Η υποδοχή
Toν Νοέμβριο του 2019, το Υπουργείο Μετανάστευσης αποφάσισε ότι προσφυγικές οικογένειες αιτούσες άσυλο, συνολικά 200 άνθρωποι, θα μετεγκατασταθούν σε ξενοδοχεία γύρω από την πόλη της Νάουσας.
Στην αναγγελία της είδησης, μια μερίδα κατοίκων συγκεντρώθηκε στη νοητή είσοδο της πόλης, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον κύριο αστικό ιστό, στο σημείο που αποκαλείται «διασταύρωση».
Ο σκοπός αυτής της συνάθροισης δεν ήταν να καλωσορίσει τις νεοαφιχθείσες οικογένειες — κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό, δεδομένου ότι οι αιτούντες άσυλο θα αποτελούσαν τις πρώτες πληθυσμιακές εισροές στον δήμο μετά από δεκαετίες δημογραφικής συρρίκνωσης.
Ο στόχος των συγκεντρωμένων ήταν ο ακριβώς αντίθετος. Ήθελαν να απαγορεύσουν την είσοδο στα λεωφορεία που τους μετέφεραν, να αποτρέψουν αυτό που έβλεπαν ως εισβολή. Oρισμένοι από αυτούς έσπευσαν στα ξενοδοχεία που ανέλαβαν τη φιλοξενία, προβαίνοντας ακόμα και σε πράξεις βίας εις βάρος των αιτούντων άσυλο και αλληλέγγυων κατοίκων.
Οι εκπρόσωποι
Εσπευσμένα συγκλήθηκε έκτακτο δημοτικό συμβούλιο επί του θέματος. Οι δημοτικοί/ές σύμβουλοι, στην πλειονότητά τους κράτησαν αμυντική στάση, επικαλούμενοι κυρίως την έλλειψη προηγούμενης ενημέρωσης, την έλλειψη προετοιμασίας, τους ενδεχόμενους κινδύνους, αλλά κυρίως την «περιορισμένη φέρουσα ικανότητα» του Δήμου Νάουσας.
Παρά την ασάφεια της φράσης «φέρουσα ικανότητα», παρά την απουσία ορισμού της, παρά την απουσία των δεδομένων που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό ότι αυτή η φέρουσα ικανότητα είναι περιορισμένη, γίνεται αμέσως κατανοητός ο πυρήνας του επιχειρήματος: οι αιτούντες άσυλο θα αποτελούσαν βάρος σε έναν δήμο με περιορισμένους πόρους.
Η λογική που ενημερώνει την απραξία
Τελικά η συγκέντρωση των αγανακτισμένων Ναουσαίων διαλύθηκε, το δημοτικό συμβούλιο έληξε και οι οικογένειες που ζητούσαν άσυλο παρέμειναν στα ξενοδοχεία που χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Philoxenia».
Ωστόσο όταν ενάμιση χρόνο μετά, οι αιτούντες άσυλο αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες και η χρηματοδότηση που παρείχε το πρόγραμμα στα ξενοδοχεία διεκόπη, αποχώρησαν από την πόλη της Νάουσας, προς άλλους προορισμούς, κυρίως σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας ή του εξωτερικού.
Δεν ήταν ότι δεν είχαν καμιά χρηματική βοήθεια. Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, δικαιούνται το επίδομα που τους προσφέρεται μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι του ελληνικού κράτους) από το πρόγραμμα HELIOS, με την προϋπόθεση ότι θα βρουν σπίτι, θα υπογράψουν συμβόλαιο, θα αναζητήσουν εργασία, και θα παρακολουθήσουν σεμινάρια ανάπτυξης δεξιοτήτων και εκμάθησης γλώσσας.
Στη Νάουσα, παρότι πολλοί πρόσφυγες το θέλησαν, δεν κατάφεραν να βρουν προοπτική, σπίτι ή κίνητρο που θα τους επέτρεπε να εγκατασταθούν μακροπρόθεσμα στην πόλη.
Συζητώντας αναδρομικά με δημοτικούς συμβούλους για τα γεγονότα εκείνα της προηγούμενης διετίας, αλλά για όσα ακολούθησαν, ήταν σαφές ότι δεν έγινε ποτέ προσπάθεια από τη μεριά του δήμου να ενεργοποιήσει κάποιον μηχανισμό βοήθειας προς τους αιτούντες άσυλο. Η παραμονή τους εκλήφθηκε εξαρχής ως προσωρινή, ως μια σύμβαση. Και όσοι δημοτικοί σύμβουλοι της συντηρητικής παράταξης δεν αντέδρασαν σφοδρά στην άφιξή τους, το έκαναν γιατί πίστευαν σε αυτη την προσωρινότητα.
Ακόμα και κάποιες στοιχειώδεις δράσεις βοήθειας συνέβησαν μυστικά, για να μη ερεθιστούν τα ρατσιστικά αντανακλαστικά μέρους της κοινωνίας. Για παράδειγμα, όταν το τοπικό τμήμα του Ερυθρού Σταυρού αποφάσισε να προσφέρει άτυπα και εθελοντικά μαθήματα στα παιδιά των προσφυγικών οικογενειών, οι σχολικές αίθουσες παραχωρήθηκαν με την προϋπόθεση τα μαθήματα να γίνονται με τρόπο διακριτικό, στις ήσυχες ώρες του θέρους. Ήταν λες και η ηρωική πόλη της Νάουσας, που καμαρώνει για το επαναστατικό της παρελθόν, ήθελε να παιξει για άλλη μια φορά το κρυφό σχολειό, αυτή τη φορά στα αληθινά, με θύτες τους ρατσιστές της διπλανής πόρτας.
Το λάθος
Η ιδεολογία της «περιορισμένης φέρουσας ικανότητας» είναι καλά εδραιωμένη. Πολίτες και πολιτευτές είναι πεπεισμένοι για την αλήθεια του επιχειρήματος. Ένα πρόβλημα μόνο υπάρχει: Πρόκειται για λάθος.
Ο δήμος Νάουσας διαθέτει πολλούς, ανεκμετάλλευτους πόρους και κυρίως ανεκμετάλλευτους και κενούς στεγαστικούς πόρους: δηλαδή σπίτια που είναι άδεια. Αυτό που στην πραγματικότητα είναι περιορισμένο είναι η διάθεση και η γνώση της διοίκησης να καταγράψει, να εκτιμήσει και να βρει ένα τρόπο και μηχανισμούς να χρησιμοποιήσει αυτούς τους πόρους.
Στην πραγματικότητα, η Νάουσα, όπως και πολλοί άλλοι δήμοι της ελληνικής περιφέρειας, βρίσκονται υπό συρρίκνωση: δημογραφική, κοινωνική και οικονομική.
Κατά την προηγούμενη δεκαετία 2001-2011, ο πληθυσμός του μειώθηκε συνολικά κατά 5% ενώ άλλαξε σημαντικά και η ηλικιακή του σύνθεση: Ο νεαρότερος πληθυσμός (15-34) μειώθηκε κατά 5%, ενώ ο γηραιότερος πληθυσμός (65 και άνω) αυξήθηκε κατά 5,5%.
Παρά την τάση πληθυσμιακής μείωσης, η Νάουσας συνέχισε να χτίζει. Τη δεκαετία 2001-2011 προστέθηκαν στο κτιριακό της απόθεμα 1.430 νέες κατοικίες, παρότι ο αριθμός των νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 70. Ταυτόχρονα υπήρξε μεγάλη αύξηση του αριθμού των σπιτιών που έμενα άδεια. Οι νέοι μετανάστευαν μακρυά και τα σπίτια, παλιά και νεόκτιστα έμεναν κενά.
Όσο για τις συνθήκες στέγασης του τοπικού πληθυσμού, ήδη το 2011 υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έμενε σε μη επαρκείς κατοικίες. Συνολικά, υπήρχαν 3.056 άτομα που βίωναν έλλειψη στέγης. Και τίποτα δε υποδηλώνει ότι η τάση αυτή αντιστράφηκε τη δεκαετία που ακολούθησε. Αντιθέτως, είναι πιθανότερο πως τόσο η δημογραφική συρρίκνωση όσο και η οικονομική ύφεση επιδεινώθηκαν — απλά περιμένουμε τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ να μας το επιβεβαιώσει.
Στη Νάουσα, όπως και πολλούς μικρούς τόπους της ελληνικής περιφέρειας, εντοπίζεται λοιπόν ένα παράδοξο: υπάρχουν αναρίθμητα κενά σπίτια, ενώ όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού βιώνουν στεγαστική έλλειψη, ενώ οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι επικαλούνται λανθασμένα μια «περιορισμένη φέρουσα ικανότητα».
Ο Αχμέτ
Ο Αχμέτ, Σύριος πρόσφυγας που μετακινήθηκε στην Νάουσα μετά από δύο μήνες παραμονής στο κέντρο στη Μόρια, διέμενε με τον γιο του στο ξενοδοχείο Αμπελώνες που βρίσκεται 2 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Το ξενοδοχείο χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινή εγκατάσταση για 16 οικογένειες Σύριων — συνολικά 80 άτομα.
Όταν επικοινώνησε μαζί μου, ήταν γιατί είχε λάβει τα έγγραφα εξόδου του, που σήμαινε ότι ως αναγνωρισμένος πρόσφυγας θα έπρεπε να φύγει από το ξενοδοχείο φιλοξενίας άμεσα.
Έψαξε σπίτι στην πόλη της Νάουσας γι΄ αυτόν και τις υπόλοιπες οικογένειες αλλά ανώφελα. Προσπάθησε να κάνει χρήση της πλατφόρμας του HELIOS, αλλά και αυτός και οι υπόλοιπες οικογένειες αντιμετώπιζαν δυσκολίες:«Για να πάρεις την επιδότηση του HELIOS σου ζητάνε πρώτα το συμβόλαιο. Το συμβόλαιο πρέπει να γίνει μέσα μέσα από το taxisnet — αυτό παίρνει κανα μήνα. Έπειτα πρέπει να καταθέσεις το συμβόλαιο και να πάρεις την επιδότηση μετά από 20 ημέρες. Όχι όλο το ποσό με μιας. Κάθε μήνα πρέπει να προσκομίζεις την απόδειξη πληρωμής. Πρέπει λοιπόν να περιμένεις περίπου δύο μήνες, για να πάρεις πίσω τα χρήματα που έδωσες για το σπίτι. Εμείς βρήκαμε ορισμένα σπίτια στη Νάουσα, αλλά όταν πήγαμε εκεί και τους ζητήσαμε να υπογράψουμε συμβόλαιο, μας είπαν, «όχι, δεν έχει συμβόλαιο», για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι το διαμέρισμα δεν είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο ενέργειας. Έπειτα έχουμε το πρόβλημα της γλώσσας. Θέλω να βρω ένα σπίτι. Αν βρω με 150-200 ευρώ, θα μείνω».
Όταν στις 10/1/2021 το ξενοδοχείο Αμπελώνες εκκενώθηκε, καμιά προσφυγική οικογένεια δεν έμεινε στην πόλη της Νάουσας. Κανένα κενό σπίτι δε γέμισε. Και πολλοί από τους διαδηλωτές εκείνου του Νοεμβρίου του 2019, και οι ίδιοι σε έλλειψη στέγης, έχασαν μια ευκαιρία.
Συντεταγμένες αλλαγής
Ακόμα και σήμερα, και εν όψει των προκλήσεων που ακολουθούν, με τη διαρκή ύφεση και τις αυξημένες ροές, μια τοπική πολιτική κοινωνικής κατοικίας για τη δημιουργία περισσότερων στεγαστικών ευκαιριών για τον πληθυσμό, για κάθε άνθρωπο σε στεγαστική πίεση, είναι αναγκαία.
Αυτή η τοπική πολιτική κοινωνικής κατοικίας θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποια πρώτα βασικά βήματα: Πρώτα, στην λεπτομερή καταγραφή του αριθμού και εκτίμηση της ποιότητας των αχρησιμοποίητων κατοικιών και στον εντοπισμό των ιδιοκτητών/τριών τους. Έπειτα στη δημιουργία φορέα που θα αναλάβει την διαχείριση του διευρυμένου στεγαστικού αποθέματος, εξασφαλίζοντας την μακροπρόθεσμη προσιτότητα και επάρκειά του.
Διότι στην πραγματικότητα η άρνηση της διοίκησης, επί ενάμιση χρόνο, να αναπτύξει μια τοπική πολιτική για τη στέγαση, να προσφέρει στεγαστική βοήθεια στους αιτούντες άσυλο, είχε άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στους πρόσφυγες αλλά και στα φτωχά τμήματα του τοπικού πληθυσμού.
Αν η έλευση των προσφύγων γινόταν όχι ευκαιρία να ανασυρθεί ο φόβος και οι επικλήσεις σε μια ασαφή φέρουσα ικανότητα, αλλά ευκαιρία ώστε να δημιουργηθεί ένας διοικητικός μηχανισμός καταγραφής και χρήσης (μέρους) των κενών κατοικιών, αυτό δε θα ωφελούσε μόνο τους αιτούντες άσυλο αλλά και τον τοπικό πληθυσμό, κάθε άνθρωπο του συρρικνούμενου αυτού τόπου που αντιμετωπίζει έλλειψη στέγης.