Το όριο

Η μοναξιά και η μοναχικότητα παρότι λέξεις συγγενείς, έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Η μοναξιά επιβάλλεται, η μοναχικότητα επιλέγεται. Και παρότι ο άνθρωπος που είναι πάντα μόνος είναι ακρωτηριασμένος και δυστυχής, ο άνθρωπος που δεν έχει δικαίωμα να αποστασιοποιείται από τον κόσμο είναι εξίσου κακόμοιρος.

Έχουμε κάθε δικαίωμα να αποτραβιόμαστε κάπου κάπου από το λαομάνι που μας περιβάλλει. Γι΄ αυτό υπάρχει η διάκριση ανάμεσα σε Ιδιωτικό / Δημόσιο ώστε να οριοθετηθεί ο χωροχρόνος που ανήκει στο άτομο από τον χωροχρόνο που το άτομο μοιράζεται οικειοθελώς ή αναγκαστικά με άλλους.

Ιδιωτικό/ Δημόσιο. Η θεωρία στοιχίζει κάθε έναν από τους δυο χωροχρόνους με προτεινόμενα ρήματα και πράξεις. Για παράδειγμα ο ιδιωτικός χωροχρόνος στοιχίζεται συχνά με το ρήμα “αναστοχάζομαι”. Όχι δηλαδή ότι ο αποστασιοποιημένος άνθρωπος οφείλει πάντα να αναστοχάζεται· απλά η απομάκρυνση από το πλήθος φτιάχνει ευνοϊκές συνθήκες για να καρπίσει η αναστοχαστικότητα. Μακριά από τα ερεθίσματα της δημοσιότητας και της συνάφειας του κόσμου, ανθούν ευκολότερα υπαρξιακές ερωτήσεις και ταλαιπωρίες, επανεμφανίζονται αναμνήσεις, φαντασιώσεις, ημιτελείς σκέψεις που μας καλούν να τις ολοκληρώσουμε…

Στην ιδιωτική σφαίρα αντιστοιχούν θεωρητικά και κάποιοι χώροι: Το κρεβάτι μου όπου ξεπηδούν σκέψεις και οράματα / το γραφείο μου όπου σε σελίδες φωλιάζουν οι σκέψεις μου/ το δωμάτιο μουόπου δεν μπαίνει κανείς αν δεν του δώσω την άδεια.

Υπάρχουν ακόμα και οι χειρονομίες της μοναχικότητας, που στέλνουν το μήνυμα του “μην ενοχλείτε”. Κλειδώνω την πόρτα. Τραβώ την κουρτίνα. Κατεβάζω το πατζούρι (1). Υπερασπίζομαι τα μυστικά μου. Τέλος, στην μοναχικότητα αντιστοιχούν και κάποιες ατμόσφαιρες: η απουσία έντονου φωτός / η απουσία έντονου θορύβου.

Βεβαίως, δεν είναι απαραίτητο να είναι το φως σβηστό, οι πόρτες κλειστές και το σώμα ξαπλωμένο στο κρεβάτι για να προσκληθεί ο αναστοχασμός· αυτός έρχεται και χωρίς μακροσκελή ξόρκια· ακόμα και αναπάντεχα, ακάλεστος · ακόμα και σε συμπόσια και καταστάσεις αγοραίες μπορεί το βλέμμα ενός ανθρώπου να θολώσει. Μια κουβέντα, μια εικόνα, ένας ήχος, μια οσμή τον αποσυνδέουν από τονχώρο και τον χρόνο του παρόντος (το εδώ και το τώρα). Το σώμα ακινητοποιείται και ο νους σκέφτεται / θυμάται / ονειροπολεί – ονειροπόλους ονομάζουμε κυρίως αυτούς που ζητούν ελάχιστα για να αναχωρήσουν. Για τον χαρακτηρισμό λαμβάνουμε υπόψη τόσο τη διάρκεια όσο και την ένταση του ταξιδιού.

Τι σκέφτεται κανείς όταν είναι μόνος; Τον έρωτα/ τη δουλειά του/ τα χρήματα / τους συνεργάτες του / τους γονείς και τους λοιπούς συγγενείς/ τη μουσική / την εκδίκηση / την πολιτική / την ομάδα που έχασε / την Μακεδονία που είναι του Αλεξάνδρου η Χώρα / το δικαίωμα στην ομορφιά / την αλήθεια / το ψέμα / και πολλά, υπερβολικά πολλά, άλλα.

Ο αναστοχασμός όμως έχει λίγο πολύ να κάνει με τη θέση που έχουμε στις σχέσεις μας, στα σύνολα που μας υπερβαίνουν και μας περιβάλλουν: τη θέση μας στην Κοινωνία < στην Ιστορία < στο Σύμπαν. Σκέψεις επικίνδυνες που μπορούν να οδηγήσουν σε παραβιάσεις των συνθηκών που μας περιστοιχίζουν, μας ορίζουν, μας συγκρατούν. Εικάζεται ότι συχνά, όταν έχουμε το προνόμιο να σκεφτούμε τη θέση μας στον κόσμο είναι πιθανό να μας κυριεύσει μια διάθεση αμφισβήτησης, μια διάθεση αλλαγής αυτής της θέσης.

Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι φανταστικά (καλλιτέχνης) ή πραγματικά(ακτιβιστής):
– ή πρέπει να αλλάξουμε εμείς μέσα σε ότι μας περιβάλλει 
– ή να αλλάξει αυτό που μας περιβάλλει

Επομένως έχουμε και λέμε:

Ιδιωτικός χώρος και χρόνος που πληροί ή όχι κάποιες από τις προϋποθέσεις ≤ Πιθανότητα αναστοχασμού της θέσης μας ≤ Πιθανότητα απαίτησης αλλαγής της θέσης μας ≤ Αίτημα αλλαγής των συνθηκών που μας τοποθετούν σε αυτή τη θέση.

Η ύπαρξη και μόνο ιδιωτικού χώρου δεν εγγυάται τη δημιουργικότητα και τον αναστοχασμό (2). Πρέπει ο χρόνος που στεγάζεται στον χώρο της μοναχικότητας να έχει κάποιες ποιότητες: να είναι ελεύθερος και στοιχειωδώς απερίσπαστος ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε ένα όραμα / μια ιδέα / μια σκέψη να συναρμολογείται και να χαράζεται επαρκώς χωρίς διακοπή. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε με ευκολία όταν λυσομανά ενα τρυπάνι στον απ’ έξω δρόμο.

Οι αλλοιώσεις του πολύτιμου χρόνου μας μπορεί να οφείλονται σε χωροταξικά ή κατασκευαστικά ελαττώματα. Πολυκατοικίες με κακές μονώσεις, όπου τα ερεθίσματα τρυπώνουν ακόμα και αν έχουμε αμπαρώσει τις πόρτες. Μια κρεβατοκάμαρα που συνορεύει με την πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας και είναι ευάλωτη σε οχλήσεις. Γι΄αυτό και συμπονούμε τον Marcel Proust που ζητούσε ησυχία από τους ενοχλητικούς του γείτονες και αποκωδικοποιούμε εύκολα το μήνυμα που στέλνει ένα κλειστό πατζούρι δωματίου χαμηλού ορόφου που κοιτά στον δρόμο.

Όμως τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια σοβαρή κουβέντα για μια άλλη πιθανή αιτία αλλοίωσης του πολύτιμου μας χρόνου και της αναστοχαστικής μας ικανότητας: η κουβέντα για τις κοινωνικές συνέπειες των smartphones (3).

Eδώ η απειλή αλλάζει. Τα όρια του χώρου εξακολουθούν να μένουν σταθερά, αλλά δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον δημόσιο χρόνο που γλιστρά από τις χαραμάδες. Υπάρχει πλέον μια μικρή γυάλινη επιφάνεια που μας ακολουθεί παντού και μας κρατά μονίμως συνδεδεμένους. Το λαομάνι και ο θόρυβος προσκαλούνται ακόμα στα ενδότερα και η μοναχικότητα πάει περίπατο. Πίσω από τα σκοτεινά τζάμια της απέναντι πολυκατοικίας, δεν φαντάζομαι έναν ξαπλωμένο στοχαστή που ονειροπολεί στο μισοσκόταδο αλλά ένα φωτισμένο πρόσωπο + δάκτυλα που σκρολάρουν σε μια μικρή φωτεινή επιφάνεια παρακολουθώντας μια ασταμάτητη διαδοχή εικόνων. Οι εικόνες αυτές επιδρούν πολλαπλώς:

– Απασχολούν το βλέμμα. Το χαμένο, θολό βλέμμα του στοχαστή αντικαθίσταται από την οφθαλμομανία: την ασταμάτητη κίνηση του ματιού που παρακολουθεί τη διαδικτυακή πασαρέλα. Από την ενέργεια της σκέψης περνούμε στην παθητικότητα της όρασης. Γινόμαστε περισσότερο μάτι και λιγότερο σκέψη.

– Πλάθουν την σύγχρονη επιθυμία. Ο θεατής παρακολουθεί τις κινήσεις, τις εκφράσεις, τα αντικείμενα, τις χειρονομίες, τις στιγμές που συμβολίζουν την ευτυχία των άλλων και μυείται σε αυτόν τον σκηνοθετημένο κόσμο, παίζοντας τα ρέστα του για μια θέση ανάμεσα στους ευτυχισμένους.

– Κατευθύνουν την θέληση και διαμορφώνουν τα αιτήματα που απευθύνουμε προς την κοινωνία.

– Διακόπτουν τον χρόνο. Δονήσεις, ειδοποιήσεις, υπενθυμίσεις διακόπτουν τη σκέψη.

Η οθόνη συνοδεύεται από εκφράσεις, χειρονομίες αλλά και συναισθήματα.
Το ασταμάτητο βλέμμα που παγιδεύεται σε εικόνες. 
Ο δείκτης μας που σκρολάρει. 
Αλλά και ο φθόνος για την απουσία μας από το σκηνικό της ευτυχίας που διαδοχικά αντικρύζουμε και η επιθυμία μας να απαντήσουμε στον επιδειξιομανή όχλο συμμετέχοντας στην επίδειξη, συνεισφέροντας τις δικές μας εικόνες.

Θύματα εικόνων που προκαλούν – σκόπιμα – τον φθόνο μας προς όσους περιφέρουν την πλεονάζουσα ευτυχία τους, απαιτούμε να είμαστε και εμείς αποδέκτες του φθόνου των άλλων. Δημοσιοποιούμε το εξωτικό ταξίδι, το γευστικό burger, το καλοσχηματισμένο μας κορμί. Τεκμήρια ότι αγγίξαμε/ είδαμε / γευτήκαμε / ακούσαμε και εμείς τα αντικείμενα των συλλογικών φαντασιώσεων.

Έτσι, μέσα στο δωμάτιο, στην σιγή της διαδοχής των εικόνων, ο κατεστραμμένος χρόνος, σχηματίζει λίγο λίγο τον άνθρωπο του δημόσιου χώρου, που αποτελεί μια ξεπλυμένη εκδοχή του δημοσίου ανδρός που παραβιάζει, δρα και πράττει. Ο σημερινός δημόσιος άνθρωπος είναι κυρίως τουρίστας και άρπαγας. Περί αυτών όμως άλλο κείμενο.

Ακούγεται συχνά ότι ρευστοποιήθηκαν τα όρια της κοινωνίας και ότι απεδαφικοποιήθηκε η πολιτική. Τι θα πει απεδαφικοποίηση; Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μας; Εξαφανίστηκαν οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλα; 
Θα πει ότι ο χώρος και τα κατώφλια χάνουν τη σημασία τους. Και σε αυτή την απώλεια συνεισφέρει και αυτή η μικροσυσκευή που τρυπώνει στις τσέπες του τζιν μας και φωλιάζει πάντα κοντά μας, περνώντας πόρτες δίχως να χρειαστεί να ζητήσει άδεια ή να δείξει διαβατήριο. Και κάνει ό,τι μπορεί για μην μας αφήσει ποτέ μόνους.

 

Σημειώσεις:

1. Ένα παράθυρο χωρίς κουρτίνα κάνει τον χωροχρόνο μου ευάλωτο, μου στερεί την επιλογή της περιστασιακής μοναχικότητας. Αλλά και δωμάτιο χωρίς παράθυρο αποκαλείται τυφλό, δηλαδή ακρωτηριασμένο γιατί αποκόπτει μόνιμα τα μηνύματα του περιβάλλοντός μας.

2. Βεβαίως υπάρχουν όσοι δεν έχουν χρόνο. Για να έχεις ιδιωτικό χρόνο προς αξιοποίηση/σπατάλη πρέπει πρώτα να έχεις λύσει την καθημερινή ανησυχία για την κάλυψη των βασικών σου αναγκών. Πρέπει λοιπόν να απαιτήσουμε κάλυψη των βασικών αναγκών όλων (UBI) – πολιτικό αίτημα- προκειμένου να δούμε ποιοι είναι ικανοί να στοχαστούν. Αλλά είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουν χρόνο αλλά δεν έχουν την πολυτέλεια ή την ικανότητα του στοχασμού. Το ότι πολλή σκέψη πνίγεται εν τη γενέσει της στην φτώχεια, δε σημαίνει ότι όσοι διαθέτουν πλούτο έχουν στοχαστικές ικανότητες – περισσότερα στην “Χρησιμότητα του Άχρηστου” του Nuccio Ordine.

3. Άλλοι κάνουν λόγο για την Χαμένη Γενιά του διαδικτύου που είναι “όλη την ώρα με ένα κινητό, τικ..τικ…τικ”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *