Στιγματοποίηση περιοχών στην εποχή της προχωρημένης περιθωριακότητας

του Loïc Wacquant
μετάφραση Νίκος Βράντσης

 

Περίληψη: Η συγκριτική κοινωνιολογία της δομής, των δυναμικών και της εμπειρίας της αστικής υποβάθμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών αποκαλύπτει την ανάδυση ενός νέου καθεστώτος περιθωριακότητας. Αυτό το καθεστώς δημιουργεί μορφές φτώχειας oι οποίες δεν αποτελούν κατάλοιπα, δεν είναι κυκλικές ούτε μεταβατικές, αλλά εγγεγραμένες στο μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς τροφοδοτούνται από τoν συνεχιζόμενο κατακερματισμό των σχέσεων μισθωτής εργασίας, από τη λειτουργική αποσύνδεση των αποστερημένων γειτονιών από τις εθνικές και τις παγκόσμιες οικονομίες και απο την επαναρρύθμιση των όρων του προνοιακού κράτους στην πολωμένη πόλη. Βασισμένο σε μια μεθοδική σύγκριση ανάμεσα στο ghetto των Μαύρων της Αμερικής και στο banlieue της γαλλικής εργατικής τάξης, κατά την αλλαγή του αιώνα, αυτό το κείμενο φωταγωγεί τρεις διακριτές χωρικές ιδιότητες της «προηγμένης περιθωριακότητας» — (i) τη σταθεροποίησή της σε περιοχές (territorial fixation) και τη στιγματοποίηση, (ii) τη χωρική αποξένωση και τη διάλυση του « τόπου »  και (iii) την απώλεια ενδοχώρας (hinterland) — και σημαίνει τον τρόπο που επιδρούν στη διαμόρφωση του «πρεκαριάτου»  στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.

 

Η συγκριτική κοινωνιολόγια της δομής, των δυναμικών και της εμπειρίας της αστικής υποβάθμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις κύριες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών αποκαλύπτει όχι τη σύγκλιση προς το μοντέλο του αμερικανικού ghetto, όπως παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τον πολιτικό λόγο, αλλά την ανάδυση ενός νέου καθεστώτος περιθωριακότητας και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.[1]Αυτό το κείμενο προκύπτει από το Κεφάλαίο αρ. 8 στο «Loïc Wacquant, Αστικοί Απόκληροι: Μια Συγκριτική Κοινωνιολογία … Continue reading Αυτό το καθεστώς δημιουργεί μορφές φτώχειας που δεν αποτελούν κατάλοιπα, δεν είναι κυκλικές ούτε μεταβατικές, αλλά πραγματικά εγγεγραμμένες στο μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών καθώς τροφοδοτούνται από τον συνεχιζόμενο κατακερματισμό των σχέσεων μισθωτής εργασίας, από την αποσύνδεση των αποστερημένων γειτονιών από τις εθνικές και τις παγκόσμιες οικονομίες και από την αναδιαμόρφωση του προνοιακού κράτους σε ένα όργανο επιβολής της υποχρέωσης πληρωτής εργασίας στην πολωμένη πόλη.  Βασισμένο σε μια μεθοδική σύγκριση του ghetto των Μαύρων Αμερικανών και του banlieue της γαλλικής εργατικής τάξης, στην δύση του αιώνα (Wacquant, 2007), καθώς και σε μια επιλεκτική διερεύνηση των μεταβαλλόμενων μορφών στις κοινωνικές σχέσεις και στην καθημερινή εμπειρία σε υποβαθμισμένες γειτονιές σε άλλες προηγμένες κοινωνίες, το κείμενο παρουσιάζει τρεις διαφορετικές χωρικές ιδιότητες της «προηγμένης περιθωριακότητας» και επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν στον σχηματισμό του «πρεκαριάτου» στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες στην αυγή του 21ου αιώνα.

 

Σταθεροποίηση σε περιοχές και στιγματοποίηση

Αντί να διαμοιράζεται σε κάθε εργατική επικράτεια γενικά, η προηγμένη περιθωριακότητα τείνει να συσσωρεύεται σε απομονωμένες και οριοθετημένες περιοχές ώστε τόσο αυτοί που βρίσκονται μέσα τους όσο και αυτοί που είναι από έξω να τις αντιλαμβάνονται ως κολαστήρια, χανσενικά ξεροτόπια στην καρδιά της μεταβιομηχανικής μητρόπολης όπου μονάχα οι απόβλητοι της κοινωνίας αποδέχονται να ζήσουν.

Όταν αυτοί οι «ποινικοποιημένοι χώροι» (penalized spaces) (Pétonnet, 1982), είναι ή απειλούν να γίνουν, μόνιμες σταθερές στο αστικό τοπίο, οι λόγοι (discourses)  διασυρμού τους πολλαπλασιάζονται και συσσωρεύονται, τόσο «από τα κάτω», στις συνηθισμένες αλληλεπιδράσεις της καθημερινής ζωής, όσο και «από τα πάνω», στα δημοσιογραφικά, πολιτικά και γραφειοκρατικά (ακόμα και στα επιστημονικά) πεδία.[2] Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν συνεισφέρει σημαντικά σε αυτό το φορτίο αστικής δυσφήμισης μέσα από την … Continue reading Μια σπίλωση του τόπου (blemish of place) επικάθεται σαν μια ακόμα στρώση πάνω στα ήδη υπάρχονται στίγματα, τα οποία έχουν συνήθως να κάνουν με τη φτώχεια, την εθνική καταγωγή ή το στάτους του μεταποικιακού μετανάστη και στα οποία, παρότι συνδέεται μαζί τους στενά, δεν ανάγεται σε απόλυτο βαθμό. Είναι αξιοσημείωτο το ότι ο Erving Goffman (1963) δεν αναφέρει τον τόπο κατοικίας ως μια από τις «αναπηρίες» (disabilities) που «αποκλείουν το άτομο» και του αποστερούν «την πλήρη αποδοχή του από άλλους». Και όμως η δυσφήμιση μιας περιοχής (terittorial infamy) αφενός παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά του σωματικού, ηθικού ή φυλετικού στίγματος καθώς θέτει αντίστοιχα διλήμματα που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της πληροφορίας, την ταυτότητα και τις κοινωνικές σχέσεις, αφετέρου διαθέτει τα δικά της διακριτά χαρακτηριστικά. Από τους τρεις τύπους στίγματος που καταλογογραφεί ο Goffman (1963:4-5) — «έμεσμα του σώματος» (abominations of the body), «ατέλειες του προσωπικού χαρακτήρα» και σημάδια «φυλής, έθνους και θρησκείας» — είναι με το τρίτο που συγγενεύει περισσότερο ο στιγματισμός μιας περιοχής, καθώς όπως εκείνα, «μπορεί να μεταδωθεί διαγεννεακώς και να προσβάλει εξίσου όλα τα μέλη μιας οικογένειας». Αλλά, σε αντίθεση με τις άλλες ατιμωτικές σφραγίδες, μπορεί αρκετά εύκολα να αποκρυφτεί και να μετριαστεί — ακόμα και να εκμηδενιστεί — μέσα από τη γεωγραφική κινητικότητα.

Σε κάθε Μητρόπολη του Πρώτου Κόσμου, υπάρχει μια ή περισσότερες επικράτειες, συνοικίες ή γειτονιές Κοινωνικής Κατοικίας (Public Housing)[3] Μεταφράζω εδώ το Public Housing ως Κοινωνική Κατοικία και όχι ως Δημόσια Κατοικία. Με αυτή τη μεταφραστική … Continue reading που είναι δημοσίως γνωστές και αναγνωρίσιμες ως αστικά κολαστήρια όπου η βία, η αμαρτία και εγκατάλειψη αποτελούν τη συνηθισμένη κατάσταση των πραγμάτων. Κάποιες προβιβάζονται σε συνώνυμο όλων των δεινών και των κινδύνων που θεωρoύνται ότι πλήττουν την διχασμένη πόλη (dualized city)[4] Ορισμένα «φυτώρια» αστικής παρακμής, όπως το Bronx για παράδειγμα, αποκτούν μια παρόμοια φήμη σε διεθνές … Continue reading: Στη Γαλλία, οι περιοχές Les Minguettes και La Courneuve ή το Κτηριακό Συγκρότημα στην περιοχή Mirail στην Τουλούζη• Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Νοτιοκεντρικό Los Angeles, το Bronx και το οικοδομικό πρότζεκτ Cabrini Green στο Σικάγο• στη Γερμανία  οι περιοχές Duisberg-Marxloh και Berlin-Neukölln• στην Αγγλία, οι συνοικίες Toxteth στο Liverpool, Saint Paul του Bristol, Μeadow Well του Newcastle• και στην Ολλανδία οι περιοχές Bijlmer και Westlijke Tuinsteden στο Άμστερνταμ. Ακόμα και κοινωνίες που αντιστάθηκαν αποτελεσματικότερα από όλες, στην ανάδυση της προηγμένης περιθωριακότητας, όπως οι Σκανδιναβικές χώρες, πλέον πλήττονται από αυτό το φαινόμενο  στιγματοποίησης περιοχών, η οποία συνδέεται με την ανάδυση ζωνών που προορίζονται για τους απόβλητους των πόλεων:

«Δεν έχει σημασία που ταξιδεύω (στις περιφέρειες της Σουηδίας), όπου πηγαίνω ακούω τις ίδιες ερωτήσεις όταν οι άνθρωποι που συναντώ ακούνε από που κατάγομαι: Μένεις στην Tensta; Πώς μπορείς να ζεις εκεί; Πώς καταφέρνεις και ζεις σε ένα ghetto; » (Pred, 2000:129)[5] Η Tensta είναι μια γειτονιά στα βόρεια προάστια της Στοκχόλμης με υψηλές συγκεντρώσεις ανέργων και … Continue reading

Το αν αυτές οι περιοχές είναι πράγματι εγκαταλειμμένες και επικίνδυνες, και το αν ο πληθυσμός τους αποτελείται ουσιαστικά από φτωχούς ανθρώπους, μειονότητες και ξένους, δεν έχει τελικά και μεγάλη σημασία: η προκατάληψη ότι έτσι είναι, αρκεί για να ενεργοποιήσει επιβλαβείς κοινωνικά συνέπειες.

Αυτό ισχύει και στο επίπεδο της δομής και του είδους των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων. Το να ζεις σε ένα (υπο)προλεταριακό πρότζεκτ κατοικίας στην περιφέρεια του Παρισιού, για παράδειγμα, δημιουργεί ένα «αθόρυβο αίσθημα ενοχής και ντροπής του οποίου το παραγνωρισμένο βάρος σκεβρώνει την ανθρώπινη επαφή» (Pétonnet, 1982:148).  Οι άνθρωποι εκεί συνηθως κρύβουν τις διευθύνσεις τους, αποφεύγουν να δεχτούν στο σπίτι επισκέψεις από συγγενείς και φίλους και αισθάνονται υποχρεωμένοι να δικαιολογηθούν για το ότι διαμένουν σε δυσφημισμένες περιοχές που κυλιδώνουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. «Εγώ προσωπικά δεν είμαι από το cité» επιμένει μια νέα γυναίκα από το Vitry-sur-Seine, «μένω εδώ επειδή έχω προβλήματα αυτή τη στιγμή αλλά δεν είμαι από εδώ, δεν έχω καμία σχέση με όλους αυτούς τους ανθρώπους εδώ πέρα» (Pétonnet, 1982:142). Ένας από τους γείτονές της νουθετεί έναν ανθρωπολόγο να μην μπερδεύει το cité με την έννοια της γειτονιάς, «καθώς σε μια γειτονιά έχεις τα πάντα… ενώ εδώ έχεις μονάχα τα σκατά» (Pétonnet, 1982:142). Παρόμοια, οι κάτοικοι του ghetto στο Chicago, συνήθως αρνούνται ότι ανήκουν στη μικρο-κοινωνία της γειτονιάς και παλεύουν να αποστασιοποιηθούν από ένα μέρος και έναν πληθυσμό που ξέρουν ότι είναι καθολικά κιληδωμένοι και των οποίων μια ευτελισμένη εικόνα αναπαράγεται ακατάπαυστα από τον δημοσιογραφικό και έναν συγκεκριμένο ακαδημαϊκό λόγο. (Wacquant,2007).

Η οξεία αίσθηση κοινωνικής αναξιοπρέπειας που περιβάλλει υποβαθμισμένες γειτονιές μετριάζεται μονάχα όταν το στίγμα μετατοπίζεται σε έναν απρόσωπο, δαιμονοποιημένο άλλο — τον γείτονα από κάτω, την οικογένεια μεταναστών που κατοικεί στο παρακείμενο κτήριο, τους νέους στον απέναντι δρόμο oι οποίοι «κάνουν ναρκωτικά» ή έχουν σχέση με «κομπίνες» (hustling) ή τους κατοίκους στο επόμενο οικοδομικό τετράγωνο για τους οποίους υπάρχει η υποψία ότι απομυζούν παράνομα τα επιδόματα ανεργίας ή πρόνοιας. Είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί αυτή η λογική έμμεσης υποτίμησης και αμοιβαίας αποστασιοποίησης, που τείνει να ξηλώνει ακόμα περισσότερο τις ήδη αποδυναμωμένες συλλογικότητες στις αποστερημένες ζώνες των πόλεων, καθώς:

η στιγματισμένη γειτονιά συμβολικά υποβαθμίζει όσους ζουν εκεί και με αμοιβαίο τρόπο αυτοί υποβαθμίζουν συμβολικά τη γειτονιά, καθώς, όντας αποστερημένοι από όλα τα αναγκαία μέσα που χρειάζονται για να συμμετέχουν στα διάφορα κοινωνικά παιχνίδια, ο μόνος κοινός τόπος τους συνίσταται στον κοινό τους αναθεματισμό. Η συγκέντρωση σε ένα σημείο ενός πληθυσμού που είναι ομοιογενώς αποστερημένος έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινώνει την αποστέρησή του. (Bourdieu, (1993) 1999:129)

Oι επιδράσεις του στιγματισμού της περιοχής γίνονται αισθητές και στο επίπεδο των δημόσιων πολιτικών. Από τη στιγμή που ένας τόπος κατηγοριοποιείται δημοσίως ως «ζώνη ανομίας» ή «επικράτεια εκτός νόμου», εκτός κοινού κανόνα,[6] Θα μπορούσε κανείς εδώ να παραθέσει αναρίθμητα βιβλία για τα banlieues που τα τελευταία χρόνια έχουν … Continue reading είναι εύκολο για τις αρχές να δικαιολογήσουν ειδικά μέτρα, που αποκλίνουν και από το νόμο και από ότι συνηθίζεται, πράγμα που μπορεί να έχει ως παραπροϊόν — αν όχι την πρόθεση — να αποσταθεροποιήσει και να περιθωριοποιήσει ακόμα περισσότερο τους κατοίκους τους, υποτάσσοντάς τους στις επιταγές της απορρυθμισμένης αγοράς εργασίας, καθιστώντας τους αόρατους ή απομακρύνοντάς τους από έναν περιζήτητο χώρο.[7] Θα χρειαζόταν κάποιος να εξετάσει, υπό αυτή την προοπτική, πώς ο διαμονικός μύθος των «ανθρώπων δεύτερης … Continue reading Έτσι, όταν προέκυψε μια σειρά από τηλεοπτικές αναφορές που δημιούργησαν μια κάποια αίσθηση, η γειτονιά του São João de Deus, μια φτωχοποιημένη περιοχή στον βορρά της πόλης του Πόρτο, με ισχυρή και ευδιάκριτη παρουσία από Τσιγγάνους και απογόνους κατοίκων από το Cape Verde, είναι πια φημισμένη σε ολόκληρη την Πορτογαλία ως η ενσάρκωση της Κολάσεως στη μορφή του «bairro social degradado». Ο δήμος του Πόρτο εκμεταλλεύτηκε τη δυσφήμιση της γειτονιάς ως «hipermercado das drogas» και εξαπέλυσε μια επιχείρηση «αστικής ανανέωσης» η οποία χάριν μιας σειράς κατασταλτικών αποστολών της αστυνομίας στοχεύει ουσιαστικά να εκτοπίσει και να διασκορπίσει τους ναρκωμανείς, τους καταληψίες, τους ανέργους, και άλλα ανθρώπινα συντρίμμια ώστε να επανεντάξει τη γειτονιά στην κτηματομεσιτική αγορά — χωρίς να ανησυχεί ούτε κατ’ ελάχιστον για τη μοίρα των χιλιάδων κατοίκων που εκτοπίστηκαν.[8] Είμαι υπόχρεος στον Luis Fernandes (του Πανεπιστημίου του Πόρτο) για αυτή την πληροφορία, και παραπέμπω τον … Continue reading

 

Χωρική αποξένωση και η διάλυση του «τόπου».

Η όψη αυτής της διαδικασίας χωρικού στιγματισμού είναι η διάλυση του «τόπου», δηλαδή η απώλεια μιας ανθρώπινης τοπικότητας που να είναι πολιτισμικά οικεία και φιλτραρισμένη από σχέσεις, με την οποία οι περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί ταυτίζονται, εντός της οποίας αισθάνονται ότι είναι «στο σπίτι τους» (at home) και νιώθουν μια σχετική ασφάλεια. Θεωρίες του μετα-φορντισμού υπαινίσσονται ότι η τωρινή αναδιαμόρφωση του καπιταλισμού περιλαμβάνει όχι μόνο μια ευρεία ανακατανομή στον χώρο, των επιχειρήσεων, των οικονομικών ροών, της εργασίας και των δημογραφιών, αλλά και μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται ο ίδιος ο χώρος (βλ Harvey, 1989; Soja,1989; Shields,1991). Αυτές οι θεωρίες είναι συμβατές με μια ριζοσπαστική αλλαγή τόσο του ghetto των Μαύρων της Αμερικής όσο και των banlieues της γαλλικής εργατικής τάξης μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970, που μεταμορφώθηκαν από κοινοτικοί «τόποι» (places) — που ήταν γεμάτοι από κοινά συναισθήματα και ομαδικές συναντήσεις και που συνοδεύονταν από πρακτικές και θεσμούς αμοιβαιότητας — σε αδιάφορους «χώρους»  (spaces) απλής επιβίωσης και ανελέητου ανταγωνισμού.

Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δυο έννοιες ή τρόπους χρήσης του υφιστάμενου περιβάλλοντος μπορεί να διατυπωθεί με τον εξής τρόπο: ‹Οι «τόποι» είναι «πλήρεις» και «σταθεροποιημένοι», σταθερές αρένες›, ενώ ‹οι «χώροι» είναι «ενδεχόμενα κενά,» «πιθανές απειλές,» επικράτειες που πρέπει κανείς να φοβάται, από τις οποίες πρέπει να προφυλλάσσεται ή να φεύγει»› (Smith, 1987: 297). Η μετατόπιση από μια πολιτική του τόπου σε μια πολιτική του χώρου — όπως προσθέτει ο κοινωνιολόγος Dennis Smith — ενθαρρύνεται από την αποδυνάμωση των δεσμών που υπάρχουν στην κοινότητα μιας περιοχής μέσα στην πόλη. Επιπλέον επιδυνώνεται και από την τάση των ατόμων να αποσύρρονται στην ιδιωτική σφαίρα του νοικοκυριού τους καθώς και από την ενίσχυση των αισθημάτων ευαλωτότητας που εκφράζονται μέσα από τη ζήτηση για ασφάλεια αλλά και από τη γενικευμένη αποδυνάμωση των συλλογικοτήτων.[9] Για μια ενδελεχή ανάλυση της «οπισθοχώρησης σε μια αμυντική ιδιώτευση» που παρατηρείται στην παραδοσιακή … Continue reading Θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός εδώ, ώστε να μη εξιδανικεύσει τις συνθήκες που επικρατούσαν στις γειτονιές του προλεταριάτου και στα απομωνομένα ενκλάβια του παρελθόντος: δεν υπήρξε ποτέ κάποια «χρυσή εποχή», όταν η ζωή στο Αμερικανικό ghetto και στο λαϊκό banlieue της Γαλλίας ήταν γλυκιά και οι κοινωνικές σχέσεις ήταν αρμονικές και προσέφεραν πληρότητα. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να ισχύει ότι η εμπειρία της αστικής υποβάθμισης έχει, σε αυτό το επίπεδο, αλλάξει με τρόπους που το καθιστούν σήμερα διακριτά πιο επώδυνο και αποξενωτικό.

Εν συντομία: μέχρι τη δεκαετία του 1960, το ghetto της μαύρης Αμερικής ήταν ένας «τόπος», μια συλλογική οικουμένη (oekouméne), ένα ανθρώπινο αστικό τοπίο μέσα στο οποίο οι μαύροι είχαν μια ισχυρη αίσθηση θετικά φορτισμένης ταυτότητας — ακόμα και αν αυτή αποτελούσε προϊόν μιας σκληρής και άτεγκτης φυλετικής καταπίεσης — η οποία εκφραζόταν μέσα από τη ρητορική της «soul» (Hannerz, 1968), και επί της οποίας ήθελαν να αποκτήσουν πλήρη συλλογικό έλεγχο — αυτός ήταν ο πρωταρχικός στόχος του κινήματος Black Power (Van Deburg, 1992). Το σημερινό υπεργκέττο (hyperghetto) είναι ένας «χώρος» και αυτός ο ξεγυμνωμένος χώρος δεν αποτελεί πια έναν κοινό πόρο, τον οποίο οι Αφροαμερικανοί μπορούν να ενεργοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν προκειμένου να βρουν καταφύγιο μακριά από την κυριαρχία των λευκών ή να βρουν ευρύτερη υποστήριξη στις στρατηγικές κινητοποίησης που ανέπτυσσαν. Αντίθετα: έχει γίνει φορέας ενδο-κοινοτικών διακρίσεων και ένα όργανο απόλυτης παγίδευσης του μαύρου υπο-προλεταριάτου των πόλεων: μια τρομερή και απερημωμένη επικράτεια από την οποία, όπως το θέτει κοφτά μια πηγή από το Νότιο Chicago «όλοι προσπαθούν να ξεφύγουν». [10] Οι (μερικώς αποτυχημένες) προσπάθειες των μαύρων της μεσσαίας τάξης στο Νότιο Chicago να αποστασιοποιηθούν … Continue reading

Αντί να παρέχει μια προστατευτική ασπίδια άμυνας από τις ανασφάλειες και τις πιέσεις του εξωτερικού κόσμου, ο χώρος του υπεργκέττο μοιάζει με επικίνδυνο πεδίο μάχης και εντροπίας όπου ξετυλίγεται ένας ανταγωνισμός σε τέσσερα μέτωπα ανάμεσα (i) στους ανεξάρτητους και οργανωμένους θηρευτές των δρόμων (απατεώνες και συμμορίες) που ζητούν να λεηλατήσουν τα πενιχρά λάφυρα που κυκλοφορούν μέσα του• (ii) τους κατοίκους που μέσα από τις αυτοοργανωμένες οργανώσεις τους (όπως η MAD, «Μητέρες ενάντια στα ναρκωτικά» στο Δυτικό Chicago ή ομάδες οικοδομών ή ενώσεις εμπόρων που επιβίωσαν) προσπαθούν να συντηρήσουν την αξία χρήσης — και ανταλλαγής — της γειτονιάς• (iii) τις κρατικές υπηρεσίες καταστολής και κοινωνικού ελέγχου που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να συγκρατήσουν τη βία και την αταξια μέσα στην περίμετρο του φυλετικώς διαχωρισμένου μητροπολιτικού πυρήνα, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων σε κοινωνικές υπηρεσίες, των αστυνόμων, των δικαστηρίων, δικαστικών επιτηρητών κλπ.• και (iv) εξωτερικούς θεσμικούς θηρευτές (συγκεκριμένα κτηματομεσίτες)  για τους οποίους η μετατροπή αυτών των περιθωριακών πεδίων της Μαύρης Ζώνης (Black Belt) σε τόπους για τις μεσσαίες και τις ανώτερες τάξεις που επιστρέφουν στην πόλη, μπορούν να αποφέρουν απροσμέτρητα κέρδη.[11] βλ. Venkatesh (2000) για μια καταγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα οι αγώνες της δεκαετίας του 1990, … Continue reading

 

Η απώλεια της ενδοχώρας

Μια επιπλέον επιβάρυνση στη διάβρωση του τόπου είναι η εξαφάνιση μιας βιώσιμης ενδοχώρας. Σε προηγούμενες φάσεις κρίσων και αναδιάρθρωσης του νεοτερικού καπιταλισμού, οι εργάτες οι οποίοι αποβάλλοντο από την αγορά εργασίας μπορούσαν να υποστηριχθούν από την αλληλέγγυα οικονομία της κοινότητας προέλευσής τους, που θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα μια λειτουργική εργατογειτονιά, η κοινότητα του ghetto, ή ένα χωριό της υπαίθρου σε μια απομακρυσμένη περιοχή ή στην χώρα προέλευσης (Young and Willmott, 1986 [1957]; Kornblum, 1974; Piore, 1979; Sayad, 1991).[12] Επί του ζητήματος, θα μπορούσε κανείς να επωφεληθεί από την επανανάγνωση της κλασσικής ανάλυσης της Larissa … Continue reading

Όταν τους απέλυαν από τα εργοστάσια και τα χυτήρια, τους μύλους και τα καταστήματα αυτοκινήτων στο Chicago όπου μοχθούσαν, εξαιτίας μιας κυκλικής ύφεσης της βιομηχανικής οικονομίας, οι κάτοικοι του Bronzeville στα μέσα του εικοστού αιώνα, μπορούσαν να βασιστούν στη στήριξη των συγγενών τους, της κλίκας ή της εκκλησίας. Οι περισσότεροι κάτοικοι στην περιοχή τους εξακολουθούσαν να έχουν μισθό και έτσι ένα πυκνό πλέγμα οργανώσεων γειτονιάς απορροφούσε τους κραδασμούς που προκαλούσε μια έκρηξη οικονομικής δυσκολίας. Ακόμα, οι «παραγκο-επιχειρήσεις» που έστηναν οι οικονομίες του εγκλήματος και του δρόμου, και οι οποίες είχαν παρακλάδια σε ολόκληρη την ταξική δομή των μαύρων, παρείχαν πολύτιμη, προσωρινή εργασία (Drake & Cayton, 1993 [1945]: 524-5). Aντίθετα, η πλειοψηφία των κατοίκων της Νότιας Πλευράς ήταν άνεργοι το 1990• η καρδιά της Μαύρης Ζώνης (Black Belt) είχε, όπως φαινόταν, χάσει τα μέσα για τη συλλογική της επιβίωση• και οι γέφυρες με την μισθωτή εργασία από έξω, είχαν περιοριστεί δραστικά ή πλήρως χαθεί, μέσα από την ξεκάθαρη απο-προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους του τοπικού πληθυσμού: αδερφοί και αδερφές, θείοι και φίλοι δυσκολεύονται να βοηθήσουν κάποιο μέλος να βρει εργασία όταν οι ίδιοι είναι άνεργοι εδώ και καιρό (Sullivan, 1989; Wilson, 1996).

Σήμερα, τα άτομα που είναι μόνιμα αποκομμένα από την μισθωτή εργασία σε υποβαθμισμένες γειτονιές δεν μπορούν να στηριχθούν εύκολα στα άτυπα, συλλογικά δίκτυα ενώ περιμένουν για μια νέα δουλειά, η οποία μπορεί τελικά να μην έρθει ποτέ ή να έρθει με τη μορφή ανασφαλούς και διακοπτόμενης υποαπασχόλησης. Για να επιβιώσουν, θα πρέπει να καταφύγουν σε ατομικές στρατηγικές «αυτο-πρόνοιας» (self-provisioning), σκιώδους εργασίας και αδήλωτης απασχόλησης, παράτυπου εμπορίου, εγκληματικών δραστηριοτήτων και ημι-θεσμοποιημένης απάτης (Gershuny, 1983; Wacquant, [1992] 1998; Engbersen, 1996), που δεν ανακουφίζουν από την επισφάλεια από τη στιγμή που «η διανεμητική συνέπεια του μοτίβου της άτυπης εργασίας στις βιομηχανικές κοινωνίες, είναι να ενισχύουν αντί να μειώνουν ή να αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα μοτίβα ανισότητας» (Pahl, 1989: 249). Το είδος της άτυπης οικονομίας έχει επίσης αλλάξει σε πολλές πόλεις. Είναι όλο και πιο αποσυνδεδεμένη από την επίσημο τομέα της μισθωτής εργασίας και συχνά χαρακτηρίζεται από συναλλαγές εγκλήματος (Barthélémy et al., 1990; Leonard, 1998). Αυτό συνεπάγεται ότι τα παράλληλα κυκλώματα της (άτυπης οικονομίας) προσφέρουν όλο και λιγότερες ευκαιρίες εισόδου στον κόσμο της «νόμιμης» εργασίας, με αποτέλεσμα οι νέοι που ασχολούνται με παράτυπες δουλειές να έχουν πολλές πιθανότητες να παγιδευτούν μόνιμα στο περιθώριο (Bourgois, 1995).  Αν οι φτωχογειτονιές της Φορντικής εποχής αποτελούσαν « παραγκουπόλεις της ελπίδας στα αστικά κέντρα», οι επίγονοί τους στη εποχή του απορυθμισμένου καπιταλισμού μοιάζουν περισσότερο με «καταλήψεις απελπισίας» (squatter settlements of dispair), της Νοτιοαμερικάνικης αστικής περιφέρειας — για να δανειστώ μια φράση από τη Susan Eckstein (1990).

 

Επιπλοκές από την ημιτελή γέννηση του «πρεκαριάτου».

Η προηγμένη περιθωριακότητα διαφέρει επίσης και από προηγούμενες μορφές αστικής φτώχειας, στο ότι αναπτύσσεται στο πλαίσιο της ταξικής αποσύνθεσης (Azémar, 1992; Dudley, 1994), αντί για την ταξική παγίωση, υπό την πίεση μιας διπλής τάσης προς την επισφαλειοποίηση και την απο-προλεταριοποίηση αντί για την προλεταριακή ένωση και ομογενοποίηση (Kronauer et al., 1993; Wilson, 1996). Αυτοί που καταπέφτουν στον τροπισμό της και παγιδεύονται στον στρόβιλό της, χάνουν την επαφή τους με τα παραδοσιακά εργαλεία κινητοποίησης και αναπαράστασης συγκροτημένων ομάδων και, συνεπώς, χάνουν μια γλώσσα, ένα ρεπερτόριο κοινών εικόνων και σημείων μέσα από τα οποία θα μπορούσαν να αντιληφθούν το συλλογικό πεπρωμένο τους και να προβάλλουν εναλλακτικά, ενδεχόμενα μέλλοντα (Stedman Jones, 1984).

Οι ηλικιωμένοι βιομηχανικοί εργάτες και οι μικρο-υπάλληλοι μετατρέπονται σε υπαλληλικούς εργάτες της γραμμής παραγωγής ή καθίστανται αναλώσιμοι από τις τεχνολογικές καινοτομίες και τις χωρικές ανακατανομές παραγωγικών δραστηριοτήτων• επισφαλείς και προσωρινοί εργάτες στους απορρυθμισμένους τομείς υπηρεσιών• μαθητευόμενοι, ασκούμενοι, και με συμβάσεις σε δουλειές ορισμένου χρόνου• άνεργοι που χάνουν τα δικαιώματά τους και δικαιούχοι σε προγράμματα «ελάχιστου εγγυημένου κοινωνικού εισοδήματος»• μακροπρόθεσμα δικαιούχοι δημόσιας βοήθειας και χρόνια «άστεγοι»• ζητιάνοι, παραβάτες και απατεώνες που επιβιώνουν με λάφυρα της οικονομίας του δρόμου• απόβλητοι από τις κοινωνικές υπηρεσίες και από τις υπηρεσίες υγείας και τακτικοί πελάτες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης• οι απογοητευμένοι απόγονοι της συρρικνούμενης εργατικής τάξης των αυτοχθόνων που αντιμετωπίζει έναν απροσδόκητο ανταγωνισμό από τους νέους που έρχονται από εθνοτικά στιγματισμένες κοινότητες και από τις νέες μεταναστευτικές εισροές στην αγορά εργασίας και πιστοποιητικών: πώς μπορεί να σφυρηλατηθεί η αίσθηση μιας κοινής κατάστασης και ενός κοινού σκοπού όταν οι οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες είναι τόσο διαφορετικά διαμορφωμένες; Πως να ενωποιηθούν κατηγορίες οι οποίες, ενώ μπορεί να καταλαμβάνουν, προσωρινά ή μονιμότερα, γετονικές θέσεις στη δομή του κοινωνικού και αστικού χώρου σε συγχρονικούς τομείς, ακολουθούν αποκλίνουσες διαδρομές ή ενσαρκώνουν ανόμοιες τάσεις και κατευθύνσεις προς το μέλλον; Και πως γίνεται, πέρα από αυτή την αλληλεγγύη της γειτνίασης να εγκατασταθούν απτοί και αποτελεσματικοί σύνδεσμοι μέσα σε αυτό το σύνολο εργαζομένων που έχουν χάσει κάθε σταθερότητα μέσα από την απο-κοινωνικοποίηση της εργασίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικο-επαγγελματικής ιεραρχίας (Perrin, 2004);

Ο πολλαπλασιασμός των κατηγοριών που υποτίθεται ότι σημαίνουν αυτούς τους διάχυτους και ετερόκλιτους πληθυσμούς που πιάνονται στις δαγκάνες της κοινωνικής και χωρικής περιθωριοποίησης — «νεόπτωχοι», «περιθωριακοί» (zonards), «οι αποκλεισμένοι» (the excluded), «άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας» (underclass), «νέοι των banlieues», «παρίες» (racailles) ή «ταραξίες» (yobs), και η τριάδα των «χωρίς» που πρόσφατα εντάχθηκε στον κανόνα της δημόσιας συζήτησης στη Γαλλία (οι χωρίς δουλειά, οι χωρίς σπίτι, οι χωρίς χαρτιά μετανάστες) — λένε πολλά για την κατάσταση συμβολικής διαταραχής (symbolic derangement) που πλήττει αυτούς που βρίσκονται στις παρυφές και στις ρωγμές της ανασυντεθειμένης κοινωνικής και αστικής δομής. Η απουσία ενός κοινού ιδιώματος γύρω και μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να ενωθούν τονίζει τον αντικειμενικό κατακερματισμό των φτωχών των πόλεων σήμερα. Το παραδοσιακό εργαλείο οργάνωσης, συλλογικής φωνής και διατύπωσης αιτημάτων που διέθεται το προλεταριάτο των πόλεων: δηλαδή, τα εργατικά συνδικάτα των χειρωνακτών εργατών και τα παρακλάδια τους στον δημόσιο τομέα μοιάζουν εντυπωσιακά ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν ζητήματα που προκύπτουν και διαχέονται έξω από τη συμβατική σφαίρα της τυπικής μισθωτής εργασίας, και οι αμυντικές τακτικές τους συχνά μονάχα επιδεινώνουν τα διλήμματα και τα πολλαπλά χάσματα που τους χωρίζουν από το νέο (υπό)προλεταριάτο του περιθωρίου.[13] Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε όταν τα συνδικάτα εγκαταλείπουν συλλογικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με κόπο … Continue reading Οι νεογέννητες οργανώσεις των αποστερημένων κάθε είδους, όπως τα συνδικάτα των ανέργων, των  ομάδων στήριξης των άστεγων και των χωρίς χαρτιά μεταναστών, και οι οργανώσεις από τα κάτω που δίνουν μάχες στα πολλαπλά μέτωπα «εκτοπισμών», όπου δημιουργήθηκαν παραμένουν εύθραυστα και πρέπει ακόμα να αναγνωριστούν επίσημα σε πολιτικό επίπεδο για να διατηρήσουν την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να κάνουν κάτι περισσότερο από το να ασκούν σποραδικές και μεμονωμένες πιέσεις (Siméant, 1998; Demazière and Pignoni, 1999).

Όσο για τα κόμματα της αριστεράς, στα οποία παραδοσιακά πέφτει το βάρος να αντιπροσωπεύσουν σε πολιτικό επίπεδο, τις ομάδες που στερούνται οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, μοιάζουν να παραείναι απασχολημένα με τις εμφύλιες μάχες τους και παγιδευμένα στις λογικές του κομματικού μηχανισμού και των δημοσιογραφικών πραξικοπημάτων — αν δεν έχουν ανοιχτά αναπροσανατολιστεί προς τις εκπαιδευμένες μεσσαίες τάξεις, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία — για να καταλάβουν αφενός τη φύση και το βαθμό των αναταραχών που αναδύονται στις υποβαθμισμένες γειτονιές, και αφετέρου να οραματιστούν και να εμπλακούν στις δημόσιες πολιτικές που είναι αναγκαίες για να σταματήσει αυτό το σπιράλ προηγμένες περιθωριοποίησης.[14] Ο Olivier Masclet (2003) δείχνει, βασισμένος σε μια εμβριθή μέλετη ενός κομμουνιστικού δήμου κοντά στην περιφέρεια … Continue reading

Η δυσκολία να ονομαστούν τα θραύσματα, τα σκώρια, τα θρύμματα αυτής της πολωμένης κοινωνίας της αγοράς που συγκεντρώνονται στις αποστερημένες ζώνες της μητρόπολης επικυρώνουν το ότι το πρεκαριάτο — αν μπορεί κανείς να ονομάσει έτσι τις επισφαλείς παρυφές του νέου προλεταριάτου — δεν έχει ακόμα ανέλθει στο στάτους της «αντικειμενικής τάξης» (Bourdieu, 1977), «και αναγκαζεται να συγκροτεί την υποκειμενικότητά του μέσα από την αντικειμενοποίησή του» από άλλους. Παραμένει στην κατάσταση μιας σύνθετης μάζας, μιας collectio personarium plurium, που συγκροτείται από ετερόκλιτα άτομα και κατηγορίες και που ορίζεται αρνητικά (negatively defined) από την κοινωνική αποστέρηση, την υλική ανάγκη, το συμβολικό τους έλλειμμα. Μόνο μέσα από μια πελώρια, συγκεκριμένα πολιτική εργασία συσσωμάτωσης και αναπαράστασης (υπό μια τριπλή διανοητική, εικονογραφική, και δραματουργική έννοια) μπορεί να υπάρξει ελπίδα ενεργοποίησης αυτής της μάζας ώστε αυτή να γίνει συλλογική ύπαρξη και επομένως συλλογική δράση. Αλλά αυτή η εργασία σκοντάφτει πάνω σε ένα αναπόφευκτο και αξεπέραστο εμπόδιο που πηγάζει από τις έμφυτες διασπαστικές τάσεις της: το πρεκαριάτο είναι ένα είδος θνησιγενούς ομάδας (still-bοrn group), της οποίας η γέννηση παραμένει ατελής αφόσον κάποιος μπορεί να την εδραιώσει μονάχα για να βοηθήσει τα μέλη της να ξεφύγουν από αυτή, είτε βρίσκοντας έναν παράδεισο σταθερής μισθωτής εργασίας, είτε ξεφεύγοντας από τον κόσμο της εργασίας συνολικά (μέσα από κοινωνική αναδιανομή και την κρατική μέριμνα). Αντίθετα από το προλεταριάτο που συναντάμε στο Μαρξιστικό όραμα της ιστορίας το οποίο καλείται να αυτοκαταργηθεί μακροπρόθεσμα μέσα από την ένωση και τη γενίκευσή του, το πρεκαριάτο δημιουργείται ώστε αμέσως να καταργηθεί.

 

 

Βιβλιογραφία

Abu-Lughod, Janet L. (1994) From Urban Village to East Village: The Battle for New York’s Lower East Side. New York and Cambridge: Basil Blackwell.

Auyero, Javier (1999) ‘“This is Like the Bronx, Isn’t It?” Lived Experiences of Slum Dwellers in Argentina’, International Journal of Urban and Regional Research 23(1): 45–69.

Azémar, Guy-Patrick (ed.) (1992) Ouvriers, ouvrières. Un Continent morcelé et silen- cieux. Paris: Éditions Autrement.

Barthélémy, Philippe et al. (1990) Underground Economy and Irregular Forms of Employment (travail au noir): Final Synthesis Report. Brussels: Communauté Economique Européenne, mimeographed.

Bourdieu, Pierre (1977) ‘Une classe objet’, Actes de la recherche en sciences sociales 17–18(May): 2–5.

Bourdieu, Pierre ([1993] 1999) ‘Effects of Place’, in Pierre Bourdieu et al., The Weight of the World, pp. 123–129. Cambridge: Polity Press.

Bourgois, Philippe (1995) In Search of Respect: Selling Crack in El Barrio. New York: Cambridge University Press.

Crump, J. R. (2003) ‘The End of Public Housing as We Know It: Public Housing Policy, Labor Regulation and the US City’, International Journal of Urban and Regional Research 27(1): 179–87.

Demazière, Didier and Pignoni, Maria-Teresa (1999) Chômeurs, du silence à la révolte. Sociologie d’une action collective. Paris: Hachette.

Drake, St. Clair and Cayton, Horace R. (1993 [1945]) Black Metropolis: A Study of Negro Life in a Northern City. Chicago: University of Chicago Press.

Dudley, Kathryn Marie (1994) The End of the Line: Lost Jobs, New Lives in Postindustrial America. Chicago: University of Chicago Press.

Eckstein, Susan (1990) ‘Urbanization Revisited: Inner-City Slums of Hope and Squatter Settlements’, World Development 18(2): 165–81.

Engbersen, Godfried (1996) ‘The Unknown City’, Berkeley Journal of Sociology 40: 87–112.

Fernandes, Luis (1998) O sítio das drogas. Etnografia das drogas numa periferia urbana. Lisbon: Editorial Notícias.

Gershuny, Jonathan I. (1983) Social Innovation and the Division of Labor. Oxford: Oxford University Press.

Goffman, Erving (1963) Stigma: Notes on the Management of Spoiled Identity. New York: Simon & Schuster.

Hannerz, Ulf (1968) ‘The Rhetoric of Soul: Identification in Negro Society’, Race 9(4): 453–65.

Harvey, David (1989) The Condition of Postmodernity: An Inquiry into the Origins of Cultural Change. Oxford: Basil Blackwell.

Henni, Amar and Marinet, Gilles (2002) Cités hors-la-loi. Un autre monde, une jeunesse qui impose ses lois. Paris: Ramsay.

Jones, LeAlan and Newman, Lloyd (1997) Our America: Life and Death on the South Side of Chicago. New York: Washington Square Press.

Kornblum, William (1974) Blue-Collar Community. Chicago: University of Chicago Press. Kotlowitz, Alex (1991) There Are No Children Here: The Story of Two Boys Growing Up in the Other America. New York: Doubleday.

Kronauer, Martin, Vogel, Berthold and Gerlach, Frank (1993) Im Schatten der Arbeits-gesellschaft. Arbeitslose und die Dynamik sozialer Ausgrenzung. Berlin: Campus Verlag.

Leonard, Madeleine (1998) Invisible Work, Invisible Workers: The Informal Economy in Europe and the US. Basingstoke: Palgrave Macmillan.

Lomnitz, Larissa ([1975] 1977) Networks and Marginality: Life in a Mexican Shanty- town. New York: Academic Press.

Masclet, Olivier (2003) La Gauche et les cités. Enquête sur un rendez-vous manqué. Paris: La Dispute.

Mele, Christopher (1999) Selling the Lower East Side: Culture, Real Estate, and Resistance in New York City. Minneapolis: University of Minnesota Press.

Pahl, Raymond E. (1989) ‘Is the Emperor Naked? Some Questions on the Adequacy of Sociological Theory in Urban and Regional Research’, International Journal of Urban and Research 13(4): 709–20.

Pattillo-McCoy, Mary (1999) Black Picket Fences: Privilege and Peril Among the Black Middle Class. Chicago: University of Chicago Press.

Perrin, Évelyne (2004) Chômeurs et précaires au coeur de la question sociale. Paris: La Dispute.

Pétonnet, Colette (1982) Espace habités. Ethnologie des banlieues. Paris: Galilée. Piore, Michael J. (1979) Birds of Passage: Migrant Labor and Industrial Societies. Cambridge: Cambridge University Press.

Pred, Allan Richard (2000) Even in Sweden: Racisms, Racialized Spaces, and the Popular Geographical Imagination. Berkeley: University of California Press. Ricketts, Erol R. and Sawhill, Isabell V. (1988) ‘Defining and Measuring the Under-class’, Journal of Policy Analysis and Management 7 (Winter): 316–25.

Sayad, Abdelmalek (1991) L’immigration ou les paradoxes de l’altérité. Brussels: De Boeck Université.

Schwartz, Olivier (1990) Le Monde privé des ouvriers. Hommes et femmes du Nord. Paris: Presses Universitaires de France.

Shields, Rob (1991) Places on the Margin: Alternative Geographies of Modernity. London: Routledge.

Siméant, Johanna (1998) La Cause des sans-papiers. Paris: Presses de Sciences Po. Smith, Dennis (1987) ‘Knowing Your Place: Class, Politics, and Ethnicity in Chicago and

Birmingham, 1890–1983’, in Nigel Thrift and Peter Williams (eds), Class and Space: The Making of Urban Society, pp. 277–305. London: Routledge and Kegan Paul. Soja, Edward W. (1989) Postmodern Geographies: The Reassertion of Space in Critical Social Theory. London: Verso.

Stack, Carol (1974) All Our Kin: Strategies for Survival in a Black Community. New York: Harper & Row.

Stedman Jones, Gareth (1984) Languages of Class: Studies in English Working Class History 1832–1982. Cambridge: Cambridge University Press.

Sullivan, Mercer L. (1989) ‘Getting Paid’: Youth Crime and Work in the Inner City. Ithaca, NY: Cornell University Press.

Uitermark, Justus (2003) ‘“Social Mixing” and the Management of Disadvantaged Neighbourhoods: The Dutch Policy of Urban Restructuring Revisited’, Urban Studies 40(3): 531–49.

Van Deburg, William L. (1992) New Day in Babylon: The Black Power Movement and American Culture, 1965–1975. Chicago: University of Chicago Press. Venkatesh, Suhdir (2000) American Project. The Rise and Fall of a Modern Ghetto. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Wacquant, Loïc ([1992] 1998) ‘Inside the Zone: The Social Art of the Hustler in the Black American Ghetto’, Theory, Culture & Society 15(2): 1–36.

Wacquant, Loïc (2007) ‘French working-class banlieues and Black American Ghetto: From Conflation to Comparison’, Qui Parle 16(2): 5–38.

Wilson, William Julius (1996) When Work Disappears: The World of the New Urban Poor. New York: Knopf.

Young, Michael and Willmott, Peter (1986 [1957]) Family and Kinship in East London. Berkeley: University of California Press.

References

1 Αυτό το κείμενο προκύπτει από το Κεφάλαίο αρ. 8 στο «Loïc Wacquant, Αστικοί Απόκληροι: Μια Συγκριτική Κοινωνιολογία της Προηγμένης Περιθωριοποίησης» (Urban Outcasts: A Comparative Sociology of Advanced Marginality, Cambridge, Polity Press, 2007),  στο οποίο ο αναγνώστης συναντά αφενός μια εμβριθή ανάλυση της δομής και της μεταμόρφωσης υποβαθμισμένων γειτονιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γαλλία στο τέλος του 20ου αιώνα και αφετέρου ένα πλήρη ιδεότυπο χαρακτηρισμό του νέου καθεστώτος της αστικής περιθωριοποίησης.
2

Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν συνεισφέρει σημαντικά σε αυτό το φορτίο αστικής δυσφήμισης μέσα από την κατασκευή ψευδο-ακαδημαϊκών εννοιών που αποκρύβουν ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις υπό τον μανδύα μιας φαινομενικά αναλυτικής και αξιόπιστης γλώσσας. Τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, συναντάμε στη βλακώδη κατηγορία «περιοχή δεύτερης κατηγορίας» (underclass area) που χρησιμοποιήθηκε από τους Erol Ricketts και Isabel Sawhill (1988) για να χαρακτηρίσουν (με έναν κατεξοχήν εγκυκλοπαιδικό τρόπο)  γειτονιές όπου υποτίθεται πως ζουν «άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας» (underclass), που ορίζονται από ένα ποσοτικοποιήσιμο πλήθος χωρικά μετρήσιμων «κοινωνικών παθολογιών».

3

Μεταφράζω εδώ το Public Housing ως Κοινωνική Κατοικία και όχι ως Δημόσια Κατοικία. Με αυτή τη μεταφραστική αυθαιρεσία, επιχειρώ να κάνω μια διάκριση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές πολιτικές στήριξης της Κατοικίας. Αφενός μια πολιτική στήριξης που απευθύνεται στις οικονομικά πιο ευάλωτες δημογραφικές ομάδες (που ορίζεται συχνά ως Social Housing) και η οποία έχει συνδεθεί με φαινόμενα αστικού αποκλεισμού και κοινωνικού διαχωρισμού. Αφ’ ετέρου μια καθολική (universal) πολιτική στήριξης της στέγασης που απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού αδιακρίτως (που ορίζεται σχυνά ως Public housing). Συχνά, οι όροι Social Housing ή Public Housing χρησιμοποιούνται και για τις δυο, διαφορετικές αυτές πολιτικές προσεγγίσεις στήριξης της κατοικίας, κάτι που δεν είναι αναγκαστικά λάθος, ιδιαίτερα όταν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται. Εδώ, ο Wacquant αναφέρεται σε μια στεγαστική πολιτική που απευθύνεται σε ευάλωτους πληθυσμούς και γι΄αυτό επιλέγω να μεταφράσω τη φράση Public Housing ως Κοινωνική Κατοικία. ΣτΜ.

4

Ορισμένα «φυτώρια» αστικής παρακμής, όπως το Bronx για παράδειγμα, αποκτούν μια παρόμοια φήμη σε διεθνές επίπεδο, όπως επισημαίνει ο Auyero(1999) στην μελέτη του για τις παραγκουπόλεις στη μητροπολιτική περιοχή του Βuenos Aires.

5

Η Tensta είναι μια γειτονιά στα βόρεια προάστια της Στοκχόλμης με υψηλές συγκεντρώσεις ανέργων και μεταναστών. Στην Σουηδία του νέου αιώνα, «οι προβληματικές γειτονιές» (problemområde) όπως το Rinkeby στη Στοκχόλμη και το Rosengård στο Malmö, κοινώς και ανοιχτά γίνονται σχεδόν συνώνυμες των «γειτονιών με υψηλή μεταναστευτική πυκνότητα» (invandrartätomrade). Ένας σχεδόν παρόμοιος όρος χρησιμοποιείται για να σημάνει ζώνες αστικής υποβάθμισης στην Ολλανδία: «achterstandswijken» και «concentratiebuurten» (Uitermark,2003).

6

Θα μπορούσε κανείς εδώ να παραθέσει αναρίθμητα βιβλία για τα banlieues που τα τελευταία χρόνια έχουν πλημμυρίσει τα γαλλικά βιβλιοπωλεία, στα οποία ο ταξικός ρατσισμός φαντασιώνεται ότι δίνει μάχη για να επικρατήσει ενάντια στον ξένο κίνδυνο. Θα αναφέρουμε μονάχα ένα, του οποίου ο τίτλος συμπυκνώνει εύστοχα αυτή την προοπτική: «Έκνομες επικράτειες. Ένας άλλος Κόσμος, Μια Νεολαία που επιβάλλει τους δικούς της νόμους» ([Cités hors-la-loi. Un autre monde, une jeunesse qui impose ses lois] (Henni & Marinet, 2002. Ο Marinet είναι ένας από τους δημοσιογράφους της δεύτερης κρατικής τηλεόρασης, France 2, από τον οποίο προέκυψε ο δημοσιογραφικός μύθος για την έκρηξη των «tournantes» [βιασμών από συμμορίες] στα αποστερημένα banlieues). Υπό τον μανδύα ανάλυσης και κρούοντας τον κοινωνικό κώδωνα, αυτά τα βιβλία συνεισφέρουν στον Λόγο που διασύρει τις εξόριστες γειτονιές και εκτοπίζει συμβολικά τους κατοίκους τους.

7

Θα χρειαζόταν κάποιος να εξετάσει, υπό αυτή την προοπτική, πώς ο διαμονικός μύθος των «ανθρώπων δεύτερης κατηγορίας» (underclass) (ο οποίος παραδόξως προωθείται ακόμα και από προοδευτικούς ακαδημαϊκούς) στις Ηνωμένες Πολιτείες διευκόλυνε τη νομιμοποίηση, από τη μία της προνοιακής μεταρρύθμισης που οδήγησε στην εγκαθίδρυση της παροχής κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας («workfare»)  με τον νόμο περί Εργασίας και Ατομικής Ευθύνης του 1996 (Work and Personal Responsibility Act) και από την άλλη, των πολιτικών μαζικής καταστροφής των μεγάλων  προτζεκτ Κατοικίας στο ghetto με την πρόφαση των υποτιθέμενων προνομίων που θα είχε η διασπορά των φτωχών στον χώρο, που επισημοποιήθηκε με το νόμο του 1998 για την Στεγαστική Ποιότητα και την Εργασιακή Ευθύνη (Quality Housing and Work Responsibility Act) (Crump,2003)

8

Είμαι υπόχρεος στον Luis Fernandes (του Πανεπιστημίου του Πόρτο) για αυτή την πληροφορία, και παραπέμπω τον αναγνώστη στην ανάλυσή του για τον χωρικό στιγματισμό που ενυπάρχει στις «ψυχοτρόπες επικράτειες» της Πορτογαλικής πόλης (Fernandes, 1998: 68-79, 151-4, 169-74)

9

Για μια ενδελεχή ανάλυση της «οπισθοχώρησης σε μια αμυντική ιδιώτευση» που παρατηρείται στην παραδοσιακή εργατική τάξη σε ένα κλίμα αποσύνθεσης των συλλογικοτήτων σε μια βιομηχανική πόλη στην βόρεια Γαλλία, βλ. Schwartz (1990). Για μια περιγραφή της κατάρρευσης μορφών κοινωνικότητας και αλληλεγγύης σε επίπεδο γειτονιάς στα ghettos του Δυτικού και Νότιου Chicago υπό την πίεση της ακραίας αποστέρησης και της διάχυτης βίας, βλ. τις αφηγηματικές καταγραφές του Kotlowitz (1991) και των Jones και Νewman (1997).

10

Οι (μερικώς αποτυχημένες) προσπάθειες των μαύρων της μεσσαίας τάξης στο Νότιο Chicago να αποστασιοποιηθούν χωρικά και κοινωνικά από τον καταρρέων πυρήνα του ghetto και από τις απειλές που θέτει έχει μελετηθεί επάξια από τον Pattilo-McCoy (1999). 

11

βλ. Venkatesh (2000) για μια καταγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα οι αγώνες της δεκαετίας του 1990, ανάμεσα στους κατοίκους του Robert Taylor Homes, τις τοπικές συμμορίες, την Στεγαστική Αρχή του Chicago, και πολλές άλλες υπηρεσίες της πόλεις• και βλ Abu-Lughod (1994) και Mele (1999) για τις μάχες γύρω από τον «εξευγενισμό» των περιοχών της εργατικής τάξης που επανακαταλαμβάνονται από της (μικρο) αστική τάξη στην πόλη της Νέας Υόρκης.

12

Επί του ζητήματος, θα μπορούσε κανείς να επωφεληθεί από την επανανάγνωση της κλασσικής ανάλυσης της Larissa Lomnitz (1977) πάνω στο «αναπληρωματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης» που αποτελείται από φίλους και γείτονες στις παραγκουπόλεις του Μεξικό αλλά και τη μονογραφία του Carol Stack (1974) στα γυναικεία δίκτυα αμοιβαίας βοήθειας στο μαύρο ghetto στα Μεσοδυτικά.

13

Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε όταν τα συνδικάτα εγκαταλείπουν συλλογικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με κόπο για να αποτρέψουν μαζικές απολύσεις ή μετεγκαταστάσεις, ή όταν αποδέχονται τον θεσμό των διπλών συστηματων πληρωμής και των παροχών (two-tier pay and benefit systems) σαν τρόπο για να περιορίσουν τη διάβρωση της βάσης των μελών τους (όπως έγινε σε μια σειρά από τομείς κλειδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις τηλεφωνικές υπηρεσίες, στις αερομεταφορές).

14

Ο Olivier Masclet (2003) δείχνει, βασισμένος σε μια εμβριθή μέλετη ενός κομμουνιστικού δήμου κοντά στην περιφέρεια του Παρισού, πώς η κοινωνική και χωρική περιθωριοποίηση συνοδεύτηκε και από την περιθωριοποίηση των ακτιβιστών της cité, στο τοπικό πολιτικό πεδίο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *