E ́ tat. Paris: Seuil and Raisons d’agir Editions.
Brenner, N., J. Peck and N. Theodore 2010. ‘Variegated neoliberalization: geographies, modalities, pathways’, Global Networks 10: 182–222.
Brown, W. 2005. ‘Neoliberalism and the end of liberal democracy’. in Edgework: critical essays on knowledge and politics, 37–59. Princeton: Princeton University Press.
Campbell, J. and O. Pedersen (eds.) 2001. The rise of neoliberalism and institutional analysis. Princeton:Princeton University Press.
Carruthers, B. G. and W. Nelson Espeland 1991. ‘Accounting for rationality: double-entry bookkeeping and the rhetoric of economic rationality’, American Journal of Sociology 97: 31–69.
Cavadino, and J. Dignan. 2006. ‘Penal Policy and Political Economy’, Criminology and Criminal Justice 6, no. 4 (November): 435-456.
Cerny, P. G. 2008. ‘Embedding neoliberalism: the evolution of a hegemonic paradigm’, The Journal of International Trade and Diplomacy 2: 1–46.
Comaroff, J. and J. L. Comaroff (eds.) 2001. Millennial capitalism and the culture of neoliberalism. Durham: Duke University Press.
Crouch, C. 1997. ‘The terms of the neoliberal consensus’, The Political Quarterly 68: 352–60.
Dardot, P. and C. Laval 2007. La Nouvelle raison du monde. Essai sur la socie ́te ́ ne ́olibe ́rale. Paris: La De ́couverte.
Dean, M. 1999. Governmentality: power and rule in modern society. Sage: London.
Denord, F. 2007. Ne ́o-libe ́ralisme version franc ̧aise. Histoire d’une ideologie politique. Paris: Demopolis.
Drake, St. C. and H. Cayton 1993 [1945, 1962, 1969]. Black metropolis: a study of negro life in a northern city. Chicago: University of Chicago Press.
Edelman, M. and A. Haugerud (eds.) 2005. The anthropology of development and globalization: from classical political economy to contemporary neoliberalism. Oxford: Wiley-Blackwell.
Ertman, T. 1997. Birth of the Leviathan: building states and regimes in medieval and early modern Europe. Cambridge: Cambridge University Press.
Ferguson, J. 2006. Global shadows: Africa in the neoliberal world order. Durham: Duke University Press.
Fligstein, N. 1996. ‘Markets as politics: a political-cultural approach to market institutions’, American Sociological Review 61: 656–73.
Foucault, M. 2004. Naisssance de la biopolitique. Cours au Colle`ge de France, 1978–1979. Paris: Seuil/Gallimard.
Garland, D. 2001. The culture of control: crime and social order in contemporary society. Chicago: University of Chicago Press.
Greenhouse, C. J. (ed.) 2009. Ethnographies of neoliberalism. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Gamble, A. 2001. ‘Neoliberalism’, Capital & Class 25: 127–34.
Harcourt, B. E. 2011. The illusion of free markets: punishment and the myth of the natural order. Cambridge MA: Harvard University Press.
Harvey, D. 2005. A brief history of neoliberalism. New York: Oxford University Press.
Hays, S. 2003. Flat broke with children: women in the age of welfare reform. New York: Oxford University Press.
Hilgers, M. 2011. ‘The three anthropological approaches to neoliberalism’, International Social Science Journal 61: 351–64.
Hoffman, L., M. DeHart and S. J. Collier 2006. ‘Notes on the anthropology of neoliberalism’, Anthropology News 47 (6): 9–10.
Jessop, R. 2002. ‘Liberalism, neoliberalism, and urban governance: a state-theoretical perspective,’ Antipode 34, no. 3 (July): 452–472.
Kipnis, A. B. 2008. ‘Audit cultures: neoliberal governmentality, socialist legacy, or technologies of governing?’, American Ethnologist 35: 275–89.
Lacey, N. 2008. The prisoners’ dilemma: political economy and punishment in contemporary democracies. Cambridge: Cambridge University Press.
Lappi-Seppälä, T. 2011. ‘Explaining imprisonment in Europe’, European Journal of Criminology 8: 303–28.
Larner, W. 2000. ‘Neo-liberalism: policy, ideology, governmentality’, Studies in Political Economy 63: 5–26.
Levy, J. D. (ed.) 2006. The state after statism: new state activities in the age of liberalization. Cambridge, MA: Harvard University Press.
McMillan, J. 2003. Reinventing the bazaar: a natural history of markets. New York: W.W. Norton. Meiksins Wood, E. 2005. Empire of capital. London: Verso.
Mirowski, P. and D. Plehwe (eds.) 2009. The road from Mont Pelerin: the making of the neoliberal thought collective. Cambridge, MA: Harvard University Press
Moreira, A. 2008. The activation dilemma: reconciling the fairness and effectiveness of minimum income schemes in Europe. London: The Policy Press.
Mudge, S. L. 2008. ‘State of the art: what is neo-liberalism?’, Socioeconomic Review 6: 703–31. O’Malley, P., N. Rose, and M. Valverde 2006. ‘Governmentality’, Annual Review of Law & Social Science 2: 83–104.
Ong, A. 2006. Neoliberalism as exception: mutations in citizenship and sovereignty. Durham: Duke University Press Books.
Ong, A. 2007. ‘Neoliberalism as a mobile technology’, Transactions of the Institute of British Geographers 32: 3–8.
Peck, J. 2008. ‘Remaking Laissez-faire’, Progress in Human Geography 32: 3–43.
Peck, J. 2010. Constructions of neoliberal reason. New York: Oxford University Press.
Polanyi, K. [1957] 1971. ‘The economy as instituted process’, in G. Dalton (ed.), Primitive, Archaic and Modern Economies, 139–174. Boston: Beacon Press.
Pratt, J. 2007. Penal populism. London: Routledge.
Richland, J. B. 2009. ‘On neoliberalism and other social diseases: the 2008 sociocultural anthropology year in review’, American Anthropologist 111: 170–6.
Saad-Filho, A. and D. Johnston (eds.) 2005. Neoliberalism: a critical reader. London: Pluto.
Simon, J. 2007. Governing through crime: how the war on crime transformed American democracy and created a culture of fear. New York: Oxford University Press.
Tonry, M. H. 2004. ‘Has the prison a future?’, in M. H. Tonry (ed.), The future of imprisonment, 3–25. New York: Oxford University Press.
Vogel, S. K. 1996. Freer markets, more rules: regulatory reform in advanced countries. Ithaca: Cornell University Press.
Wacquant, L. 1996. ‘L’‘underclass’ urbaine dans l’imaginaire social et scientifique américain, in S. Paugam (ed.), l’Éxclusion: l’e ́tat des savoirs, 248–62. Paris: Editions La De ́couverte.
Wacquant, L. 1997. ‘Three pernicious premises in the study of the American ghetto’, International Journal of Urban and Regional Research 21–2: 341–53.
Wacquant, L. 2004 [2000]. Body and soul: notebooks of an apprentice boxer. New York: Oxford University Press.
Wacquant, L. (ed.) 2005. Pierre Bourdieu and democratic politics: the mystery of ministry. Cambridge: Polity Press.
Wacquant, L. 2008a. Urban outcasts: a comparative sociology of advanced marginality. Cambridge: Polity Press.
Wacquant, L. 2008b. ‘Ordering insecurity: social polarization and the punitive upsurge’, Radical Philosophy Review 11: 9–27.
Wacquant, L. 2009a. Punishing the poor: the neoliberal government of social insecurity. Durham: Duke University Press.
Wacquant, L. 2009b. Prisons of poverty. Revised and expanded edition. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Wacquant, L. 2009c. ‘The body, the ghetto and the penal state’, Qualitative Sociology 32: 101–29. Wacquant, L. 2010a. ‘Crafting the neoliberal state: workfare, prisonfare and social insecurity’, Sociological Forum 25: 197–220.
Wacquant, L. 2010b. ‘Prisoner reentry as myth and ceremony’, Dialectical Anthropology 34: 604–20. Wacquant, L. 2011. ‘The global firestorm of law and order: on neoliberalism and punishment’, Thesis Eleven 105: in press. [Followed by a comment by Pat O’Malley and a response.]
Walmsley, R. 2011. World prison population list, 9th edn. London: International Center for Prison Studies.
Weber, M. 1978 [1918–20]. Economy and society: an outline of interpretive sociology, 2 vols. G. Roth and C. Wittich (eds.). Berkeley: University of California Press.
Williamson, J. 1993. ‘Democracy and the “Washington Consensus”’, World Development 21: 1329–36.
Young, W. and M. Brown 1993. ‘Cross-national comparisons of imprisonment’, Crime & Justice: A Review of Research 17: 1–49.
Young, J. 1999. The Exclusive Society: Social Exclusion, Crime and Difference in Late Modernity. London: Sage.
References
↑1 |
Για μια αναδρομική ανατομή των αναλυτικών συνδέσεων και των βιογραφικών γραναζιών ανάμεσα «στο σώμα, στο γκέτο και το σωφρονιστικό κράτος» βλ. Wacquant (2009c). |
↑2 |
Από τη δεκαετία του 1980, μια περίεργη μίξη υπερβολής και ελλιπούς σαφήνειας συντροφεύει την προβληματική ηγεμονία της έννοιας του νεοφιλελευθερισμού στην ετερόδοξη πολιτική οικονομία. Η έννοια έχει γίνει, ταυτόχρονα, ένας κεντρικός όρος σε συζητήσεις για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά τη δεκαετία του 1980 και έκφραση βαθιάς διαφωνίας και σύγχυσης που χαρακτηρίζουν αυτές τις συζητήσεις. Συνεπώς, ο «νεοφιλελευθερισμός» μοιάζει με «κατεργάρα έννοια» — άτακτη και επίμονη, μα ασαφώς καθορισμένη, εμπειρικά ανακριβής και συχνά αμφισβητούμενη (Brenner et al. 2010:183-4) |
↑3 |
Αυτή η άποψη εμφανίζεται στα γραπτά του Φουκώ και στις παραδόσεις του 1978-1979 στο Collège de France για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής (Φουκώ, 2004), οι οποίες ενέπνευσαν μια γενική έρευνα πάνω στην ‹κυβερνοολογική› ως τέχνη διαμόρφωσης πληθυσμών (υπακοή) και εαυτού (υποκειμενοποίηση). Οι όροι «μετακοινωνική διακυβέρνηση» (postsocial governance), «προηγμένος φιλελευθερισμός» (advanced liberal), ή «ύστερος φιλελευθερισμός» (late liberal) είναι σχυνά συνώνυμοι του νεοφιλελευθερισμού (βλ Dean [1999] για μια επισκόπηση και O’ Malley et al. [2006] για μια παράδοξη υπεράσπιση μιας θεωρητικής προσέγγισης που αρνείται ότι είναι τέτοια). Δεν υπάρχει χώρος εδώ να απαντήσουμε στα προβλήματα που ενυπάρχουν στους καθορισμούς του ίδιου του Φουκώ για την κυβερνοολογική και τον νεοφιλελευθερισμό (ξεκινώντας με τον θίασο των ιδεαλιστών), και το συνταίριασμά τους, ή ακόμα περισσότερο να εκτιμήσουμε τις νέες εκδοχές τους και την σχετικότητά τους με ιστορικές αλλαγές που προέκυψαν μετά τον θάνατο του Φουκώ. |
↑4 |
Αν ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια σειρά ‹υπολογιστικών τεχνολογιών› που εκκινούν από την οικονομία και μεταναστεύουν σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, τότε η γέννησή του μπορεί να φτάσει πίσω στο 1494 με την επινόηση του διπλογραφικού συστήματος (Carruthers και Espeland 1991), και επομένως οι μεγάλοι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι ο Ludwig von Mises, ο Friedrich von Hayek ή ο Milton Friedman αλλά ο Max Weber (1978 [1918–20]: 85–113, 212–26) για τον οποίο η ισχύς της εργαλειακής ορθολογικότητας έχει διαφοροποιήσει τη Δύση από τους υπόλοιπους — και ακόμα περισσότερο καθώς ο Weber δίνει μεγάλη έμφαση στη σχετική έννοια του Lebensführung, «διαγωγή της ζωής», στη συγκριτική κοινωνιολογία της θρησκείας που κάνει. |
↑5 |
Αυτή είναι μια λογική προϋπόθεση: προκειμένου να προκύψουν τα διαφοροποιημένα τοπικά είδη νεοφιλελευθερισμών μέσα από τη ‹μετάλλαξη›, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό γένος από το οποίο κατάγονται όλα. Συνεπώς κάθε σύλληψη των πολλαπλών ‹νεοφιλελευθερισμών με μικρό ν› αναγκαστικά προϋποθέτει μερικούς ‹Νεοφιλελευθερισμούς με Κεφαλαίο Ν›, αν και υπόρρητα. Και κάθε περιφερειακή και μερική ενσάρκωση του φαινομένου μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια μόνο σε σχέση, φανερή ή συγκαλυμμένη, με έναν πιο ολοκληρωμένο αυθεντικό πυρήνα. |
↑6 |
Αυτό το σημείο επισημαίνετε από τον François Denord (2007) και τον Jamie Peck (2010: 3), ο οποίος φέρνει στο φως τα πρώιμα κείμενα του Milton Friedman (δημοσιευμένα το 1951 μόνο στα Σουηδικά) μέσα στα οποία ο οικονομολόγος από το Σικάγο εξηγεί: «Το θεμελιώδες λάθος στη βάση του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα (ήταν ότι) θεώρησε ως σχεδόν μοναδικό καθήκον του κράτους, τη διατήρηση της ειρήνης και την εξασφάλιση ότι τα συμβόλαια τηρούνται. Ήταν μια αφελής ιδεολογία. Θεωρούσε ότι το κράτος μπορούσε μόνο να κάνει κακό (και ότι) ο κανόνας θα έπρεπε να είναι το laissez-faire.» Κόντρα σε αυτή την άποψη, το «δόγμα του νεοφιλελευθερισμού» βεβαιώνει ότι «υπάρχουν πραγματικά θετικές λειτουργίες που επιτελούνται από το κράτος», ανάμεσά τους και το να εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, να αποτρέπει τα μονοπώλια, να εξασφαλίζει τη νομισματική σταθερότητα και (κυρίως) «να αμβλύνει την οξεία φτώχεια και δυστυχία». Ο Peck έχει δίκιο όταν σημειώνει ότι «ο νεοφιλελευθερισμός, στις πολλές μορφές του, είχε πάντα στόχο την κατάληψη και επανάχρηση του κράτους, προς το συμφέρον της διαμόρφωσης μιας φιλο-εταιρικής «τάξης ελεύθερης αγοράς» (2009:9), αλλά σταματάει λίγο πριν γεννήσει τα επαναλαμβανόμενα θεσμικά μέσα, ενώ το κράτος πετυχαίνει αυτή τη δημιουργία. |
↑7 |
Το γραφειοκρατικό πεδίο είναι μια απο τις τρεις έννοιες που φτιάχνει ο Bourdieu για να ξανασκεφτεί την εξουσία. Δε θα πρέπει να μπερδεύεται με το πολιτικό πεδίο (με το οποίο αλληλεπιδρά) και το πεδίο της εξουσίας (μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένο). Βλ. Wacquant (2005:13-18) για μια εξήγηση των μεταξύ τους σχέσεων και Wacquant (2010a) για μια παραλλαγή της έννοιας του γραφειοκρατικού πεδίου που επιχειρεί να εξηγήσει τον χαρακτήρα του νεοφιλελεύθερου Κράτους. Σύμφωνα με τον ευφυή χαρακτηρισμό του Mudge, ο νεοφιλελευθερισμός έχει τρία πρόσωπα, το διανοητικό (ένα δόγμα), το γραφειοκρατικό (κρατικές πολιτικές φιλελευθεροποίησης, απορρύθμισης, ιδιωτικοποίησης, αποπολιτικοποίησης, και μονεταρισμού), και το πολιτικό ( αγώνες για την κρατική εξουσία), που μοιράζονται έναν κοινό και διακριτό ιδεολογικό πυρήνα: την ανάδυση της αγοράς σε όλους αυτούς τους τρόπους οργάνωσης› (2008:705). Αλλά προσθέτει ένα μη πειστικό αναλυτικό βάρος στο πολιτικό πεδίο, αντί να χρησιμοποιήσει το γραφειοκρατικό πεδίο ως τον πρωτεύοντα χώρο μέσα στον οποίο διαδραματίζεται η μάχη για τις αποστολές και τα μέσα τη δημόσιας δράσης. |
↑8 |
Όπως προτείνεται, αντίστοιχα από τους Jock Young (1999), David Garland (2001), και John Pratt (2007) και Jonathan Simon (2007) , για να επισημάνουμε της βασικές μακροθεωρίες της πρόσφατης ποινικής αλλαγής. |
↑9 |
Σε αυτό ακριβώς το σημείο διαφοροποιούμαι από τον Bernard Harcourt (2011), που εντοπίζει αυτή τη σύνδεση στον 18ο αιώνα και την ανακάλυψη του ζεύγους μύθων, αφενός της ‹ελεύθερης αγοράς› και της ‹φιλόπονης αστυνομίας›: το επεκτατικό ποινικό κράτος είναι η διακριτή δημιουργία του νεοφιλελευθερισμού και όχι η κληρονομιά ή η ανάδυση του κλασικού φιλελευθερισμού. Εμφανίζεται μετά τη Φορντική-Κευνσιανή περίοδο επειδή η τελευταία είχε αποφασιστικά τροποποιήσει τις θεσμικές παραμέτρους και τις συλλογικές προσδοκίες από την κρατική δράση (για περισσότερα, βλέπε Wacquant 2009a: 227–8). |
↑10 |
Συνεπώς, προκειμένου να συλλάβουμε το σωφρονιστικό κράτος, πρέπει όχι μόνο να επανατοποθετήσουμε την σωφρονιστική δικαιοσύνη στον πυρήνα της πολιτικής ανθρωπολογίας. Θα πρέπει επίσης να βάλουμε ένα τέλος στην αμοιβαία εχθρότητα (ή εσκεμμένη άγνοια) ανάμεσα σε δύο κλάδους της εγκληματολογίας, τη Μαρξιστική και τη Ντικερμιανή, που έχουν αναπτύξει τις υλικές και συμβολικές λογικές της τιμωρίας σε απόσταση ή ακόμα και σε αντιπαράθεση η μία από την άλλη. |