Όταν έφτασαν οι διακόσιοι άνθρωποι, αιτούντες και αιτούσες άσυλο, στον δήμο Νάουσας, τον Νοέμβρη του 2019, για να μείνουν στα δωμάτια ορισμένων ξενοδοχείων γύρω από την πόλη, μέσω του προγράμματος Filoxenia του ΔΟΜ, μια ομάδα πολιτών της Νάουσας – οι ίδιοι/ες βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση – έσπευσαν στο νοητό όριο της πόλης, στην νοητή είσοδό της, και τοποθέτησαν τα σώματά τους για να αποτρέψουν την έλευση των φιλοξενούμενων.
Σταθήκαμε απέναντι σε αυτήν την βίαιη προσπάθεια αποτροπής της έλευσης των αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, πέρα από τις καταγγελίες ενάντια στην ρατσιστική βία, θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα, να δούμε τους υλικούς λόγους που έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Νάουσας σε επισφάλεια, να δούμε και τις πολιτικές των κεντρικών και των τοπικών αρχών που διαχειρίζονται την φτώχεια και χαράσσουν νέες διαχωριστικές γραμμές που στρέφουν τους φτωχούς ενάντια στους a priori περιθωριοποιημένους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τη δημόσια καταγγελία της φυσικής βίας εναντίον των αιτούντων άσυλο, η πλειονότητα των δημοτικών συμβούλων ακολούθησε το αφήγημα που συμπυκνώνεται στο εξής: «ο δήμος δεν έχει την φέρουσα ικανότητα να φιλοξενήσει αυτούς τους ανθρώπους». Αλλά αυτό το αφήγημα περί «σπανιότητας των πόρων» είναι η ιδεολογική βάση πάνω στην οποία φυτρώνουν οι βλαστοί της βίας.
Αν αποδεχτούμε ότι οι πόροι είναι σπάνιοι – κάτι που παρότι σφάλμα αποτελεί κοινή λογική – εύκολα στρέφονται οι φτωχοποιημένοι ενάντια στους a priori περιθωριοποιημένους αιτούντες άσυλο, θεωρώντας τους «σφετεριστές» και «καταχραστές» αυτών των σπάνιων πόρων.
Αυτοί που έχουν στερηθεί την πρόσβαση στα υλικά μέσα που θα μπορούσανε να τους εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή — στην περίπτωση του δήμου Νάουσας οι πληθυσμοί που αποκαλούνται «γύφτοι», οι δημογραφικές πυκνώσεις επισφάλειας στη γειτονιά που ονομάζεται Φόρος, οι μετανάστες, οι φτωχοποιημένες πληθυσμιακές ομάδες στην πόλη και στα χωριά — στρέφονται προς αυτούς που γίνονται αντιληπτοί ως εμπόδια που κάνουν δύσκολη την πρόσβαση σε σπάνιους και πολύτιμους πόρους, απαραίτητους για την ζωή.
Αλλά οι πόροι δεν είναι σπάνιοι. Η Νάουσα είναι ένας δήμος υπό συρρίκνωση, οικονομική και δημογραφική. Τα εργοστάσια έχουν κλείσει. Η αγροτική γη συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων μεγάλο-ιδιοκτητών. Ελλείψει ευκαιριών οι νεότεροι φεύγουν από τον δήμο προς μεγαλύτερα κέντρα. Ο δήμος Νάουσας, όπως και άλλοι περιφερειακοί δήμοι, μένει εκτός των ροών του εθνικού και διεθνούς κεφαλαίου.
Λίγοι πλουτίζουν — κυρίως οι διαχειριστές της συγκεντροποιημένης αγροτικής γης — ενώ πολλοί έχουν επισφαλειοποιηθεί και φτωχοποιηθεί. Οι λίγοι διαχειρίζονται τον πληθυσμό, προσφέροντας εθνικισμό και τοπικισμό, ενώ οι φτωχοποιημένοι εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλον, σε προσωπικές και οικογενειακές στρατηγικές επιβίωσης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδόμησης της τοπικής οικονομίας και επιδεινούμενης ανισότητας, η πολιτική αρχή κυβερνά με βάση το αφήγημα της σπανιότητας των πόρων.
Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η πολιτική διαχείριση του άστεγου πληθυσμού της πόλης. Η πολιτική αρχή χρησιμοποιεί άτυπα, τέσσερα καμαρίνια του δημοτικού θεάτρου ως δομές φιλοξενίας αστέγων, προσφέροντάς τα μόνο σε ορισμένους τέσσερις από το σύνολο των άστεγων ανθρώπων. Και οι υπόλοιποι άστεγοι που ζουν σε κατειλλημένα κτίρια δε διστάζουν να πουν ότι περιμένουν τον θάνατο όσων είναι ήδη στα καμαρίνια, προκειμένου να έρθει και η δική τους σειρά.
Αυτή η τεχνητά δημιουργημένη σπανιότητα των πόρων υποδαυλίζει και παγιώνει έναν κανιβαλισμό ανάμεσα στον άστεγο πληθυσμό ο οποίος διαμορφώνει ατομικές στρατηγικές επιβίωσης που μεσολαβούνται μέσα από τον μηχανισμό της τοπικής κυβέρνησης. Αποτρέπει τη διαμόρφωση κάθε συλλογικού αιτήματος όχι μόνο των άστεγων αλλά και των επισφαλώς στεγασμένων, των άνεργων και των επισφαλώς εργαζόμενων — ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του δήμου που ζει μια ζωή σε κρίση την οποία προσπαθεί να λύσει ατομικά.
Ωστόσο το ένα πέμπτο των κατοικιών στον δήμο Νάουσας είναι κενό. Γιατί οι άνθρωποι, όταν βρίσκουν την ευκαιρία, όταν συγκεντρώνουν κάποια χρήματα που τους επιτρέπουν να φύγουν, φεύγουν. Και δεν επιστρέφουν.
Έχουμε λοιπόν 1/5 των σπιτιών (3000) να είναι κενά, και 20% του παραμένοντος πληθυσμού σε στεγαστική επισφάλεια και κρίση. Οι φτωχοί, οι μετανάστες, οι γυναίκες και τα παιδιά σε αόρατη αστεγία, σε βίαια σπίτια, οι υπερχρεωμένοι που τους εκπλειστηριάζουν και απαλλοτριώνουν τις πρώτες κατοικίες, οι ενοικιαστές που πληρώνουν δυσθεώρητα ενοίκια σε ιδιοκτήτες που έχουν επενδύσει το είναι τους στις μικρές ιδιοκτησίες τους.
Από αυτά τα χιλιάδες κενά σπίτια στον δήμο της Νάουσας, πολλά είναι σε καλή κατάσταση. Οι ιδιοκτήτες τους όμως πολλές φορές αρνούνται να τα νοικιάσουν. Γι’ αυτούς είναι ο ιδρώτας και ο κόπος της ζωής τους που έγινε μπετά. Τα ιδιόκτητα τσιμέντα είναι σύμβολα της εργασίας τους και ενσαρκώνουν την όποια επιτυχία στη ζωή τους. Και θέλουν να τα αφήσουν κληρονομιά στα παιδιά τους και μόνο στα παιδιά τους. Δεν συζητάνε καν το ενδεχόμενο να τα νοικιάσουν. Άλλοι λένε: «Δε γίνεται να μπει ο τελευταίος σε πρώτης ποιότητας σπίτι». Άλλοι θα τα νοίκιαζαν «μόνο σε δημόσιους υπαλλήλους και στρατιωτικούς».
Αλλά σε αυτόν τον υπό συρρίκνωση δήμο, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι λίγοι. Και οι κληρονόμοι δε θα έρθουν. Οι ιδιοκτησίες των ιδιοκτητών μένουν άδειες. Και οι ιδιοκτήτες στους οποίους ανήκουν τα περήφανα μπετά θα γεράσουν και θα πεθάνουν, χωρίς να δουν ποτέ τα σπίτια που ενσαρκώνουν τον κόπο τους, να αποκτούν ζωή. Τι λόγο ύπαρξης έχει μια ιδιωτική ιδιοκτησία που δεν θα αποκτήσει ποτέ ζωή;
Αυτά τα μπετά που είναι τα νεκρά σύμβολα της εργατικότητας των ιδιοκτητών τους, στην πραγματικότητα είναι η υλική μορφή κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αλλά αυτές οι κοινωνικές σχέσεις καταπίεσης και συμμετοχικής εκμετάλλευσης έχουν χάσει την ικανότητα τους να παράγουν κάποια αξία, τώρα που ο περιφερειακός αυτός δήμος βιώνει μια ανεπίστρεπτη ύφεση και αποκόλληση από τις ροές του κεφαλαίου. Η Νάουσα θα συνεχίσει να συρρικνώνεται δημογραφικά και οι στεγαστικοί πόροι που παραμένουν κενοί θα αυξάνονται.
Ο μόνος τρόπος να αποκτήσει ζωή αυτός ο συρρικνούμενος δήμος δεν είναι να διεκδικήσει μια θέση στις τουριστικές ροές, να γίνει τουριστικά ανταγωνιστικός και ελκυστικός, αλλά να γίνει προσβάσιμος στους ανθρώπους που ζουν ή θέλουν να ζήσουν σε αυτόν.
Ο μόνος τρόπος είναι να οργανωθεί η κοινότητα με τρόπο συλλογικό. Ως αρχή, να διεκδικηθούν και οι χιλιάδες κενοί οικιστικοί πόροι. Τα κτίρια και η γη που είναι εδώ και χρόνια κενά, να περάσουν υπό συλλογική διαχείριση, να αναδιανεμηθούν και να φροντιστούν από όλους και όλες μας συλλογικά, χωρίς αποκλεισμούς.
Η παρουσία των αιτούντων άσυλο δεν ήταν απειλή, ήταν ευκαιρία. Όχι ευκαιρία για νέα εργατικά χέρια προς εκμετάλλευση για το όφελος των λίγων. Ήταν ευκαιρία για να ενισχυθεί το αίτημα για ένα άλμα προς έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της ζωής μας. Αν καταφέρουμε να ενεργοποιήσουμε τα ανενεργά σπίτια για να δοθούν και στις οικογένειες αιτούντων άσυλο, σημαίνει ότι θα έχουμε βρει ένα μηχανισμό και έναν τρόπο να δώσουμε καλά σπίτια σε όλους.
Τα σώματα που στάθηκαν στην είσοδο, στην πύλη της Νάουσας, με στόχο την αποτροπή της εισόδου των αιτούντων άσυλο ήταν πεισμένα για την περιορισμένη φέρουσα ικανότητα του τόπου. Αλλα δεν είναι «η φέρουσα ικανότητα του δήμου» που είναι περιορισμένη. Περιορισμένη είναι η ικανότητα της δημοτικής αρχής, περιορισμένη είναι η πρόθεσή της να λύσει το κοινωνικό και στεγαστικό ζήτημα, περιορισμένος είναι και ο ορίζοντας της φαντασίας μας, περιορισμένη είναι και η ανάμνηση συλλογικών διεκδικήσεων αντί για ατομικές στρατηγικές.
Οι πόροι υπάρχουν. Και είναι δικοί μας, όλων μας.