Βρέθηκα πριν καιρό σε μια παρουσίαση που οργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο, με θέμα τη Νεολαία που καινοτομεί και το “Πώς φαντάζεται την πόλη του Αύριο”.
Ανάμεσα στις εφαρμογές IoT για “έξυπνα σπίτια”, “έξυπνα ψυγεία” και “έξυπνες σακούλες” και πολλά άλλα ωραία και έξυπνα, παρουσιάστηκε μια εφαρμογή που συνάρπασε το ακροατήριο των εκκολαπτόμενων entrepreneurs. Η εφαρμογή λέγεται Parky και είναι κάτι σαν το airbnb για αυτοκίνητα: Δηλαδή αν κάποιος έχει μια πιλοτή ή έναν κήπο ή τέλος πάντων έναν χώρο κενό, μπορεί να τον εγγράψει στην πλατφόρμα και να τον προσφέρει σε οδηγούς για κάποιον αντίτιμο Χ. Οι δημιουργοί υποστηρίζουν ότι έτσι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα του parking και να δημιουργηθεί εισόδημα για τους πολίτες που θα διαθέσουν τον χώρο.
Το ακροατήριο χειροκρότησε. Και χειροκρότησα και εγώ δυο παλαμάκια. Αλλά έμεινα με τις απορίες: Είναι αυτή, κάποια εφαρμογή που θα υιοθετούσε μια έξυπνη πόλη; Είναι έξυπνη μια πόλη που θεωρεί πρόβλημα το parking αντί την πολιορκία της πόλης από το αυτοκίνητο;
Μη με παρεξηγείτε. Δεν είμαι κατά του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο μου αρέσει. Είναι σύμβολο μοντερνισμού, ελευθερίας, αυτονομίας. Μου αρέσουν και τα road trips. Απλά θεωρώ εντελώς αχρείαστη και ανόητη την ύπαρξή του στον κεντρικό αστικό χώρο. Μια πόλη για να είναι έξυπνη πρέπει να θέσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους από το να κάνει parking τους κήπους και τις πιλοτές του Κέντρου της. Πρέπει να σταματήσει την πολιορκία του αυτοκινήτου. Για πολλά χρόνια άσφαλτος σήμαινε ανάπτυξη. Μόνο που, σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε δρόμο, εκατό χρόνια πριν δεν υπήρχε τίποτα που να κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη των 10km/h.
Όπως γράφει και J. H. Crawford: “Τα αυτοκίνητα δεν ήταν ποτέ απαραίτητα για τις πόλεις και από πολλές απόψεις αντιμάχονται τον θεμελιώδη σκοπό των πόλεων: να φέρουν μαζί ανθρώπους σε έναν χώρο όπου κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνέργειες μπορούν να αναπτυχθούν. Επειδή απαιτούν τόσο χώρο για την κίνηση και το παρκάρισμα τους, λειτουργούν ενάντια σε αυτόν τον στόχο: Οι πόλεις απλώνονται για να προσφέρουν στα αυτοκίνητα τη γη που χρειάζονται.”
Αλλά τα μηχανοκίνητα ήρθαν. Το πως ήρθαν είναι μεγάλη ιστορία. Μα αξίζει να σημειώσουμε ότι η κυριαρχία του αυτοκινήτου στην πόλη οφείλεται εν πολλοίς και σε ψυχολογικούς λόγους. Για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν στους δρόμους κυκλοφορούσαν ακόμα άλογα και τραμ και ελάχιστα αυτοκίνητα και οι πεζοί ήταν πολύ δύσπιστοι απέναντι στα μηχανοκίνητα, οι Κατασκευαστές Αυτοκινήτων φτιάξανε την ένωση Motordom και προσέλαβαν έναν γκουρού δημοσιοσχετίστα ονόματι E. B. Lefferts που βάλθηκε να πείσει τον κοσμάκη πως για τα ατυχήματα στον δρόμο δεν οφείλονται τα αυτοκίνητα αλλά η αμέλεια του πεζού. Και για να πείσουν, φτιάξανε τον όρο “Jay Walking”.
Η προσφώνηση Jay σήμαινε τον χωριάτη, που θαμπώνεται από το μητροπολιτικό μεγαλείο. Επομένως Jay Walker ονομάστηκε εκείνος που περπατουσε στον δρόμο αμέριμνος κοιτώντας τα κτήρια χωρίς να νοιάζεται για τα αυτοκίνητα.
Στην αρχή ο όρος χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά για να κάνει κάποιον να αισθανθεί άσχημα και αμήχανα όταν περπατούσε τον χώρο που καταλαμβανόταν μεθοδικά από τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή προσπάθησαν να το προβιβάσουν και σε νομική κατηγορία για να απαγγελθούν κατηγορίες και η ανάλογη τιμωρία σε αυτόν που περπατούσε “παράνομα” στο οδόστρωμα.
Μια εκατονταετία και κρατά ακόμα η συνήθεια. Ας πούμε, στο Σελανίκ, συχνά εκεί στην Καμάρα, κοροϊδεύουμε τους τύπους που δε πείθονται από τον “Σταμάτη” και περνάνε τον δρόμο παρά το Κόκκινο και φτάνουν στα μισά και στέκονται πάνω στις λευκές διακεκομένες γραμμές και στο τέλος καταλήγουν να φτάνουν στον προορισμό τους μαζί με όλους τους υπόλοιπους. “Από ποιο βουνό κατέβηκαν;” θα αναρωτηθούμε. Άλλωστε το να είσαι μητροπολιτικός άνθρωπος σημαίνει να έχεις προσαρμοστεί στους κανόνες που έχει θέσει το αυτοκίνητο.
Αλλά και η χρήση του μέσου μαζικής μεταφοράς θεωρείται ένδειξη χαμηλού κοινωνικού κύρους. Αν παίρνεις λεωφορεία είσαι της πλέμπας. Διότι ΜΜΜ χρησιμοποιεί μόνο αυτός που δεν έχει την οικονομική δύναμη να αποκτήσει αυτοκίνητο. Για ποιον άλλον λόγο να στριμώχνεται σαν σαρδέλα στο αστικό και να μυρίζει τη μασχάλη του δίπλα ή να ακούει τη γιαγιά που αναπολεί τα χαμένα νιάτα της και περιφρονεί τη νέα γενιά που “είναι όλη την ώρα με ένα κινητό στο χέρι…τακ…τακ…τακ”.
Τα μηχανοκίνητα επικράτησαν. Και από τότε διατυπώνονται ερωτήματα: Πώς να λύσουμε το ζήτημα του παρκαρίσματος; Των υψηλών ταχυτήτων και των ατυχημάτων; Των παραβιάσεων; Των ασυνείδητων που παρκάρουν στη θέση των αναπήρων; Κάποιες ιδέες είναι πολύ χαριτωμένες.
Για παράδειγμα, σε κάποια μέρη της Ευρώπης για να μειώσουν τα ατυχήματα, σκαρφίστηκαν την ιδέα των Κοινών Χώρων (shared spaces), όπερ μεθερμηνευόμενον εστί… αφαίρεσαν ΟΛΕΣ τις σηματοδοτήσεις από τους δρόμους και άφησαν πεζούς, ποδηλάτες και οδηγούς να αυτοσχεδιάζουν. Το επιχείρημα είναι ότι χωρίς σημάνσεις όλοι είναι πιο προσεκτικοί και δεν τρέχουν και η όλη κατάσταση επιβραδύνεται και αυτορρυθμίζεται. Και λειτουργεί. Δηλαδή λειτουργεί για όσους θεωρούν ότι το κριτήριο είναι η μείωση των ατυχημάτων. Τα ατυχήματα μειώθηκαν αλλά οι πεζοί περπατούν στο οδόστρωμα με άγχος και βιασύνη. Και ένας χώρος αμφίβολης ασφάλειας, τον οποίο βιάζεσαι να διασχίσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί δημόσιος, σωστά;
Ιδέες πολλές και “έξυπνες” και διασκεδαστικές. Μόνο που έχουν έναν ορίζοντα αδικαιολόγητα περιορισμένο και μια ηττοπάθεια που δείχνει ότι το αυτοκίνητο νίκησε. Ηττοπάθεια είναι να ονομάζεις έξυπνη την Αθήνα που σε βοηθά να βρεις εύκολα να παρκάρεις στο Κέντρο. Μια εκατονταετία ακατάπαυστης ηγεμονίας του μηχανοκίνητου στην πόλη κάτι θα έπρεπε να μας έχει μάθει.
Θα έπρεπε να ενοχλούμαστε ΠΟΛΥ από τα σχολικά τείχη που προστατεύουν τα παιδιά κυρίως από τα αυτοκίνητα · να ενοχλούμαστε ΠΟΛΥ που έχει αλλάξει τόσο η ποιότητα του δημόσιου χώρου· που οι πόλεις έχουν απλωθεί τόσο πολύ που ο χώρος που μοιραζόμαστε έχει καταντήσει μια απλή διαμεσολάβηση ανάμεσα σε ιδιωτεύσεις – σπίτι και αυτοκίνητο και δουλειά και αυτοκίνητο και σπίτι φτιάχνουν την καθημερινότητά μας – και το πεζοδρόμιο και οι πλατείες και οι δρόμοι που είναι οι Κοινοί μας χώροι στο φτύσιμο. Μετά από τόσα χρόνια πρέπει να αρχίσουμε να το ξανασκεφτόμαστε το πράγμα με το αυτοκίνητο στην πόλη.