Μίλησα για τη διαδικασία μιας κάποιας φωτογραφίας του συρμού, όπου η φτώχεια καθίσταται αντικείμενο κατανάλωσης. Στο μέτρο που στρέφομαι στη Νέα Αντικειμενικότητα ως φιλολογικό κίνημα, πρέπει να κάνω ένα παραπέρα βήμα και να πω ότι αυτή κατέστησε την πάλη ενάντια στην φτώχεια ένα αντικείμενο κατανάλωσης.
Walter Benjamin, Ο συγγραφέας ως παραγωγός.
Έβγαλε ο Guardian μια διαφήμιση για ένα τουριστικό πακέτο της κρίσης με το οποίο λίγο πολύ καλούσε “πολιτικοποιημένους τουρίστες” να πληρώσουν 2.500 λύρες, άνευ ταξιδιωτικών εξόδων για να περιηγηθούν στις φτωχογειτονιές και να δούνε τις ευάλωτες, ιθαγενείς φυλές να υποφέρουν.
As if Greece hasn't been through enough without a bunch of Guardian readers trouncing around on safari. Alternatively, save your £2.5k and go and visit Greece like a normal person and help support local businesses. Believe me, you will still be able to ask questions. Christ. pic.twitter.com/xv9Dc2wwqC
— John Johnston (@johnjohnstonmi) March 28, 2018
Ξεσπάθωσαν λοιπόν αναρίθμητοι έλληνες και ξένοι πολίτες και διαμαρτυρήθηκαν για την αριστερόστροφη κερδοσκοπία που προσπαθεί να τα κονομήσει θεματοποιώντας την φτώχεια, μετατρέποντάς τη σε τουριστικό προϊόν, συσκευασμένο για ευαίσθητους οφθαλμούς.
Αλλά η δυστυχία ως θέαμα δεν είναι και καμιά καινοτομία της τουριστικής βιομηχανίας.Και βεβαίως δεν είναι και ένα πεδίο που λυμαίνονται οι ξένοι εις βάρος μας. Έχουμε και τα δικά μας κουμάσια που κάνουν πιάτσα τις φτωχολογιές εκθέτοντας τα junkia και τους πρόσφυγες. Και οι ευσυνείδητοι τουρίστες κουνούν εν είδει κάθαρσης το συγκλονισμένο τους κεφάλι πέρα δώθε, όταν ο ξεναγός αφηγείται τα συλλογικά δεινά που μαστίζουν τον τόπο και σαρκώνονται στις ευάλωτες δημογραφίες προς επίδειξη.
Η αφήγηση περί του πόνου βρίσκεται στην πιάτσα χρόνια αναρίθμητα και τροφοδοτεί ασταμάτητα με γραφτά και εικόνες την αχόρταγη βιομηχανία της διασκέδασης και του θεάματος. Και όπως και να το κάνουμε κάθε αριστούργημα, μυθιστορηματικό και μη, οφείλει να κάνει την αναφορά του στον ανθρώπινο πόνο. Αυτόν προσπαθεί να εξηγήσει και να γιάνει.
Το ερώτημα βεβαίως που διατυπώνεται συχνά είναι αν θα ήταν προτιμότερο η δυστυχία να μείνει ατραγούδιστη από τους «λυρικούς» και τους καλλιτέχνες. Το ερώτημα ρωτά: αλλάζει αυτή η κατάσταση, όταν την περιγράφουν/ φωτογραφίζουν/ σκηνοθετούν; Μήπως η καλλιτεχνική ευαισθησία συντηρεί τη μιζέρια για να διατηρεί αβύθιστη την πηγή της έμπνευσής του;
Αυτό το ερώτημα αγγίζει και το σύγχρονο φαινόμενο του τουρισμού. Αλλά καθώς μιλάμε όχι για τέχνη, που την έχουμε περί πολλού και δικαίως, αλλά για τουρισμό και μάλιστα μαζικό, είναι εύκολο να ξεσπαθώσουν περισσότεροι ενάντια σε αυτή τη μάστιγα που τρέφεται από την απανταχού δυστυχία για να έχει μια μοναδική εικόνα πόνου στο smartphone της. Όταν μιλάμε για τουρισμό του πόνου μιλάμε για κατανάλωση ενός προσκηνοθετημένου σκηνικού που παίζεται με πραγματικούς ανθρώπους αντί για ηθοποιούς. Ανθρώπους που κανείς δεν ρώτησε αν θέλουν να γίνουν θέαμα.
Τα τελευταία χρόνια από την ολιγαρχία περάσαμε στην δημοκρατία του θεάματος. Και ως γνωστόν, επίπτωση του μαζικού τουρισμού είναι η μουσειοποίηση και ακινητοποίηση του χώρου που επισκέπτεται ο τουρίστας. Ο χώρος συσκευάζεται για να στεγάσει την τουριστική βιομηχανία, γίνεται θεματικό πάρκο και προϊόν προς κατανάλωση. Και είναι λογικό σε αυτή τη μάζα που τραβά τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες κάποιοι να θέλουνε να ξεχωρίσουν. Και ψάχνουν το μοναδικό και το αυθεντικό και πάνε εκεί όπου δεν πρέπει, ρωτάνε σε κάθε πόλη : ποια είναι τα no-go zones σας; Όπως ο γιάπης επιλέγει να δει την Ακρόπολη και να βγάλει μια selfie κάτω από τα αρχαία βράχια, έτσι και ο πολιτικοποιημένος τουρίστας χαράσσει και αυτός τη διαδρομή του πόνου στους τουριστικούς χάρτες, επιλέγοντας τις υποβαθμισμένες περιοχές όπου συχνάζει κάθε απροστάτευτη δημογραφία.
Μα στην περίπτωση του συνηθισμένου τουρίστα που απλά γουστάρει σουλάτσες στο Κουκάκι και στα αρχαία βράχια έχουμε έναν έντιμο άνθρωπο που απλά θέλει να μαθητεύσει και αυτός στο σύγχρονο Grand Tour, για να μάθει όσα του έχουν πει ότι οφείλει να ξέρει για να ενταχθεί στην τάξη των “ενημερωμένων πολιτών του κόσμου”.
Από την άλλη ο τουρισμός της κρίσης που ξετυλίγεται γύρω από τα κακόφημα στέκια των μητροπόλεων συμμετέχει στην διατήρηση μιας εικόνας την οποία όπως λέει έχει πρόθεση να αλλάξει. Αντί όμως να την αλλάζει την χρησιμοποιεί για να στήσει πάνω της ένα απλουστευμένο αφήγημα για τα δεινά του κόσμου και τους κακούς που τα προκαλούν. Η θέα της δυστυχίας είναι για τον τουρίστα η αφορμή μιας κάθαρσης και μιας επιβεβαίωσης της θέσης που προορίζει για τον εαυτό του σε αυτόν τον κόσμο: αυτού που παριστάνει ότι συμπάσχει χωρίς να πάσχει.
To να αντικρύζεις τη δυστυχία δε σε εγγράφει αυτόματα στις τάξεις της. Ο τουρίστας αυτό το γνωρίζει ακόμα και αν δεν το ομολογεί. Διότι δεν σκοντάφτει τυχαία πάνω σε μια εικόνα δυστυχίας ώστε να σοκαριστεί από την παραβίαση της καλογυαλισμένης εικόνας των τουριστικών κέντρων. Την ψάχνει τη δυστυχία, είναι προετοιμασμένος γι’ αυτήν, έχει ήδη προετοιμάσει τί θα πει όταν θα αντικρύσει την εικόνα για την οποία πλήρωσε να δει. Ακριβώς όπως και ο ξεναγός έχει ήδη προβάρει τις λέξεις που θα εκστομίσει για να μιλήσει για τα δράματα του κόσμου.
Είναι επίσης γνωστό, πως τουριστικός ακτιβισμός δεν υπάρχει. Άλλος άνθρωπος είναι ο τουρίστας και άλλος είναι ο άνθρωπος της πράξης. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει πως δεν πρέπει να μιλήσουμε για το πρόβλημα, να το περιγράψουμε, να το κάνουμε λέξεις, για να το αναγνωρίσουμε και να το καταλάβουμε. Αλλά είναι άλλο να μιλάς για το πρόβλημα και άλλο να κερδοσκοπείς επ’ αυτού για να ικανοποιήσεις τουρίστες που θέλουν να αποσυνδεθούν από την τουριστική μάζα.
Η πράξη απαιτεί κατανόηση και έπειτα οργάνωση στις γειτονιές και στα κτήριά μας, για να δημιουργηθούν οι νέοι όροι ενός συλλογικού βίου που δεν θα αποκλείει κανέναν.
Όσο για τους ξεναγούς, το θέμα έχει απαντηθεί από τους ίδιους, πριν γίνει trend η διαφήμιση του Guardian στο twitter, και πριν έρθουν οι ορδές των Γερμανών για την Documenta. Είναι ζήτημα επαγγελματικής υπευθυνότητας.
Μια εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στην Παράλλαξη