Στην κοινότητα των συλλεκτών, δίπλα στην πρωταγωνίστρια ομάδα των φιλοτελιστών, περπατά στην σκιά μια ταπεινότερη, λιγότερο γνωστή κατηγορία εμμονικών. Συλλεκτική δημογραφική ομάδα και η ίδια, αποτελείται από συλλέκτες καλλίγραμμων, πλαστικών αντικειμένων. Πολύχρωμες ή μονόχρωμες, με διασκεδαστικές, διαφημιστικές απεικονίσεις ή με λιτά μηνύματα, εγχώριας κυκλοφορίας ή αλλοδαπές, δεν έχει σημασία, οι συλλέκτες τηλεκάρτας βρίσκουν μια μυστηριώδη γοητεία σε όλες τους.
Πιτσιρίκος ακόμα, είχα κάνει την εγγραφή μου ως μέλος. Δεν υπήρχε τελετουργικό. Αρκούσε η προδιάθεση, η άρρητη συμφωνία ως προς την σημασία της τηλεκάρτας και η μετοχή στο κυνήγι. Ως κυνηγός δαπανούσα κάποιες ώρες της μέρας για να διανύσω μια προσχεδιασμένη πορεία με σταθμούς όλους τους τηλεφωνικούς θαλάμους της πόλης. Όταν έπεφτα σε κατοικημένο θάλαμο, περίμενα με αγωνία τον ένοικο να ολοκληρώσει την κλήση του και πόνταρα ως γνήσιος θηρευτής σε αυτό που θεωρούσα ασυγχώρητη αμέλεια. Με το που κατέβαζε το ακουστικό και έβγαινε στο πεζοδρόμιο, ορμούσα μέσα, τέντωνα το μικρόσωμο χέρι μου για να φτάσει στην πάνω επιφάνεια του τηλεφώνου ενώ γλιστρούσα το βλέμμα μου προσεκτικά στην σχισμή και γύρω από τον θάλαμο.
Συχνά οι αδιάφοροι ομιλητές εγκατέλειπαν την κάρτα τους πάνω στο τηλέφωνο, όταν η φλυαρία τους εξαντλούσε τις μονάδες της. Αυτή η αθώα κίνηση της εγκατάλειψης που την απέδιδα στην βαρεμάρα του ομιλητή παρά στο αίσθημα αλληλεγγύης του προς τον ακάματο συλλέκτη, αποτελούσε ένα δώρο ανεκτίμητο για εμένα.
Μάζεψα εκατοντάδες τέτοιες κάρτες. Τις καταμετρούσα εβδομαδιαία. Αντάλλασσα τις διπλές και έκλεβα από τους υπόλοιπους συλλέκτες όσες θεωρούσα ανεκτίμητες. Οι συγγενείς που ταξίδευαν στο εξωτερικό, πάντα μεριμνούσαν να μου φέρουν μερικά κομμάτια για να γλιτώσουν την γκρίνια. Συνήψα συμμαχίες με περιπτεράδες και καταστηματάρχες που είχαν τα στόρια τους δίπλα σε θαλάμους-περάσματα, αλλά και γνωστούς φαφλατάδες που χρησιμοποιούσαν συστηματικά τους θαλάμους. Εκτιμούσα την αξία κάθε κομματιού, κοιτώντας με περιέργεια τον αριθμό των αντιτύπων. Το πιο εκλεκτό κομμάτι που διέθετα ήταν μια μονόχρωμη, κατακόκκινη κάρτα που είχε βγάλει η Malboro μαζί με 9.999 ολόιδιες.
Πάει καιρός που έχω εγκαταλείψει αυτή την δράση. Από τη μια μεγάλωνα. Από την άλλη έβρισκα όλο και σπανιότερα κάρτες στους θαλάμους. Οι επισκέπτες τους σπάνιζαν, οι πωλήσεις των καρτών έπεφταν και τα κινητά εδραίωναν την κυριαρχία τους. Και το πάθος μου εξατμίστηκε.
Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι, οι ευθυτενείς φρουροί της πόλης, σήμερα είναι τα ξοφλημένα ίχνη μιας άλλης εποχής∙ η απόδειξη πως για να εξασκήσεις την αρχαιολογία της πόλης δεν χρειάζεται να σκάψεις. Με τους ρυθμούς που αλλάζει η συγκρότηση της, πολλοί από τους πρωταγωνιστές των προηγούμενων δεκαετιών πέφτουν στην άβυσσο της λησμοσύνης σαν ξοφλημένοι ηθοποιοί. Έτσι και ο θάλαμος. Όλα τα μέλη του σώματός του – από τον υπερμεγέθη, ακίνητο, βαρύ θώρακα που πάνω του ξαπλώνουν σε σιδερένια τετράγωνα οι αριθμοί, μέχρι το καλοσχηματισμένο και ασήκωτο ακουστικό – μοιάζουν στοιχεία υπερβολικά δυσκίνητα και ασύμβατα με τους τρελούς ρυθμούς της σύγχρονης εποχής. Και όταν οι άσπλαχνοι εκπρόσωποι της αστικής «καινοτομίας» δεν ξεριζώνουν τα αχρείαστα κουφάρια τους, οι θάλαμοι μένουν εγκαταλειμμένοι χώροι, απαρηγόρητοι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους που έγινε υποσημείωση στο σενάριο του αστικού δράματος.
Αλλά μαζί με τους θαλάμους, χάνουμε και εμείς κάτι σημαντικό. Αυτά τα γυάλινα κουτιά του ενός τετραγωνικού ήταν χώροι ασφαλείς, που προστάτευαν όποιον ήθελε να βρει καταφύγιο μακριά από τον θόρυβο του πλήθους. Αρκούσε απλά να παραμερίσεις στο πεζοδρόμιο, να κλείσεις την πόρτα του θαλάμου για να αποσυρθείς, να γυρίσεις την πλάτη προς την ακατάπαυτη αστική ροή των διαβατών, να βάλεις την κάρτα μέσα στην σχισμή και να καλέσεις τον αριθμό για να μιλήσεις με τον συγγενή, τον φίλο, τον εραστή, τον νταβατζή σου.
Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι ήταν αποθήκες στις οποίες εναποθέταμε λόγια και υποθέσεις ιδιωτικές. Ήταν καταφύγια ιδιώτευσης όπου εξασκούσαμε την λατρεία της λησμονημένης αρετής του μυστικού. Μα σήμερα στον διάφανο κόσμο των open data τα μυστικά είναι αχρείαστα. Τα smartphones έχουν δημιουργήσει την ακατάπαυστη επιθυμία να δηλώνουμε διαρκώς και οικειοθελώς την παρουσία μας και να εξομολογούμαστε δημοσίως τα μυστικά μας. Πώς να επιβιώσουν οι φρουροί της ιδιώτευσης ανάμεσα σε υποκείμενα που νοσούν όταν αισθάνονται αποσυνδεδεμένα από το νοερό τους ακροατήριο; Ανάμεσα σε υποκείμενα που δυσκολεύονται να εκτιμήσουν την γοητεία των εξομολογήσεων που συντελούνται με μόνο έναν αποδέκτη.
Σκεφτείτε πόσο πυκνή και έντονη ήταν η σημασία αυτής της εξομολόγησης που απηύθυνε το μήνυμα σε έναν μόνο λήπτη. Ο υπόλοιπος κόσμος και ο θόρυβός του δεν είχαν καμία σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν το μήνυμα και όχι το θέαμα που προσέφερε.
Σκεφτείτε τους ανθρώπους και τις σωματικές κινήσεις που επιτελούσαν για να προστατέψουνε τα μυστικά τους. Σύζυγοι που βγαίνανε για τσιγάρα μα ξέκλεβαν ένα πεντάλεπτο για να επικοινωνήσουν με τον παράνομο δεσμό τους. Μητέρες ευαίσθητες που επικοινωνούσαν μυστικά με τα αποκληρωμένα τους παιδιά. Διάολοι που δίνανε το έναυσμα μιας παράνομης πράξης. Βιαστικοί επιχειρηματίες που στάθμευαν για να δώσουν μια εντολή. Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι ήταν οι χώροι όπου μπορούσες να μιλήσεις με όσους και για όσα δεν μπορούσες να το κάνεις παρουσία άλλων.
Ήταν όμως και χώροι έκτακτης ανάγκης. Αμέτρητες ήταν οι φορές που ξέχασα τα κλειδιά του σπιτιού και έπρεπε να χρησιμοποιήσω την τηλεκάρτα μου, αφού ανακαλούσα στη μνήμη μου τα κρίσιμα ψηφία του συγγενικού αριθμού για να ανακοινώσω με μεταμέλεια την δύσκολη κατάσταση στην οποία είχα μπλέξει. Σαφώς η επίπληξη για την επανειλημμένη εφηβική μου αμέλεια ήταν ενοχλητική, αλλά ένα τηλεφώνημα ήταν φτηνότερο από τον κλειδαρά.
Γνωρίζω πως η σωματικότητα που απαιτούσαν οι επικοινωνίες στην εποχή του θαλάμου, έχουν αντικατασταθεί από τις χρονικότητες που απαιτεί ένα προσωπικό μήνυμα στην εποχή του messenger και του cloud και των sim. Η κυριαρχία του κινητού και της ακατάπαυτης σύνδεσης είναι η κυριαρχία του χρόνου επί του χώρου. Και καθώς εδραιώνεται αυτή η κυριαρχία, η αξία της παλιάς συλλογής μου και η σπουδαιότητα των καρτόφιλων αυξάνεται.
Μα υπάρχει και ένα τίμημα. Όλο και συχνότερα αντιλαμβάνομαι ένα κενό, εκεί που άλλοτε υπήρχαν οι σταθμοί του κυνηγιού μου. Η θάλαμοι βαπτίζονται αχρείαστοι και ξηλώνονται. Η παρουσία τους γίνεται όλο και σπανιότερη! Δεν θρηνώ βέβαια για τον κόσμο μας που αλλάζει. Θρηνώ για την επιθετικότητα ενός κόσμου που έχει την αλαζονική διάθεση να ξεκαθαρίσει βίαια τους λογαριασμούς του με ότι πια θεωρεί ξεπερασμένο με συνέπεια να σβήνει τα ίχνη που θεωρεί άχρηστα. Αλλά τα ίχνη δεν είναι ποτέ άχρηστα.
Και αν οι θάλαμοι δεν είναι χρήσιμοι ως κέντρα επικοινωνίας, είναι χρήσιμοι ως αναμνήσεις ενός άλλου κόσμου. Και δεν είναι συνετό να ξηλώνουμε τις αναμνήσεις μας, δεν νομίζετε;