Πως ένας υπέρμαχος της ιστορικής μνήμης στράφηκε εναντίον της.

από τον Giles Harvey,
δημοσιευμένο στην έντυπη έκδοση του περιοδικού New Yorker, στις 13/1/2020,
σε μετάφραση του Νίκου Βράντση


Το Νοέμβριο του 1975, τα Αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα, μετέδιδαν τακτικά τα νεότερα για ένα θέμα που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί δα και έκτακτο. Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο, ο φασίστας δικτάτορας, ο οποίος είχε εξουσιάσει την Ισπανία για τριάντα έξι χρόνια, παρέμενε ζωντανός, αν και όχι για πολύ ακόμα. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο ογδονταδυάχρονος Caudillo, αυτός ο πιστός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στη μάχη τους ενάντια στον κομμουνισμό, είχε πέσει σε κώμα μετά από διαδοχικές καρδιακές προσβολές. Ο θάνατος του βρισκόταν κοντά, αλλά ο Φράνκο ο οποίος είχε επιβιώσει από αρκετές απόπειρες δολοφονίας, εξακολουθούσε να διαψεύδει όσους περίμεναν να ανακοινώσουν πρόθυμα τον θάνατό του. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τα δίκτυα ενημέρωσης να μεταδίδουν τακτικά ειδήσεις για τον μη-θάνατό του: Ο Φράνκο ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Ο Φράνκο ανταποκρινότανε στην θεραπεία. Η κατάσταση της υγείας του Φράνκο είχε επιδεινωθεί. Όταν πράγματι πέθανε, στις 20 Νοεμβρίου, το νέο τότε σατυρικό show “Saturday Night Live” βρήκε την ευκαιρία. “Η σημαντικότερη είδηση της ημέρας σήμερα” ανακοίνωνε ο νεαρός Chevy Chase λίγες εβδομάδες αργότερα, στην εκπομπή του Σαββάτου, “o στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο παραμένει νεκρός”. Ο σεναριογράφοι της εκπομπής συνέχισαν την φάρσα για μήνες. “Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο εξακολουθεί να είναι νεκρός εδώ και έντεκα εβδομάδες” ανακοίνωνε ο Chase τον Ιανουάριο, “και οι γιατροί του, αρνούνται ακόμα και να εικάσουν για πόσο θα παραμείνει στην ίδια κατάσταση.”

Στην Ισπανία, πολλοί αναρωτιόνταν αν πράγματι ο Φράνκο αποχώρησε οριστικά. Το αυταρχικό καθεστώς, το οποίο είχε κληροδοτήσει στην Ισπανία, με τα δωμάτια βασανιστηρίων και τη μυστική αστυνομία του, έμοιαζε τόσο αμετακίνητο όσο και τα Πυρηναία. “Όλα είναι τακτοποιημένα και είναι τακτοποιημένα καλά”, είχε πει σε μια ομιλία του το 1969, διαβεβαιώνοντας πως οτιδήποτε και αν συνέβαινε στον ίδιο, το καθεστώς που είχε δημιουργήσει θα παρέμενε σταθερό. Και όμως μέσα σε λίγα χρόνια το Φρανκικό καθεστώς ξηλώθηκε και η Ισπανία μετέβη σχετικά αναίμακτα στην φιλελεύθερη δημοκρατία. Επρόκειτο για μια αξιοσημείωτη μετάβαση. Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά κάποιος θα μπορούσε να δει ότι σοβούσε ένα ηθικό χρέος, το οποίο, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, κάποιοι αισθάνονται ότι δεν έχει πλήρως αποπληρωθεί. Ο ακρογωνιαίος λίθος της μετάβασης ήταν μια αποκαλούμενη συμφωνία λήθης, με την οποία η Παλαιά Φρουρά δεσμεύθηκε να αποχωρήσει με αντάλλαγμα την de facto πολιτική αμνηστία της. Η αριστερά πήρε σχεδόν όλα όσα ζητούσε (ελεύθερες εκλογές, έναν ελεύθερο Τύπο, τη νομιμοποίηση των συνδικάτων, και σταδιακά, ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας) εκτός από την απόδοση δικαιοσύνης για τα αμέτρητα θύματα του Φράνκο. Ήταν κάτι περισσότερο από έναν απλό συμβιβασμό. Άλλωστε πολλοί αναγνώριζαν ότι το να επιμείνουν σε ένα ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγαλύτερη βία, τη στιγμή ακριβώς που όλα εκείνα για τα οποία είχε αγωνιστεί η δημοκρατική πλευρά στον Εμφύλιο του 1936-1939, έμοιαζαν επιτέλους εφικτά.

Σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο αποσιωπήθηκε η κληρονομιά του Φράνκο, έχει γίνει θέμα διαμάχης. Εκεί κοντά στην αλλαγή της χιλιετίας, τα παιδιά και τα εγγόνια των “εξαφανισμένων” του Φράνκο— οι δεκάδες χιλιάδες των Δημοκρατών (Republicans) που θανατώθηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου και της δικτατορίας — άρχισαν να ζητούν την εκταφή των νεκρών και την κατα μέτωπο αντιμετώπιση του παρελθόντος. Το κίνημα για την ιστορική μνήμη αν και σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητο, εκπροσωπήθηκε από ορισμένες προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο καταλυτικό. Ανάμεσά τους ήταν και αυτή του μυθιστοριογράφου Χαβιερ Θέρκας, εκ των κορυφαίων σύγχρονων Ισπανών συγγραφέων.

Εκείνη την περίοδο, ο Θέρκας δεν ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος για να παίξει τον ρόλο του υπερασπιστή της ιστορικής αλήθειας. Η πρώιμη δουλειά του, ήταν επηρεασμένη από τους μεταμοντέρνους παιχνιδισμούς Αμερικανών συγραφέων, όπως ο Robert Coover και ο Donald Barthelme. Στο πρώτο του βιβλίο, Το Κίνητρο, που δημοσιεύθηκε το 1987 όταν ο Θέρκας ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, ένας μπλοκαρισμένος μυθιστοριογράφος, ο οποίος αναζητώντας κάποια έμπνευση, χειραγωγεί τον γείτονά του και τον οδηγεί να διαπράξει ένα έγκλημα: θεωρεί ότι το μόνο που θα έχει να κάνει στη συνέχεια θα είναι απλά να το καταγράψει. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε ο Θέρκας και ο πρωταγωνιστής του, αλλά η διαπλοκή –  ή αμοιβαία τροφοδότηση – ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματική ζωή θα γινόταν ένα θέμα που ο συγγραφέας θα ξανάγραφε σε πολλές, διαφορετικές εκδοχές. Την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, έλαβε θέση διδάσκοντα στο πανεπιστήμιο του Illinois στην Urbana-Champaign, όπου και διαδραματίζεται το δεύτερο του μυθιστόρημα, Ο Ένοικος (1989), άλλη μια καθοριστική αποτυχία. “Ήθελα να είμαι ένας Αμερικανός συγγραφέας, αλλά στην Αμερική κατάλαβα ότι είμαι Ισπανός”, είχε πει ο Θέρκας.

Ήταν μια μακρόσυρτη επιστροφή. Δεν ήταν παρά με τους “Στρατιώτες της Σαλαμίνας”, που δημοσιεύθηκε το 2001, που η Ισπανία και η ιστορία της έγιναν τα κεντρικά θέματά του Θέρκας. Το βιβλίο ανήκε στο είδος που θα αποκαλούσαμε αυτο-γραφία. Ένας άτυχος συγγραφέας ονόματι Χαβιερ Θέρκας μας εξομολογείται: “Τρία πράγματα μου είχανε συμβεί. Πρώτα πέθανε ο πατέρας μου. Έπειτα με εγκατέλειψε η σύζυγός μου. Και τέλος, παραιτήθηκα από τη λογοτεχνική μου καριέρα.” Έτσι, αναζητώντας την προσωπική αλλά και τη συλλογική εξιλέωση, επιχειρεί να ανακατασκευάσει ένα σχεδόν άγνωστο επεισόδιο του Εμφύλιου. Στις αρχές του 1930, ο συγγραφέας Raphael Sánchez Mazas, ιδρυτικό μέλος του Φασιστικού Κόμματος, της Ισπανικής Φάλαγγας, βρέθηκε μαζί με άλλους εθνικιστές αιχμαλώτους μπροστά σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα Δημοκρατών σε ένα χωριό εκατό χιλιόμετρα βόρεια της Βαρκελώνης. Για κάποιον λόγο, οι σφαίρες μονάχα έγδαραν τον Sánchez Mazas, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει στο γειτονικό δάσος. Μέσα σε λίγα λεπτά, ένας Δημοκράτης στρατιώτης, τον βρήκε να κρύβεται μέσα σε ένα χαντάκι. Για κάποιους λόγους, ξεχασμένους πια από την ιστορία, ο στρατιώτης τον άφησε να φύγει, ενημερώνοντας τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί.

O Θέρκας είναι αποφασισμένος να βρει τον φιλεύσπλαχνο στρατιώτη, και με τη βοήθεια του Χιλιανού φίλου του, του συγγραφέα Roberto Bolaño, έρχεται σε επαφή με έναν βετεράνο του Δημοκρατικού Στρατού, τον Antonio Miralles, που πλέον νοσηλεύεται σε ένα γηροκομείο στην Dijon. Είναι ο Μiralles – ένα θηρίο με μια φλογερή συνείδηση που διέφυγε από την Ισπανία του Φράνκο για να καταταχθεί αμέσως στην Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων και να ξαναριχτεί στον αντιφασιστικό αγώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου — ο άνθρωπος που ψάχνει ο Θέρκας; Το ερώτημα δεν απαντάται με τρόπο οριστικό, αλλά η υπαινικτική ασάφεια, ελευθερώνει τον Miralles ώστε ο χαρακτήρας του να εξυπηρετήσει άλλους συμβολικούς σκοπούς. Όταν φτάνουμε στο τέλος του βιβλίου, έχει πλέον γίνει η ζωντανή ενσάρκωση της ιστορίας των δεινών που υπέστη η Δημοκρατία και της αντίστασης που καταπνίχθηκε ενεργά από τον Φράνκο και έπειτα απλά αγνοήθηκε.

Το έργο “Οι στρατιώτες της Σαλαμίνας”, έγινε ευρέως αποδεκτό ως μια επίκαιρη ηθική παρέμβαση στον δημόσιο βίο της Ισπανίας, πουλώντας εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και μετατρέποντας τον συγγραφέα από έναν ημιφανή γραφιά σε εξέχουσα φωνή του κινηματος για την ιστορική μνήμη. “Ποιος, στην Ισπανία, είχε ακούσει για ιστορική μνήμη, πριν δημοσιευθεί το μυθιστόρημά σου;” ρωτάει τον Θέρκας ένας θαυμαστής, σε ένα άλλο βιβλίο, και έπειτα συνεχίζει: “Οι άνθρωποι το διάβασαν επειδή το είχαν ανάγκη, επειδή η χώρα το είχε ανάγκη, είχαν ανάγκη να θυμηθούν το Δημοκρατικό της παρελθόν, να το ξεθάψουν κατά κάποιον τρόπο.” Κάποιοι αναγνώστες συγκινήθηκαν τόσο, που δεν κατάλαβαν το λεπτό παιχνίδι που είχε στηθεί στους “Στρατιώτες της Σαλαμίνας” ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και τη μυθοπλασία. Στην πραγματικότητα, ο πατέρας του Θέρκας δεν είχε πεθάνει, η γυναίκα του δεν τον είχε εγκαταλείψει και η λογοτεχνική του καριέρα δεν είχε καταρρεύσει. Σημαντικότερο είναι να σημειωθεί ότι, πράγματι είχε υπάρξει κάποιος βετεράνος δημοκράτης στρατιώτης, ονόματι Antoni Miralles, αλλά είχε πεθάνει πρωτού ο Θέρκας αρχίσει να δουλεύει πάνω στο βιβλίο του και δε διασώζεται σχεδόν τίποτα από αυτόν. Για την αναζήτηση της ζωής του Sánchez Mazas, της περιβόητης αυτής φιγούρας, ο Θέρκας μόχθησε πραγματικά. Αντίθετα ο Miralles των “Στρατιωτών” είναι σε μεγάλο βαθμό αποκύημα της φαντασίας του — μια ασυμμετρία που λέει πολλά για το επιλεκτικό ενδιαφέρον σχετικά με το παρελθόν της χώρας. Όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος ο Θέρκας — ο πραγματικός Θέρκας — “Η φιλοδοξία μου ήταν να κατασκευάσω τα στοιχεία, χωρίς κάποια τεκμηρίωση ώστε να μιλήσω για την ουσιαστική αλήθεια.”

Έχοντας λάβει μια τόσο ηχηρή ανταπόκριση, o Θέρκας θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να συνεχίσει να δημιουργεί έργα πατώντας στο ίδιο ηθικό μοτίβο. Αντιθέτως, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του μετά τους “Στρατιώτες” μιλώντας ενάντια στα δόγματα της ιστορικής μνήμης: κάτι που είχε ξεκινήσει ως μια νόμιμη εκστρατεία για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, σύντομα εκφυλίστηκε σε μια συνεχή επίδειξη υποκρισίας και οπορτουνισμού. Ο κρατικός Νόμος για την Ιστορική Μνήμη, του 2007 παρείχε κάποια υποστήριξη — αν και σύμφωνα με την άποψή του, αρκετά αργοπορημένα — σε όσους επιχειρούσαν να εντοπίσουν τις σορούς των συγγενικών τους προσώπων που δολοφονήθηκαν από τον Φράνκο. Ωστόσο ο Cercas βρισκόταν σε μια κατάσταση αμηχανίας, καθώς θεωρούσε ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να σφετεριστεί μια ανεξάρτητη έρευνα που ήταν πρωτίστως καθήκον διανοητικό. “Η ιστορία φτιάχνεται από τους ιστορικούς, όχι από τους πολιτικούς”, έγραψε τότε στην εφημερίδα El Pais. “Ένας νόμος αυτού του είδους θυμίζει, με τρόπο ντροπιαστικό, μεθόδους ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία γνωρίζουν ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να ελέγξουν το παρόν είναι να ελέγξουν το παρελθόν.” Γενικότερα, πίστευε πως αυτή η ξαφνική μόδα με ιστορίες δημοκρατών ηρώων – αυτό που αποκαλούσε, αλλιώς “τοξική, συναισθηματική τροφή γαρνιρισμένη με ήσυχη ιστορική συνείδηση” — ενίσχυε τον κολακευτικό μύθο μιας δήθεν μαζικής αντίστασης στον Φράνκο.

Όπως ξεκαθαρίζει ο Θέρκας στο τελευταίο του βιβλίο “ Ο Άρχοντας Όλων Των Νεκρών” (Knopf), εξαιρετικά μεταφρασμένο (στα αγγλικά) από την Anne McLean, η αλήθεια είναι γενικά λιγότερο ευχάριστη. “Για όσο, πάνω κάτω, διήρκησε το καθεστώς του Φράνκο, όλοι σχεδόν ήταν Φρανκιστές, καθ’ εντολήν ή ακούσια”, όπως είπε στην αρχή του έργου ο σκηνοθέτης David Trueba, ο φίλος του Cercas που μετέφερε τους “Στρατιώτες της Σαλαμίνας” στην μεγάλη οθόνη το 2003. Η οικογένεια του ίδιου του Θέρκας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του, διετέλεσε Φρανκιστής δήμαρχος του Ibahernando, ένα χωριό στην δυτική περιφέρεια της Extremadura όπου και γεννήθηκε ο Θέρκας εν έτει 1962. Αν και κανείς από τους γονείς του δεν είχε ιδιαίτερη πολιτική δράση, και οι δυο τους ήταν, απροκάλυπτα, υποστηρικτές του καθεστώτος του Φράνκο μέχρι το τέλος.

Το Ibahernando ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε και ο θείος της μητέρας του, ο Manuel Mena, ο οποίος το 1937, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό του Φράνκο και σκοτώθηκε, δώδεκα μήνες αργότερα, στην Μάχη του Ebro. O Θέρκας μεγάλωσε ακούγοντας τις ιστορίες για τον μαρτυρικό ηρωισμό του Θείου Manuel και σαν νεαρός αισθανόταν ότι κάποια μερα θα έπρεπε να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτόν.  Τον απέτρεπε για χρόνια, ένα αίσθημα ντροπής που πήγαζε από την πολιτική αφοσίωση της οικογένειάς του. “Ο Άρχοντας Όλων Των Νεκρών” είναι η προσπάθειά του να συμβιβαστεί με αυτή την ενοχλητική κληρονομιά. “Στους ‘Στρατιώτες της Σαλαμίνας’ επινόησες ένας Δημοκράτη ήρωα ώστε να αποκρύψεις το γεγονός ότι ο οικογενειακός σας ήρωας ήταν Φρανκιστής” λέει ο Trueba. “Τώρα είναι η ώρα να αντιμετωπίσεις την αλήθεια, δε συμφωνείς; Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορείς να κλείσεις τον κύκλο. Και μόνο  με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσεις να σταματήσεις να γράφεις γι’ αυτόν τον γαμημένο τον πόλεμο και τον Φρανκισμό και όλα τα υπόλοιπα σκατά που τόσο σε βασανίζουν.”

Όπως υποννοεί και αυτός ο φλογερός, ηθικός λόγος, “Ο Άρχοντας” είναι τόσο μια ιστορία του εν δυνάμει βιογράφου του Mena όσο και του ίδιου του Mena. Σε αντίθεση με τον αφηγητή που συναντάμε στους “Στρατιώτες της Σαλαμίνας”, ο Cercas που συναντάμε σε αυτό το έργο δεν είναι ένας επινοημένος χαρακτήρας (αν παραβλέψουμε το ότι κάθε “Εγώ” σε οποιοδήποτε αξιόλογο, μη-μυθοπλαστικό έργο είναι προϊόν μελετημένων επιλογών του συγγραφέα). Και παρότι ο Mena άφησε ελάχιστα γραπτά ίχνη, ο Θέρκας αρνείται να καταφύγει στην φαντασία για να γεμίσει τα κενά: “Αυτό το έργο δεν είναι μυθιστόρημα και εγώ εδώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος (literato), γι΄αυτό θα παραμείνω μέσα στην ασφάλεια που προσφέρουν τα ίδια τα γεγονότα”, σημειώνει σε μια φράση που φαίνεται να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε διαφορετικές εκδοχές σε όλο το έργο. Ο Θέρκας, εν ολίγοις, δεν επιθυμεί πια να κατασκευάσει τα στοιχεία, χωρίς τεκμηρίωση ώστε να μιλήσει για μια ουσιαστική αλήθεια. Αντιθέτως, θα αναζητήσει στα αρχεία, θα περιπλανηθεί σε ιστορικά πεδία μάχης και θα πάρει συνεντεύξεις από τους λίγους εναπομείναντες ανθρώπους εν ζωή (ως επί το πλείστον σακάτηδες και επιφυλακτικούς) που ήξεραν τον “σπουδαίο” θείο του. Τα περισσότερα από όσα μαθαίνει ο Θέρκας για τον Mena μπορούν να συνοψιστούν σε μια ή δυο σελίδες το πολύ, αλλά από τη στιγμή που η αξία — ή, για να το πούμε καλλίτερα, η αφηγηματική αποζημίωση — στηρίζεται στην σπάνη, κάθε νέο κομμάτι πληροφορίας αποκτά τη σημασία μνημειώδους γεγονότος.

Ο Mena κατάγεται από μια οικογένεια χωρικών, ιδιοκτητών γης, οι οποίοι πριν από το ξέσπασμα του Εμφυλίου, είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν αισθήματα αφοσίωσης προς τους τοπικούς γαιοκτήμονες, εν αντιθέσει με τους αναρίθμητους ακτήμονες εργάτες της περιοχής. Παρότι κληρονόμησε τη δεδομένη αφοσίωση και τον πατριωτισμό της κοινωνικής του τάξης, ο εξαιρετικός μαθητής Mena φαινόταν προορισμένος να γίνει το πρώτο μέλος της οικογένειάς του που θα εγγραφόταν στο πανεπιστήμιο και θα διέφευγε από τους περιορισμούς της ζωής στο χωριό. Αυτό ήταν πριν από τον Ιούλιο του 1936, όταν ο Φράνκο εξαπέλεισε την στρατιωτική του αντεπίθεση ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση — μια εύθραστη συμμαχία φιλελεύθερων, σοσιαλιστών και αναρχικών — που είχε λάβει την εξουσία μετά τις γενικές εκλογές στις αρχές του χρόνου. Ο Θέρκας είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα προοδευτικών πεποιθήσεων αλλά αυτό δεν καταστέλλει την ικανότητα εκείνη που του επιτρέπει να καταλάβει γιατί τόσοι πολλοί Ισπανοί, συμπεριλαμβανομένου του Mena, θεώρησαν πως η κυβέρνηση με τα φιλόδοξά της σχέδια για αναδιανομή γης και με τον φανατικό αντικληρικαλισμό της, αποτελούσε μια υπαρξιακή απειλή και γιατί έβλεπαν στον Φράνκο έναν εθνικό σωτήρα.

“Μπορείς να είσαι ευγενής και αγνός και την ίδια στιγμή να πολεμάς για έναν λανθασμένο σκοπό;” ρωτά  κάπου στη μέση του βιβλίου ο Θέρκας τον Trueba, που είναι και φερέφωνο και αντίλογος την ίδια στιγμή. Ο Trueba απαντά θετικά. “Δεν αξιολογούμε τον Αχιλλέα με κριτήριο το πόσο δίκαιος ή άδικος ήταν ο σκοπός για τον οποίο πέθανε, αλλά με κριτήριο την ευγένεια των πράξεών του, την τιμιότητα, το θάρρος και τη γενναιοδωρία που όρισαν τη συμπεριφορά του.» Ο Θέρκας συνειδητοποίησε ότι η ιστορία του Mena, όπως και αυτή του Αχιλλέα (όπως την συναντούμε στην Ιλιάδα) ενισχύεται από αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσανε Καλό Θάνατο. Σε μια χαρακτηριστικά ελικοειδή πρόταση, ο Θέρκας γράφει: “Νόμιζα πως η μητέρα μου πέρασε όλη της τη ζωή μιλώντας μου για τον Manuel Mena γιατί γι’ αυτήν δεν υπήρχε μοίρα καλλίτερη και ανώτερη από τη δική του και θεωρούσα με έναν ενστικτωδη και ασυνείδητο τρόπο ότι θα γινόμουν συγγραφέας για να επαναστατήσω ενάντιά της, για να αποδράσω από τη μοίρα στην οποία ήθελε να με εγκλωβίσει.”

Μολαταύτα, η άποψη του Θέρκας αρχίζει να αλλάζει όταν στη διάρκεια ενός ερευνητικού ταξιδιού στο Καταλανικό χώριο όπου σκοτώθηκε ο Mena, ‘σκοντάφτει’ σε ένα απόσπασμα της Οδύσσειας ( ξαναδιαβάζει ένα παλιό αντίτυπο που πήρε από το πατρικό του), στο οποίο ο Οδυσσέας συναντά τον Αχιλλέα στον Κάτω Κόσμο και του λέει πόσο τιμημένος παραμένει στον κόσμο των ζωντανών. O Aχιλλέας θυμώνει:

“Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,

άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος, 
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.”

Την επόμενη ημέρα, ενώ ο Θέρκας και η μητέρα του επισκέπτονται το σημείο όπου ο Mena άφησε την τελευταία του πνοή, συνειδητοποιεί τη συντριβή που θα πρέπει να είχε αισθανθεί τότε, σαν παιδί, από την μοίρα του αγαπημένου της θείου, και πόσο είχε παρερμηνεύσει την εμμονή της με αυτό το γεγονός. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η ομορφιά του θανάτου αλλά η βία της απώλειας. “Με τον θάνατο του Manuel Mena” γράφει ο Cercas “όταν δεν είχαν απομείνει άλλα δάκρυα, συνειδητοποίησε ότι είναι χίλιες φορές καλλίτερο να είσαι ο Οδυσσέας από το να είσαι ο Αχιλλεάς, να ζεις μια μακρόσυρτη, μέτρια και ευτυχισμένη ζωή.” Λίγες στιγμές αργότερα, ο Θέρκας συνειδητοποιεί ότι οι προσπάθειες αυτοκαθορισμού του ήταν απλά μάταιες: Είχε γίνει ο άνθρωπος που ήθελε η μητέρα του — ένας συνηθισμένος Οδυσσέας και όχι ένας ένδοξος Αχιλλέας. Τώρα, αν πράγματι είχε κατάφερει να βγάλει “τον γαμημένο πόλεμο” από μέσα του, όπως είχε προβλέψει ο Trueba, έμενε να αποδειχτεί.

“Ο Άρχοντας Όλων Των Νεκρών” είναι ένα εξαιρετικό δείγμα D.I.Y ιστορίας. Είναι όμως και ενοχλητικά ελλειπτικό. Μπορεί να καταλάβει κανείς την απόφαση του Θέρκας να απαρνηθεί την μυθιστορηματική έμπνευση πού τον υπηρέτησε καλά στους “Στρατιώτες της Σαλαμίνας” (ο Mena, ο πραγματικός Φαλαγγίτης ήρωας, προσφέρεται σαν το αντίπαλο δέος του επινοημένου Δημοκράτη Miralles) αλλά η ανάγνωση ενός βιβλίου με τόσο μεγάλα αφηγηματικά κενά είναι σαν επίσκεψη σε μουσείο που έχει δανείσει τη μισή συλλογή του. “Δε θα ρωτήσω ποια ήταν η αντίδραση του Manuel Mena όταν κατάλαβε ότι τον είχε πετύχει μια σφαίρα” γράφει ο Θέρκας σε μια χαρακτηριστική περιγραφή του θανάτου του πρωταγωνιστή του. “Ουτε θα αναρωτηθώ για πόση ώρα βρισκόταν ξαπλωμένος εκεί… Δε τα ρωτάω όλα αυτά τα πράγματα γιατί δεν μπορώ να τα απαντήσω.” Το αποτέλεσμα αυτής της αυτοσυγκράτησης είναι ένα πορτραίτο σε αρνητικό φόντο. Παρότι ο Mena παραμένει κάτι σαν σκιά, ο κοινωνικός κόσμος μέσα στον οποίο κινήθηκε χρωματίζεται με εντυπωσιακή ακρίβεια.

Ίσως ο καλλίτερος τρόπος για να καταλάβουμε τον “Αρχοντα” είναι να τον αντιμετωπίσουμε ως την πιο πρόσφατη προσθήκη σε μια σειρά βιβλίων που μιλούν για τις στρεβλώσεις που επιφέρει η ιστορική μνήμη. Το 2009 ο Θέρκας δημοσίευσε την “Ανατομία μιας Στιγμής”, μια καταγραφή της απόπειρας πραξικοπήματος, ή αλλιώς golpe de estato, της 23ης Φεβρουαρίου του 1981, όταν ένα ένοπλο τμήμα ακροδεξιών αξιωματικών κράτησε αιχμάλωτο το κοινοβούλιο στη Μαδρίτη για περίπου δεκαοκτώ ώρες. Οι golpistas ήταν εξαγριωμένοι με την μετάβαση στη δημοκρατία, κατά την οποία ο στρατός βρέθηκε υπό δημοκρατικό, πολιτικό έλεγχο και ο χειρότερος εχθρός του, το Κομμουνιστικό κόμμα είχε νομιμοποιηθεί. Καθώς οι αξιωματικοί πυροβολούσαν στον αέρα και φώναζαν σε όλους να ξαπλώσουν στο δάπεδο, ο Adolfo Suárez, ο πρώτος, έπειτα από σαράντα χρόνια, δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ισπανίας, και ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες της μετάβασης, παρέμεινε καθιστός, σε μια πράξη αντίστασης την οποία ο Θέρκας χαρακτηρίζει ως την “ιδρυτική χειρονομία” της Ισπανικής Δημοκρατίας. Το επεισόδιο μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο και την επόμενη μέρα, όταν πια το πραξικόπημα είχε αποτύχει, μεταδόθηκε και από την τηλεόραση.

O Θέρκας δεν εγκατέλειψε συνολικά το μυθιστόρημα — από την πρώτη του επιτυχία το 2001, δυο από τα έξι βιβλία που δημοσίευσε “Η ταχύτητα του Φωτός” (2005) και οι “Νόμοι των Συνόρων” (2012), ήταν μυθιστορήματα— αλλά η στροφή του ενάντια στην ιστορική μνήμη συνέπεσε με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για αφηγήσεις θεμελιωμένες σε γεγονότα διερευνημένα εξονυχιστικά. Αρχικά, προσπάθησε να γράψει ένα μυθιστόρημα για την 23η Φεβρουαρίου, αλλά βρήκε τα γεγονότα τόσο πλούσια και συναρπαστικά ώστε να καθιστούν ανώφελη την μυθιστορηματοποίησή τους. “Η ιστορία κατασκευάζει παράξενες φιγούρες και δεν απορρίπτει τις συμμετρίες της μυθοπλασίας”, λέει στην “Ανατομία μια Στιγμής”, σε μια πρόταση που θυμίζει τον Borges, έναν από τους λογοτέχνες που αναγνωρίζει ως πηγή έμπνευσης. Βρίσκει πως η μυθοπλαστική περιγραφή των γεγονότων είναι το καλλίτερο μέσο για να αντιμετωπιστεί η ψευτιά, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, σε κάθε επέτειο του πραξικοπήματος, σύμφωνα με την οποία ο Ισπανικός λαός και οι θεσμοί του, παρέμειναν ακλόνητοι απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατίας. Όπως, σαρδόνια, το θέτει, “Ολόκληρη η χώρα έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της και περίμενε την αποτυχία του πραξικοπήματος. Ή τον θρίαμβό του.”

Για τον Θέρκας,, η υποκρισία που περιβάλλει την 23η Φεβρουαρίου, ήταν σύμπτωμα μιας ουσιαστικότερης παρερμηνείας. Με την άνοδο της ιστορικής μνήμης ενισχύθηκε η αίσθηση, ειδικά στους κύκλους της αριστεράς, ότι η συμφωνία της λήθης αποτελούσε δειλή προδοσία και ότι η δημοκρατία που κατέστη δυνατή με αυτή τη συμφωνία, δεν ήταν παρά συνέχιση του Φρανκισμού με άλλα μέσα. Για τον Θέρκας, πρόκειται για τις πλαστογραφίες της ζήλιας , το παράπονο μιας επόμενης γενιάς, που θεωρούσε τις ελευθερίες της μοντέρνας Ισπανίας δεδομένες. Αν και αναγνωρίζει ότι η μετάβαση δεν ήταν τέλεια, επιμένει στο ότι “φτιάχτηκε ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα ήταν αδύνατον να φτιαχτεί αν ο κύριος σκοπός δεν ήταν η δημιουργία ενός μέλλοντος αλλά  -Fiat justitia et pereat mundus – κάνοντας κάποιες διορθώσεις στο παρελθόν».

Κατά τη διάρκεια της μετάβασης, πολλοί Ισπανοί — πολιτικές ελίτ μέχρι απλούς πολίτες άρχισαν να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν διαχρονικούς αντιπάλους του καθεστώτος, τροποποιώντας το παρελθόν τους ώστε να το κάνουν να συμφωνεί με το δημοκρατικό παρόν. Λίγοι ήταν αυτοί όμως που το τράβηξαν τόσο όσο ο Enric Marco, ένας Καταλανός μηχανικός που ψευδώς ισχυρίστηκε  (και έγινε ευρέως πιστευτός) ότι αφού δραπέτευσε από την Ισπανία στο τέλος του Εμφυλίου, πιάστηκε αιχμάλωτος σε ένα Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Marco, πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στο βιβλίο “Ο Απατεώνας”, που έγραψε o Θέρκας το 2014,  απέκτησε διεθνή αναγνώριση ως επικεφαλής των Amical de Mauthausen, μιας ισπανικής ένωσης επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Δημοκράτες πολιτικοί πρόσφυγες που ζούσαν εξόριστοι στην Γαλλία όταν αυτή κατακτήθηκε από τους Γερμανούς. O Marco αποκαλύφθηκε το 2005, μετά από δεκαετίες απάτης, κυρίως από την έρευνα του Benito Bermejo, ενός ιστορικού που αναηζτούσε την ιστορία των δημοκρατών εξορίστων (deportados).

Ο Θέρκας έκανε τη δική του προσωπική έρευνα. “Ο Απατεώνας” εναλλάσσει την εκδοχή του ίδιου του Marco για τη ζωή του (όχι μόνο επιβίωση στα ναζιστικά στρατόπεδα αλλά και χρόνια μυστικού αγώνα ενάντια στον Φράνκο, πίσω στην Ισπανία) και τη ζωή που πραγματικά έζησε – μια ζωή συνηθισμένου κομφορμισμού. O Θέρκας έκανε και εκτεταμένες συνεντεύξεις με τον Marco, τον οποίο και αντιμετωπίζει σαν μυστικό σύντροφο, σαν τον διαβολικό του δίδυμο. Και οι δυο τους, έχτισαν το όνομά τους εκμεταλλευόμενοι τη δημόσια όρεξη για ιστορική κάθαρση, που κορυφώθηκε στις αρχές του 2000. “Έκανα το ίδιο πράγμα που έκανες και εσύ” λέει ο Marco σε μια επινοημένη συνομιλία μεταξύ συγγραφέα και πρωταγωνιστή, στην οποία ο Θέρκας δραματοποιεί την ενοχή και την αβεβαιότητά του για τον σφετερισμό των τραυμάτων του ισπανικού παρελθόντος. “Επινόησα και εγώ έναν τύπο σαν τον Miralles” συνεχίζει ο Marco “μόνο που αυτός ο Miralles ήταν ζωντανός και επισκέφτηκε σχολεία και μίλησε σε παιδιά για τον τρόμο των ναζιστικών στρατοπέδων και για τους Ισπανούς κρατούμενους σε αυτά και για δικαιοσύνη και για ελευθερία και για αλληλεγγύη.” Αυτό που ο Θέρκας καταλαβαίνει σε αντίθεση από τον Marco είναι η διαφορά του να αναμιγνύεις την πραγματικότητα και τη μυθοπλασία στην τέχνη από το να τις αναμιγνύεις στην πραγματική ζωή. “Ο δόλος του λογοτέχνη είναι προϊόν συναίνεσης” λέει ο Θέρκας, αν και εξετάζει την πιθανότητα να κατασταλεί ο σκεπτικισμός από τη δίψα της ισπανικής κοινής γνώμης για αυτή την “τοξική, συναισθηματική τροφή γαρνιρισμένη με ήσυχη ιστορική συνείδηση.”

“Ο Άρχοντας Όλων Των Νεκρών” είναι ένα διαφορετικό είδος ιστορίας. Ούτε θα κολακεύσει τις φιλελεύθερες ευαισθησίες ούτε θα καταπραϋνει τα αισθήματα συλλογικής ενοχής. Ίσως βοηθήσει τους Ισπανούς και άλλους πολίτες να καταλάβουν καλλίτερα τα θέλγητρα του Φασισμού, κάτι που, όπως είπε ο Θέρκας σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, είναι ένα καθήκον πιεστικό στον σημερινό κόσμο. Το 2018, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, που είχε περάσει τον Νόμο για την Ιστορική Μνήμη το 2007, επέστρεψε στην εξουσία μετά από εξίμιση χρόνια συντηρητικών κυβερνήσεων και ξεκίνησε να ολοκληρώνει τις μισοτελειωμένες του δουλειές. Τον περασμένο Οκτώβρη μετά από μεγάλη καθυστέρηση, η κυβέρνηση προχώρησε στην εκταφή των λειψάνων του Φράνκο από την Κοιλάδα των Πεσσόντων, τον μνημειώδη Καθεδρικό έξω από τη Μαδρίτη όπου ήταν θαμμένος από το 1975  και τα μετέφερε σε μια λιγότερο περίβλεπτη τοποθεσία. Δεν συμφώνησαν όλοι με αυτόν τον συμβολικό υποβιβασμό. Τον επόμενο μήνα, ο Pedro Sánchez, ο Σοσιαλιστής Πρωθυπουργός, εξασφάλισε οριακά την επανεκλογή του μετά τις πρόωρες εκλογές, αλλά το νέο, ακροδεξιό κόμμα Vox — το πρώτο του είδους που σημειώνει τέτοια επιτυχία στην Ισπανία μετά τη μετάβαση στη Δημοκρατία — ήταν ανάμεσα στους πραγματικούς νικητές των εκλογών,  διπλασιάζοντας τις έδρες του στο Ισπανικό Κοινοβούλιο.  Για πολύ καιρό, υπήρχε η εντύπωση ότι η εμπειρία της δικτατορίας είχε εμβολιάσει τη χώρα κατά του ρεβανσιστικού εθνικισμού που σαρώνει την Ευρώπη. Ο Φράνκο παραμένει νεκρός, αλλά η ανάγκη να επιβλέπουμε την κατάστασή του είναι πιο επέιγουσα από ποτέ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *