Αν πεινάμε θα σε φάμε… Ζήνων (ο ράπερ όχι ο άλλος)
Απόπειρα κλοπής
Η ιδιοκτήτρια στεκόταν στην είσοδο του καταστήματος φοιτητικών επίπλων, στην οδό Φιλίππου με τη μάσκα κρεμασμένη στο λαιμό, και κάπνιζε, συντροφιά φίλης. Δε βλεφάρισε όταν είδε έναν κύριο — «Hamed τον λένε καλέ, τον ξέρω», όπως είπε αργότερα[1]τα ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους — να πλησιάζει με αργά σταθερά βήματα και να ελέγχει μια μία τις πόρτες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων σε αναζήτηση αυτών που από αμέλεια και βιασύνη είχαν μείνει ξεκλείδωτες. Όταν τον είδε να φτάνει στο δικό της βανάκι, που ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το κατάστημα και να τραβάει το χερούλι ρώτησε:
«Ψάχνεις κάτι, να σε βοηθήσω;»
«Όχι, τίποτα.»
«Ε τότε, σταμάτα να πειράζεις ξένα αυτοκίνητα.»
Φιλόπτωχη καταστολή
Ο Γιώργος έχει το κατάστημα ψιλικών του κοντά στη Γιαννιτσών:«Εμένα προσπαθούν να με κλέψουν μια φορά την εδβομάδα. Πλεόν καταλαβαίνω ποιος έρχεται να κλέψει.Δεν υπάρχει λύση. Όταν το ψάξαμε εδώ από τη γειτονιά με έναν δικηγόρο ξέρεις τι μας είπε; Ότι δε μπορούμε να πούμε ότι μας κλέβουν εδώ και χρόνια, γιατί αν το πούμε θα στραβώσει ο αστυνομικός διευθυντής επειδή λέμε ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Τι να κάνουμε; Να μαζευτούμε να τους δέρνουμε μόνοι μας;»
Η υπόσχεση αναβάθμισης της δυτικής μεριάς είχε πείσει τον Γιώργο ότι μια επένδυση των χρημάτων που είχε μαζέψει από την εργασία του στο δημόσιο, θα καρποφορούσε σύντομα.«Μουσείο, ΜΕΤΡΟ, υπάρχει ο σταθμός των τρένων, τα ΚΤΕΛ…Είναι προνομιακή περιοχή». Δεκαπέντε χρόνια τώρα αυτό που ενοείται ως ανάπτυξη δεν έρχεται και ο Γιώργος αισθάνεται ότι καταπατήθηκε μια υπόσχεση που κανείς δεν έδωσε αλλά όλοι θεωρούσαν αυτονόητη. Τώρα θεωρεί τον εαυτό του παγιδευμένο στο μικρό κατάστημά του που του το κλέβουν non-stop οι«παράτυποι» γείτονές του, που έχουν βρεθεί στο περιθώριο και που δεν έχουν και κάποια άλλη επιλογή παρά να κλέψουν.
Μια κάτοικος που μπαίνει στο κατάστημα μου λέει ότι δε μπορεί να βγει να πετάξει τα σκουπίδια χωρίς να σταματήσει κάποιος να τη ρωτήσει «Πόσο πάει;»
«Πρέπει να φύγει από εδώ η πορνεία.»
Ο Γιώργος απο την άλλη διαφωνεί: «Εμένα οι πουτάνες καλό μου κάνουν, τουλάχιστον όσο είναι στο δρόμο υπάρχει κάποιος να βλέπει τι γίνεται. Όσο είναι στο δρόμο και κοιτάζουν, εμένα δε με κλέβουν.»
Από το αρχείο του κινητού του μου δείχνει τα βίντεο που έχει καταγράψει από την κάμερα του καταστήματος απέναντι. Απόπειρες διάρρηξης, άλλοτε αποτυχημένες και άλλοτε πετυχημένες. «Αυτοί μπορεί να κλέβουν από ανάγκη για να επιβιώσουν ρε φίλε… Αλλά κλέβουν εμένα. Εγώ παράτησα τη δουλειά μου στο δημόσιο για να ανοίξω εδώ μαγαζί… Έχω παγιδευτεί.» Όταν τους ρωτάω τι θεωρούν ότι πρέπει να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση η απάντηση είναι ομόφωνη: «περισσότερη αστυνόμευση».
Ο πάντα πρόθυμος για περισσότερη καταστολή, Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, φαίνεται να γνωρίζει ότι πολλοί αντίπαλοί του αγνοούν: η αστυνομία δεν είναι μόνο μηχανισμός κρατικής άμυνας αλλά και εργαλείο αύξησης του πολιτικού του κεφαλαίου. Αυτό τον κάνει να λέει στη Βουλή: «Εμείς αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη των φτωχών ανθρώπων που θέλουν ασφάλεια». Η καταστολή δια στόματος Υπουργού μεταμορφώνεται σε φιλολαϊκή πολιτική. Η φιλο-κατασταλτική συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας – που της έδωσε και την εκλογική της νίκη – δε στηρίζεται σε έναν αντι-λαϊκισμό που αντιπαρατίθεται στον λαϊκισμό της αριστεράς, αλλά επικαλείται την καταστολή ως φιλόπτωχο εργαλείο. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, όποια και αν ειναι η ερώτηση, η απάντηση στην οποία επενδύει η κυβέρνηση παραμένει η ίδια: «Περισσότερη αστυνομία.»
Η κρατική κατασκευή του εγκλήματος
Η θεσμική και χρηματοδοτική υπερτροφία της καταστολής γίνεται σε βάρος της πρόνοιας, της ένταξης και της στέγασης. Ο κυβερνητικός μηχανισμός που επενδύει στην καταστολή είναι ο ίδιος που αρνείται να δημιουργήσει ένα μακροπρόθεσμο και αποτελεσματικό πρόγραμμα ένταξης των προσφύγων ή να ανακουφίσει τη φτώχεια που μαστίζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τα συλλογικά αιτήματα για πρόσβαση στην πρόνοια είναι ανύπαρκτα, ο πληθυσμός σε μεγάλο βαθμό έχει πιστέψει ότι η βελτίωση έρχεται με την αυτο-προσπάθεια, αντί με την οργανωμένη διεκδίκηση. Και όταν οι πλήρως εκτοπισμένοι κλέβουν τους φτωχούς, οι φτωχοί αντί για πρόνοια ως συλλογικό αίτημα ζητούν ατομικά περισσότερη αστυνομία.
Ο Hamed ήρθε στη χώρα πρόσφατα, κάνει χρήση και συχνά καταφεύγει σε μικροπαραβάσεις. Αν συμβουλευτούμε τα φιλοκυβερνητικά, στρατευμένα μέσα ενημέρωσης και τον Υπουργό, θα συνάγουμε ότι η παραβατικές πράξεις του είναι γραμμένες στο πολιτισμικό του γονιδίωμα.
Αυτή είναι η δημοσιογραφική και πολιτική λαθροχειρία: στο ότι το ερώτημα για την παραβατικότητα διατυπώνεται έτσι ώστε η απάντηση να μην μπορεί να είναι παρά η καταστολή. Αν πράγματι η πλειοψηφία πειστεί – και δε χρειάζεται και μεγάλη πειθώ – ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι προγραμματισμένοι να εγκληματούν, το Κράτος εμφανίζεται ως να μην έχει άλλη επιλογή παρά να καταφύγει στη σκληρή καταστολή.
Η μικροπαραβατικότητα και η χρήση του Hamed έχουν να κάνουν πράγματι με το γεγονός ότι δεν είναι Έλληνας. Ακριβώς για τον λόγο αυτό δεν είχε και δεν έχει πρόσβαση σε κανέναν μηχανισμό στήριξης, πρόνοιας, στέγης. Ο χρόνιος αποκλεισμός του από επαρκή στέγη και πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης από τότε που έφτασε στην Ελλάδα, τον έκανε άστεγο και στην συνέχεια μικρο-παραβάτη. Αλλά όσο και να μιλήσει «No one is listening.»
«Οι αλλοδαποί που συνελήφθησαν μετά από την επιτυχημένη επιχείρηση της αστυνομίας» , όπως μας ενημερώνουν τα δημοσιογραφικά μέσα δεν είναι τα άτομα που «κλέβουν επειδή είναι το μόνο που ξέρουν» αλλά τα άτομα που δεν έχουν άλλο μονοπάτι επιβίωσης, που βρίσκονται εκτεθειμένα στον δομικό ρατσισμό του κράτους και που δεν έχουν πρόσβαση ούτε σε άτυπα δίκτυα υποστήριξης. Αυτή είναι η θέση των αποκλεισμένων. Και δεν τους έχει απομείνει κάτι άλλο να κάνουν από το να ψάχνουν κάδους, να γίνονται μέλη ομάδων με ενίοτε παραβατική δράση ή να κλέβουν.
Να υπενθυμίσουμε λοιπόν, στη δημοσιογραφική παραγωγή που διαρκώς δημοσιεύει τις ειδήσεις για ληστείες και διαρρήξεις, συλλήψεις για ναρκωτικά και συμπλοκές ότι ο Hamed και άνθρωποι σαν τον Hamed, δεν βρέθηκαν να δοκιμάζουν αν ανοίγουν οι πόρτες αυτοκινήτων στην Φιλίππου γιατί έτσι έμαθαν ή γιατί έτσι κάνουν στη χώρα τους, αλλά γιατί δε μπορούν να εξασφαλίσουν τα βασικά για την επιβίωσή τους.
Στέγη για όλους, σχεδόν.
Η ιδιοκτήτρια στην οδό Φιλίπππου, που κάπνιζε ατάραχη το τσιγάρο της και δε κούνησε βλέφαρο όταν είδε τον Hamed να προσπαθεί να ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου της, έχει το κατάστημά της στο ισόγειο ενός κτηρίου που πλέον ανακαινίζεται. Όλη η οδός Φιλίπππου ανακαινίζεται.
Η παλιά κλινική του Ανδρεάδη μετατρέπεται σε σύμπλεγμα φοιτητικών δωματίων. Δεν απαιτούνται τεράστιες παρεμβάσεις. Τα μικρά δωμάτια θεραπείας μεταμορφώνονται εύκολα σε φωτητικά studios.
Παραδίπλα, η πολυκατοίκα στην Φιλίππου, αριθμός 9 μετατρέπεται σε ξενοδοχείο από τους νέους ιδιοκτήτες της και ετοιμάζεται να ενταχθεί στην αλυσίδα υπηρεσιών εστίασης που έχουν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Απέναντι στην οδό Φιλίπππου 7 βρίσκεται ήδη, εδώ και τρία χρόνια ένα hostel, υβριδικό που στεγάζει φοιτητές, μόνιμους κατοίκους και τουρίστες.
Παρότι οι επενδύσεις και οι ανακωδικοποιήσεις του αστικού κέντρου χαιρετίζονται από τους τοπικούς καταστηματάρχες, τους κατοίκους, τα ΜΜΕ – και άλλωστε γιατί να μην χαιρετιστούν; – όλα αυτά δε φτιάχνονται για τον Hamed ή ούτε για τους ανθρώπους, γηγενείς και μη, που βρίσκονται σε στεγαστική επισφάλεια και αντιμετωπίζουν ακραία φτώχεια.
Είναι η επιμονή ενός παραδείγματος ανοικοδόμησης και ανάπτυξης που μακροπρόθεσμα εκτοπίζει τους πιο αδύναμους. Οι τιμές των νέων χώρων που χτίζονται ακόμα και αν θεωρούνται χαμηλές για όσους έχουν απομείνει σε αυτή την τάξη που ονομάζεται μεσσαία – άλλοτε ήταν και η μακρύτερη – είναι απρόσιτες για πολλούς. Aυτοί/ες συνεχίζουν να βρίσκονται σε κακοπληρωμένες δουλειές ή δίχως εργασία, να ζουν σε κακές συνθήκες στέγασης, να αναγκάζονται να ανοίγουν κάδους ή να καταφεύγουν σε παραβάσεις. Μπροστά στην αύξηση του αριθμού τους η απάντηση δεν είναι:«Στεγάστε και προφέρατε πρόνοια» αλλά «Που είναι η αστυνομία;».
Ακόμα και έπειτα από μια δεκαετία συλλογικής φτωχοποίησης, η μονομανία περί αυτο-προσπάθειας δεν παρουσιάζει ρωγμές. Το παράδειγμα παροχής στέγασης (αντιπαροχή) και αστική ανάπτυξης (τουρισμός και ξενοδοχεία) επιμένει παρότι επιδεινώνει την τάση εκτοπισμού του τοπικού πληθυσμού.
Σε αυτή την αυτο-προσπάθεια, επιτέλους θα πρέπει να αντιπαρατεθεί ένα συλλογικό αίτημα για τη στέγαση. Τώρα να μιλήσουμε για τη δημιουργία προσιτής στέγασης για τους ανθρώπους που είναι σε επισφάλεια, ανεξάρτητα από εθνότητα και καταγωγή. Η ερώτηση να τεθεί έτσι ώστε η απάντηση που θα δωθεί να είναι:«περισσότερα καλά σπίτια, σε προσιτές τιμές, για όλους.»
References
↑1 | τα ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους |