H πρόβλεψη του ελληνικού σχεδίου RRF για τη στέγαση μπορεί μακροπρόθεσμα να σημαίνει επιδείνωση των εξώσεων ενοικιαστών.

Το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (Recovery and Resilience Facility ή αλλιώς RRF) είναι ένα τεράστιο χρηματοδοτικό πακέτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, €750 δισεκατομμυρίων, τα οποία θα μοιραστουν, μέχρι το τέλος του 2026, στα κράτη μέλη – κυρίως στα οικονομικά πιο αδύναμα – ως απευθείας χρηματοδότηση και δάνεια, ώστε αυτά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας.

Η Ελλάδα θα λάβει τη μεγαλύτερη, αναλογικά με το μέγεθος της οικονομίας της, χρηματοδότηση στην ΕΕ: περίπου 17% του ΑΕΠ της, δηλαδή σχεδόν €30 δισεκατομμύρια – τα €18 δισεκατομμύρια θα είναι χρηματοδότηση και τα €12 δισεκατομύρια θα είναι δάνεια. Η διαχείριση αυτού του πακέτου θα είναι καθοριστικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας με καθοριστικές επιπτώσεις στον χώρο και τις κοινωνικές πρακτικές.

Το ελληνικό σχέδιο για την αξιοποίηση του RRF που κατατέθηκε για αξιολόγηση στην Κομισιόν, τον Απρίλιο του 2021, έχει πλέον εγκριθεί. Η έμφαση του ελληνικού σχεδίου δόθηκε κυρίως σε χρηματοδοτήσεις μεγάλων ιδιωτικών κατασκευαστικών εταιρειών για την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων, για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και για την «πράσινη μετάβαση».

Υπάρχει και ένα μικρό ποσό της τάξεως του €1,3 εκατομμύριων που δεσμεύεται για αυτό που ονομάζεται στεγαστική πολιτική. Αυτά τα €1,3 εκατομμύρια θα δοθούν στο δήμο Αθηναίων και στο δήμο Θεσσαλονίκης ώστε αυτοί να δημιουργήσουν προγράμματα «κοινωνικής κατοικίας». Συνολικά το πρόγραμμα αφορά σε 100 ιδιωτικές ιδιοκτησίες. Το ποσό των €1,3 εκατομμυρίων θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δοθούν κίνητρα σε ιδιώτες ώστε αυτοί να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε μια πλατφόρμα κοινωνικής κατοικίας, για ένα χρονικό διάστημα έως και οκτώ χρόνια. Οι οργανισμοί των δήμων θα χρησιμοποιήσουν μέρος των χρημάτων για να ανακαινίσουν τις κατοικίες – ποσά που οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν ή δε θέλουν να δαπανήσουν για αυτό το σκοπό – και σε αντάλλαγμα θα αναλάβουν να διαχειριστούν τις κατοικίες για το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια αυτή θα το ενοικιάσουν με χαμηλό ή μηδενικό κόστος σε ωφελούμενους ενοικιαστές που αντιμετωπίζουν στεγαστική επισφάλεια.

Ο αντιπολιτευτικός λόγος της κοινοβουλευτικής (κεντρο)αριστεράς σε αυτό το πρόγραμμα κρτικάρει κυρίως το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσό – ειδικά αν συγκριθεί με τα ποσά που προβλέπει το αντίστοιο σχέδιο της Ισπανίας (€1 δισ.) ή της Πορτογαλίας (€2,7 δισ.). Αλλά αυτή η κριτική δεν ασχολείται με το περιεχόμενο του πιλοτικού προγράμματος που καλούνται οι οργανισμοί να υλοποιήσουν με αυτό το χαμηλό ποσό, και για το κίνδυνο που εγκυμονείται: δηλαδή να διευρυνθεί η κοινωνική ανισότητα ανάμεσα σε ιδιοκτήτες κατοικίας και ενοικιαστές.

Παλιότερα, σε ένα κείμενο- ανταπόκριση για το στεγαστικό κίνημα του Βερολίνου, έγραψα για το αντίστοιχο σφάλμα που έκαναν τα (αριστερόστροφα) μέσα ενημέρωσης σε ένα συγκεκριμένο σημείο των ανταποκρίσεών τους. Ενώ το στεγαστικό κίνημα στο Βερολίνο ζητούσε και ζητάει την απαλλοτρίωση περίπου 240.000 κατοικιών που τώρα, μετά την προ εικοσαετίας ιδιωτικοποίησή τους, ανήκουν σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες (big corporate landlords), η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση επανάκτησε 12.500 κατοικίες, ονόμασε αυτήν την αγορά «κοινωνικοποίηση» και τη χρησιμοποίησε για να κατευνάσει τις απαιτήσεις του κινήματος.

Πολλά μέσα ενημέρωσης και ακτιβιστές θεώρησαν αυτήν την επαναγορά των 12.500 κατοικιών μια νίκη που θα οδηγήσει σε επόμενες νίκες. Ωστόσο επρόκειτο για κάτι διαφορετικό. Οι 12.500 κατοικίες επαναποκτήθηκαν από την κυβέρνηση του Βερολίνου σε χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν όταν ιδιωτικοποιήθηκαν και μάλιστα σε τιμές υψηλότερες από αυτές που είχαν δώσει οι πολυεθνικές. Αυτό δεν αποτελεί « κοινωνικοποίηση » του  αποθέματος, αλλά κρατική βοήθεια που εγγυάται την κερδοφορία του real estate κεφαλαίου σε βάρος των πολιτών. 

Το ίδιο θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας και για το πιλοτικό πρόγραμμα «κοινωνικής» στέγασης που καλούνται να υλοποιήσουν οι δήμοι με το ποσό του €1,3 εκ. από το Ταμείο Ανάκαμψης. Δεν είναι μόνον ότι το ποσό και το πρόγραμμα είναι μικρής έκτασης. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι μακροπρόθεσμα ενισχύει τον «λαϊκό καπιταλισμό» της μικρής και μεγάλης ιδιοκτησίας με δημόσιο χρήμα, και λειτουργεί σε βάρος των ενοικιαστών και σε βάρος του δικαιώματος στη στέγαση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Οι κατοικίες που θα « κοινωνικοποιηθούν » για οκτώ χρόνια, είναι κενές ή ανενεργές κατοικίες, δευτερεύουσες ή εξοχικές. Στο πέρας της οκταετίας θα επιστρέψουν στους ιδιώτες ανακαινισμένες, με δημόσια χρήματα, και ως τέτοιες θα προσφερθούν προς ενοικίαση σε υψηλότερες τιμές, θα επηρεάσουν αρνητικά το κόστος της στέγασης, ενώ στο μεταξύ θα προσφέρουν μερική προστασία σε 100 νοικοκυριά που τώρα βρίσκονται σε ακραία επισφάλεια.

Αν το ποσό για την ίδια πολιτική ήταν μεγαλύτερο, σε βάθος χρόνου θα έχουμε μια μεγαλύτερης κλίμακας, κρατικώς επιχορηγούμενη έξωση δια ανακαίνισης (ο όρος στη διεθνή βιβλιογραφία είναι renoviction).[1] Το ίδιο συμβαίνει και με τις εξαγγελίες πολιτικών κομμάτων για αύξηση του επιδόματος ενοικίου και για … Continue reading

Οι χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, δεν δεσμεύουν απλά πολύ μεγαλύτερα ποσά για την αναβάθμιση του οικιστικού αποθέματος αλλά εστιάζουν στο απόθεμα που βρίσκεται υπό δημοτική ή δημόσια ιδιοκτησία. Αλλά ακόμα και αυτό δεν αποτελεί δικλείδα ασφάλειας για την απο-εμπορευματοποίηση της κατοικίας. Χωρίς δικλείδες ασφαλείας και ένα πακέτο που θα ελέγχων που θα αποτελεί δέσμευση για την απο-εμπορευματοποίηση της στέγασης, το Κράτος μπορεί απλά να αναβαθμίζει το απόθεμά του και έπειτα να το ιδιωτικοποιήσει, ενισχύοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου που κερδοσκοπεί πάνω στην κατοικία.

Ακόμα και στην πολυτραγουδισμένη Σουηδία, που θεωρείται παράδειγμα που ενσαρκώνει το καθολικό δικαίωμα του πολίτη στην αξιοπρεπή στέγαση, η στεγαστική επισφάλεια διευρύνεται. Το απόθεμα που ανακαινίστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες, οδήγησε επίσης σε δυσθεώρητες αυξήσεις των ενοικίων, σε εκτοπισμούς των φτωχότερων ενοίκων από τα ανακαινισμένα σπίτια και στην αντικατάστασή τους από ευπορότερες δημογραφίες καθώς οι πολιτικές ρύθμισης των ενοικίων έχουν εγκαταλειφθεί. Το κόστος του ενοικίου και η δυνατότητα ανατιμήσεων μετά την ανακαίνιση (σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και κατά 70%) ρυθμίζεται από την «αγορά» ανεξάρτητα από το αν είναι ιδιωτικός ή δημοτικός ο φορέας διαχείρισης του αποθέματος.

Για μια πραγματικά ριζοσπαστική κοινωνική πολιτικής στέγασης – κάτι που είναι αναγκαίο, δεδομένης της ακραίας στεγαστικής επισφάλειας που βιώνουν τεράστια τμήματα του πληθυσμόύ – το κενό οικιστικό και κτιριακό απόθεμα, δημόσιο και ιδιωτικό θα πρέπει να εντοπιστεί, να καταγραφεί και να περάσει σε δημόσιο έλεγχο και να συνοδευτεί από ένα πακέτο πολιτικών που θα αποτρέπουν την σπέκουλα πάνω στην κατοικία. Στόχος θα πρέπει να είναι η μόνιμη από-εμπορευματοποίησή της κατοικίας, η εξασφάλιση και προστασία του δικαιώματος στην στέγαση για όλες και όλους.

References

1
Το ίδιο συμβαίνει και με τις εξαγγελίες πολιτικών κομμάτων για αύξηση του επιδόματος ενοικίου και για διεύρυνσή του για να δοθεί σε περισσότερα νοικοκυριά. Αυτή η πολιτική θα κατευθύνει περισσότερους πόρους στους ιδιοκτήτες, παρότι θα διευκολύνει εισοδηματικά ορισμένους ενοικιαστές, για λίγα χρόνια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *