Tο ρολόι και όχι η ατμομηχανή, είναι ο μηχανισμός κλειδί της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής. (…) Αποσυνέδεσε τον χρόνο από τα ανθρώπινα γεγονότα και δημιούργησε την πίστη σε έναν ανεξάρτητο κόσμο μαθηματικά μετρήσιμων ακολουθιών: τον ειδικό κόσμο της επιστήμης.
Mumford Lewis, The Monastery and the Clock
Είναι Πρωτομαγιά του 2017, βράδυ, γύρω στις 22:30, έτσι θυμάμαι να μου δείχνει το κινητό μου. Απέχω αιώνες από την ανθρώπινη κατάσταση προ του ωρολογίου, τότε που το μερονύχτι δεν είχε κομματιαστεί σε ώρες και οι άνθρωποι κατένειμαν τη ζωή τους αλλιώς: εργασία με το φως / νύκτια ανάπαυση και αμαρτία στο σκοτάδι.
Από εκείνους του μακρινούς αιώνες πλησιάζω αλλά δεν φτάνω ακόμα στο εδώ και το τώρα. Αλλά πλησιάζω και όσο πλησιάζω φτιάχνονται εργοστάσια και τρένα και πόλεις. Μεγάλα πλήθη συγεντρώνονται σε μικρές εκτάσεις, πλήθος πυκνό και άναρχο. Για να συγχρονιστεί το ανθρωπομάνι και να μην συγκρούονται τα τρένα, οι αστικές λειτουργίες ρυθμίζονται με ακρίβεια κλάσματος του δευτερολέπτου. Η κατανομή του χρόνου ραφινάρεται. Όσο περισσότερο πλησιάζω στο εδώ και στο τώρα τόσες περισσότερες υποκατηγορίες αποκτούν οι 24 ώρες. Τα λεπτά αποφασίστηκε να είναι 60 και κάθε ένα από αυτά τα λεπτά να χωρίζεται σε 60 δεύτερα και κάθε ένα από αυτά τα δεύτερα να χωρίζεται σε κλάσματα και υποκλάσματα.
Η χρονική ακρίβεια, η τυπικότητα, η εκφραστική σαφήνεια, η ταχύτητα είναι πλέον απαραίτητες για όλες τις δραστηριότητες των κατοίκων της πόλης. Οι χώροι σηματοδοτούνται, οι οδοί ονομάζονται, τα σπίτια αριθμούνται ώστε να περιορίζονται οι αρρυθμίες στον παλμό της αστικής ζωής.
Πλησιάζω ακόμα περισσότερο στην τωρινή μου θέση. Οι χρονικές κατανομές γίνονται ακόμα πιο ραφινάτες. Η facebook επινοεί μια υπομονάδα του χρόνου, το flick που ισούται με 1/705,600,000 του δευτερολέπτου. Βέβαια και καθώς, μέχρι να πεις flick έχουν περάσει κανα δισεκατομμύριο από δαύτα, δε νομίζω πως θα το χρειαστούμε σύντομα το flick εμείς οι κοινοί άνθρωποι που λειτουργούμε με τις αισθήσεις και όχι με bits & bytes. Ίσως αργότερα, όταν γίνουμε μόρια ενσωματωμένα σε ένα αχανές software.
Αναρωτιέμαι ποιες άλλες χρονικές κατανομές θα ακολουθήσουν. Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι κατάλληλες χρονικές κατανομές για άλλους οργανισμούς. Ονειρεύομαι το σύμπαν ως οργανισμό που έχει συνείδηση και έχει επινοήσει τον δικό του χρόνο που δε συμπίπτει με τον δικό μας, και μέχρι να κουνήσει το δακτυλό του η ανθρώπινη ιστορία έχει γεννηθεί, ζήσει, ολοκληρωθεί. Σκέφτομαι σπίτια τα οποία σχεδιάστηκαν για ανθρώπους με διαφορετικούς χρόνους, που αντί για το μεσημέρι τρώνε όλη τη Δευτέρα, αντί για το βράδυ κοιμούνται όλη τη Τρίτη κ.λπ. Χώροι που δεν φτιάχτηκαν για να χωρίζουν τις συνήθειες σύμφωνα με τον ημερήσιο χρόνο, αλλά σύμφωνα με τον εβδομαδιαίο.
Πρωτομαγιά.
Η μέρα του ημερολογίου που ασχολείται με τις ώρες όσο καμία άλλη. Μια μέρα που έχει και αυτή 24 ώρες χωρισμένες σε 60 λεπτά, με όσα δεύτερα και flicks έχουν και οι υπόλοιπες μέρες. Μέρα όμως που ισχυρίζεται ότι “δεν είναι αργία αλλά απεργία” και επαναλαμβάνει εδώ και καμιά διακοσαριά χρόνια το ίδιο αίτημα να χωριστεί ο χρόνος του κοσμάκη δίκαια.
Να χωριστεί ο προσωπικός ημερήσιος χρόνος σε τρεις οκτάωρες φέτες. Μια φέτα για δουλειά, μια φέτα για ανάπαυση, μια για ύπνο. Οι τρεις χρονικές επικράτειες αντιστοιχούν σε τρεις χώρους:
– Το οκτάωρο της δουλειάς αντιστοιχεί στο εργοστάσιο,
– Το οκτάωρο της ανάπαυσης στο σπίτι και μάλιστα στην κρεβατοκάμμαρα,
– Το οκτάωρο της ψυχαγωγίας σε πολλούς δημόσιους, ημιδημόσιους, εμπορικούς, κοινούς και ιδιωτικούς χώρους.
Η ταξινόμηση παρότι έντιμη δε μου αρέσει. Γιατί 3 οκτάωρα; Γιατι όχι 9 ώρες για ανάπαυση, 10 ώρες ύπνο και 5 ώρες για δουλειά; Για όχι 8 ώρες 5’ 55’’ ανάπαυση, 9 ώρες 10’ και 3’’ ύπνο και 6 ώρες 44’ 2’’ δουλειά. Δεν μετρώ σε flicks. Μπορώ να χαρίσω στην εργοδοσία δισεκατομύρια από δαύτα.
Σε αυτές τις αφαιρετικές κατηγορίες χωρούν πολλές υποκατηγορίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν πιο λεπτομερές το αίτημα. Στο οκτάωρο της αναπαυσης τί κάνουμε; Πόσα λεπτά ξοδεύουμε για καφέ και για πόσα λεπτά ερωτοτροπούμε; Σε ποιες βαρύτητες της καθημερινής ζωής κατακάθεται η ελαφρότητα του ελεύθερού μας χρόνου.
Βέβαια τους ανθρώπους που προσπαθούν να καθορίσουν με ακρίβεια, να ταξινομήσουν με εξαντλητική αναλυτικότητα και να καθορίσουν ακόμα και αυτές τις ανάλαφρες πτυχές του βίου, τους θεωρούμε ψυχαναγκαστικούς – αν αρκούνται στην ψυχαναγκαστική ρύθμιση του δικού τους χρόνου – και τυράννους – αν θέλουν να επιβάλλουν και στους υπόλοιπους τον ψυχαναγκασμό τους.
Υπάρχει μια ανερχόμενη δημογραφική μερίδα που συναντάται κυρίως ανάμεσα στους εκκολαπτόμενους entrepreneurs, η οποία θεωρεί τον χρόνο χρήμα και τα λεπτά λεφτά. Ό,τι παραβιάζει αυτή την εξίσωση θεωρείται χρόνος χαμένος. Η δημογραφία αυτή πάντα προσπαθεί να αξιοποιήσει τον χρόνο της με πειθαρχία. Τόση ώρα για καφέ, τόση ώρα για ύπνο, τόση ώρα για φαγητό, τόση για brainstorming, τόση ώρα για crossfit. Ιησουίτες του 21ου αιώνα που ενδεχομένως και να μη γαμάνε αν δε βρουν κενό στο google calendar.
Επιστροφή στην πραγματικότητα. Επιστροφή απολυμασμένη από ανόητους στοχασμούς. Το αίτημα της Πρωτομαγιάς αφορά στον χρόνο που κάθε άτομο χρωστά αλλού και στον χρόνο που δικαιούται. Το αίτημα λοιπόν πρέπει να είναι απλό και σαφές. Γι΄αυτό και σωστά επικεντρώθηκε στις ώρες και όχι σε λεπτά και flicks. Η μέρα πριν το αίτημα, χωριζόταν σε πολλές ώρες δουλειας και λίγες ώρες ανάπαυσης χωρίς το ενδιάμεσο της αναψυχής. Και το αίτημα ζήτησε θαρραλέα να αυξηθεί η έκταση των δυο κατανομών και να μειωθεί η εργασιακή φέτα.
Πρωτομαγιά 2017
01.05.2017
1/5/2017
01-05-2017
Το αίτημα διατυπώνεται με τα ίδια συνθήματα όπως και στις προηγούμενες δεκαετίες. Το περιεχόμενο του αιτήματος όμως έχει αλλάξει. ίδιο σημαίνον, διαφορετικό σημαινόμενο. Παλιότερα ζητούσε την ενίσχυση της επικράτειας της ανάπαυσης έναντι της φέτας της εργασίας. Τότε ζητούσε να κατανεμηθούν πιο δίκαια τα όρια. Σήμερα ζητά να σωθούν τα όρια, να υπάρξουν όρια. Γιατί τα όρια λιώνουν και οι τρόποι αλλάζουν.
Παραδείγματα. Η νέα επισφαλής εργατική δύναμη δεν έχει ωράριο σταθερό και οι freelancers δουλεύουν από το σπίτι ή κοιμούνται στη δουλειά των open working spaces τους. Τα χυτήρια γίνονται cinema, οι αποθήκες των λιμανιών art houses και μουσεία φωτογραφίας. Τα εργοστάσια γίνονται καφέ, κοιτίδες καινοτομίας και επιχειρηματικότητας. Οι εργάτες μετατρέπονται σε ένα δυναμικό που εργάζεται ακατάπαυστα και επισφαλώς. Άλλοι γίνονται social media managers, influencers, content creators, instagramers. Ο instagramer, o influencer, o content developer που εργάζεται από το σπίτι ή από το open space τί αίτημα διατυπώνει την Πρωτομαγιά; Το αίτημα είναι: να μην με ακολουθεί η εργασία μου στο υπνοδωμάτιο/ να μην με ακολουθεί το δωμάτιό μου στην εργασία.
Αν παλιότερα ήταν αδύνατο να έρθει το εργοστάσιο στην κρεβατοκάμαρα – αν και υπήρχαν κάμαρες τοποθετημένες στα εργοστάσια – σήμερα η εργασία μπορεί να ακολουθεί τους εργαζόμενους παντού, διαταρράσοντας την ίδια τους την ανθρώπινη συνθήκη. Άνθρωποι που ξυπνούν μεσοβραδίς για να ελέγξουν τις ειδοποιήσεις και τα mail τους δεν είναι άνθρωποι. Είναι ακόλουθοι της φρενίτιδας ενός κόσμου που δεν λογοδοτεί, δεν απολογείται, δεν εξηγείται, απλά ρέει και κινείται. Η ταχύτητα απαγορεύει την παύση και τον αναστοχασμό. Και βρισκόμαστε ανάμεσα σε αεικίνητους που δεν προλαβαίνουν να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους και σε νευρωτικούς που έχουν χάσει το δικαίωμα στον ελεύθερο και απερίσπαστο χρόνο.
8 ώρες δουλειά // 8 ώρες ψυχαγωγία // 8 ώρες ανάπαυση.
Αν στο παρελθόν το σύνθημα ενδιαφερόταν για το πόσος χώρος θα βρίσκεται ανάμεσα στις παύλες, σήμερα το ενδιαφέρον στρέφεται στις παύλες τις ίδιες, που είναι διάτρητες.
——————————— Κ ε. Ν. Ό. ————————————
Ο χώρος δίνει την εντυπωση ότι είναι πιο εξημερωμένος ή πιο ακίνδυνος από τον χρόνο: οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν ρολόι αλλά ελάχιστοι κουβαλάνε πυξίδα. Έχουμε διαρκώς την αναγκη να ξέρουμε τί ώρα είναι αλλά ποτέ δεν αναρωτιόμαστε που είμαστε. Νομίζουμε ότι το ξέρουμε. Είμαστε στο σπίτι μας, είμαστε στο γραφείο μας, είμαστε στο μετρό, είμαστε στον δρόμο.
Ζορζ Περέκ, Χορείες χώρων
Είναι Πρωτομαγιά του 2017, βράδυ, γύρω στις 22:30 όπως θυμάμαι να μου δείχνει το κινητό μου. Είναι το εδώ και το τώρα. Το πρωί ένα μικρό πλήθος συγκεντρώθηκε για να δηλώσει και πάλι ότι δεν είναι αργία αλλά απεργία.
Αυτή είναι η συνηθισμένη εικόνα ενός ανέστιου ανθρώπου στις 22:30 της Πρωτομαγιάς τους 2017. Ο άνθρωπος ξαπλώνει ανάσκελα σε ένα στρώμα, φορά ελαφριά ρούχα, είναι ξυπόλυτος και στα δάκτυλά του κρατά ένα τσιγάρο. Τον περιβάλουν ένα χαρτί υγείας και μια χάρτινη κούπα- τασάκι στα αριστερά του και ένα ρολόι-ξυπνητήρι, τοποθετημένο στο μαρμάρινο κεφαλόσκαλο του διπλανού καταστήματος που χρησιμεύει ως κομοδίνο, στα δεξιά του.
Ο άνθρωπος δεν έχει παραχωρήσει τον ιδιωτικό του χώρο, αλλά σίγουρα τον έχει χάσει. Δεν υπάρχει χώρος, τοίχος, πόρτα, που να χωρίζει/ενώνει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο. Δεν υπάρχει κατώφλι για να του θυμίζει τους κώδικες και τις κοινωνικές λειτουργίες που οφείλει να επιτελεί κανείς κατά την διάρκεια του καθημερινού βίου. Χωρίς τοίχο και πόρτα η ιδιωτικότητα του είναι ευάλωτη. Δεν υπάρχει καταφύγιο. Κάποιος περπατά, κάποιος φωνάζει, κάποιος ενοχλεί, κάποιος δεν αφήνει αυτόν τον άνθρωπο να σκεφτεί απερίσπαστα. Υφίσταται μια διαρκή δημοσιότητα, είναι εκτεθειμένος ακόμα και στην πιο ιδιωτική στιγμή, την στιγμή του ύπνου.
Αλλά χρησιμοποιεί όσα του έχουν απομείνει για να σκηνοθετήσει όσο πιο πιστά μπορεί την κανονικότητα ενός υπνοδωματίου. Το ρολόι με τις κατανομές του λειτουργεί διπλά, και ως ρολόι και ως πυξίδα. Το ρολόι τον βοηθά να φανταστεί ένα όριο, έναν τοίχο, μια πόρτα, ένα παράθυρο. Του θυμίζει έναν ρυθμό και του ρυθμίζει τις τομές, να του υπενθυμίζει πότε να ξυπνήσει, πότε να πράξει και τί. Αφού δεν μπορεί να διαβεί πόρτες, μπορεί να διαβεί χρονικές επικράτειες. Πρόκειται για μια ανασύσταση του κανονικού χώρου με χρονικά βοηθήματα.
Το ρολόι του υπενθυμίζει πότε πρέπει να σηκωθεί από το στρώμα, να περάσει μια ανύπαρκτη πόρτα και να εξέλθει στον δημόσιο χώρο. Τον συγχρονίζει με τον κόσμο, τον βοηθά να μοιράζει την ζωή του με τον τρόπο που το κάνουμε και οι υπόλοιποι.
Σε όλη μας τη ζωή διαπραγματευόμαστε την ύπαρξή μας στον χώρο. Ζητάμε τη αύξηση του χρόνου που περνάμε σε χώρους που προτιμάμε και τη μείωση του χρόνου που περνάμε σε χώρους που ερμηνεύονται με όρους καταπίεσης, ασφυξίας, καταναγκασμού. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που έχει χάσει τις ρυθμικότητες που βασίζονται στους δια-χωρισμούς. Αυτός είναι ένας θαρραλέος άνθρωπος που δεν έχει ακόμα παρατήσει τη μάχη. Προσπαθεί να κρατηθεί, να συγχρονιστεί, να θυμάται τα όρια. Δεν θα με εξέπληττε αν αντιδρούσε έντονα αν τον ενοχλούσαμε στις ώρες κοινής ησυχίας. Είναι ένα κάτοπτρο, ένα είδωλο στον καθρέπτη του νέου ανθρωπότυπου που παραχωρεί οικειοθελώς κάθε ιδιωτικότητα, κάθε προσωπικό χώρο.
Μου θυμίζει μια σκηνή στην ταινία “Αμελί”. Η πρωταγωνίστρια βαστά ένα κέρμα και το τείνει σε έναν ζητιάνο, ο οποίος αρνείται να λάβει χρήματα καθώς η μέρα είναι Κυριακή, που σημαίνει αργία, που σημαίνει ότι δεν εργάζεται.
Μια μέρα μετά. Αυτή η παλέτα ήταν εκεί και με περίμενε. Αυτό το όριο είναι ότι κατάφερε να βρει ένας άλλος ανέστιος άνθρωπος για να συμβολίσει την ιδιωτικότητά του, να οριοθετήσει αυτό που νομίζει ότι μπορεί ακόμα να του αξίζει.
Θα μπορούσα να φωτογραφήσω παρακάτω μια κουρτίνα κρεμασμένη μπροστά σε μια αχρησιμοποίητη πόρτα εισόδου σε μια πολυκατοικία, αλλά το επιχείρημα είναι αρκετό. Ένας άστεγος σηκώνει μια παλέτα, κάποιος απλώνει μια κουρτίνα. Θέλουν να μείνουν για λίγο μόνοι. Να επιλέγουν πότε κάποιος θα μπει στο ηχητικό και οπτικό τους πεδίο. Και επίσης δείχνουν ότι δεν θέλουν να ξεχάσουν τα συνθήματα που κάθε χώρος απαιτεί. Ξέρουν πως δίχως αυτά τα όρια, κινδυνεύουν να ξεχάσουν τις κινήσεις, τα συνθήματα, τα λεξιλόγια που πρέπει να αναπτυξουν προκειμένου να τους δωθεί άδεια να μπουν.
Υπάρχουν πολλοί τέτοια συνάνθρωποι που έχασαν τα διαβατήριά τους. Πολλούς τους ακούμε να μουρμουρίζουν ένα ιδιόλεκτο: ακολουθούν μια ιδιορρυθμία που τρομοκρατεί όσους δεν έχασαν τον ρυθμό του κόσμου. Έχουν (ξε)χάσει το πάσο που επιτρέπει την επικοινωνία. Έχασαν τον κοινό τόπο της γλώσσας. Μακρινοί ποιητές που παρασύρθηκαν και έχασαν οριστικά τον δρόμο τους. Έχουν (ξε)χάσει τις αφαιρέσεις που απαιτεί ο πολιτισμός: το χρήμα, ως αφαίρεση της αξίας, τη γλώσσα ως αφαίρεση του ιδιόλεκτου, τον χρόνο ως αφαίρεση της ιδιόρρυθμης ζωής.
Ένας άστεγος σηκώνει μια παλέτα, κάποιος απλώνει μια κουρτίνα, κάποιος άλλος ένα πανό. Κάποιος κλείνει το smartphone του. Είναι η αναζήτησηγια ορίων.