του Kwame Anthony Appiah
για το τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού New York Review of Books
μετάφραση Νίκος Βράντσης
Το 1937, ο Claude Lévi–Strauss, ένας φιλόδοξος εικοσιεννιάχρονος ανθρωπολόγος, αποφάσισε ότι είχε πια φτάσει η στιγμή να κάνει την έρευνα πεδίου του— ένα αναγκαίο τελετουργικό για το επάγγελμα που σκόπευε να εξασκήσει. O Bronislaw Malinowski— γενννημένος στην Πολωνία μα εκπαιδευμένος στη Βρετανία — θεμελίωσε αυτόν τον τρόπο έρευνας. Αφού έζησε για αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ανάμεσα στους αυτόχθονες των Νήσων Τρομπριάντ δημοσίευσε ένα βιβλίο στο οποίο συνέπλεκε τις παρατηρήσεις του με τη θεωρία. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Edward Evan-Pritchard, έζησε και αυτός μόνος του, για δυο χρόνια, ανάμεσα στους αυτόχθονες των φυλών Azande, στον Βόρειο Νείλο και παρήγαγε ένα σημαντικό έργο, που επηρέασε με ριζικό τρόπο τις φιλοσοφικές συζητήσεις περί επιστημολογίας και επιστημονικής ερμηνείας. Ο Lévi–Strauss, έστρεψε την προσοχή του στις φυλές Nambikwara, στο Μάτο Γκρόσσο, μια πελώρια επικράτεια της Δυτικής Βραζιλίας. Αλλά έκανε τα πράγματα με τρόπο διαφορετικό. Αποφάσισε ότι ένα σωστό ταξίδι στον κόσμο των μη πολιτισμένων (non-civilisé), που ήταν σκορπισμένοι σε μια επικράτεια έκτασης χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, θα απαιτούσε μια ερευνητική ομάδα — συμπεριέλαβε τη γυναίκα του, Dina, η οποία είχε την ίδια ακαδημαϊκή εκπαίδευση με αυτόν και έναν φυσιογνώστη φυσικό, ονόματι J.A. Vellard — και έναν εκτενή και βαρύ εξοπλισμό. Συγκέντρωσε είκοσι άνδρες, δεκαπέντε γαϊδούρια και περί τα τριάντα μοσχάρια, όπλα και τρεις χιλιάδες μερίδες πυρομαχικών. Ας ξεχάσουμε το μοντέλο που εισηγήθηκε ο Malinowski. Αυτό που έκανε ο Lévi–Strauss έμοιαζε με επιδρομή στο ύφος του Sir Richard Burton και του John Speke, ίσως ακόμα και του Fitzcarraldo.
Όπως σημειώνει η Emmanuelle Loyer — καθηγήτρια σύγχρονης ιστορίας της Sciences Po — στην εκτενή και ζωηρή βιογραφία της για τον Lévi–Strauss, “ο αριθμός των επισκεπτών συνήθως ξεπερνούσε τον αριθμό των αυτοχθόνων Ινδιάνων.” Η ομάδα, που διαρκώς επαγρυπνούσε για ενδεχόμενες απειλές, δεν έμεινε πουθενά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε ένα γράμμα προς έναν φίλο του, στο Σάο Πάολο, ο Lévi–Strauss σημείωνε:
Σου γράφω αυτό το γράμμα ανάμεσα σε δεκαπέντε γυναικόπαιδα που κυκλοφορούν ολόγυμνα (πράγμα ατυχές γιατί τα σώματά τους δεν είναι όμορφα) και που δείχνουνε μια διάθεση αποδοχής που είναι άξια προσοχής — δεδομένου ότι πρόκειται για την ίδια φυλή (και ενδεχομένως και για τα ίδια άτομα) που έσφαξαν μια Προτεσταντική αποστολή στη Juruena πριν από πέντε χρόνια.
Κάποια στιγμή, ο Vellard αποφάσισε να εξετάσει το κουράριο με το οποίο ποτίζανε τα βέλη τους οι Nambikwara· εξέθεσε στην ουσία έναν σκύλο που ξεψύχησε την επόμενη στιγμή από ασφυξία. Η Dina έγραφε σαρκαστικά στο ημερολόγιό της (το οποίο επικαλείται συχνά η Loyer), “δεν είμαι έτοιμη να πεθάνω και επιθυμώ να επιστρέψω άμεσα από αυτή την περιπέτεια. Ειδάλλως, δεν θα είναι πια περιπέτεια.”
Και πράγματι η λέξη “περιπέτεια” είναι εύστοχη. Αυτή η εμπειρία απείχε από κάθε άλλη πραγματικότητα που γνώριζε ο Lévi–Strauss: Γεννήθηκε σε μια Εβραϊκή οικογένεια της Αλσατίας και μεγάλωσε σε κοσμικό περιβάλλον — το Bar mitzvah του το αποδέχτηκε για να καθησυχάσει τον ραβίνο παππού του. Ο πατέρας του ήταν ζωγράφος του ρεύματος Beaux Arts, το οποίο γινότανε σταδιακά όλο και λιγότερο δημοφιλές. Η Loyer περιγράφει την οικογένεια ως “αστική, κινούμενη καθοδικά”. Ο Lévi–Strauss έλαβε ένα διπλό πτυχίο νομικής και φιλοσοφίας από τη Σορβόννη και το 1931 έδωσε τις τελικές εξετάσεις στη φιλοσοφία για να λάβει την πιστοποίηση που χρειαζόταν για να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Η Dina Dreyfous, την οποία και παντρεύτηκε το 1932, είχε σπουδάσει και αυτή φιλοσοφία στη Σορβόννη και ήταν και αυτή πιστοποιημένη ακαδημαϊκός.
Κατέληξαν και οι δυο τους να διδάσκουνε σε περιφερειακά λύκεια, παρότι διατηρούσαν άσβεστη την όρεξη για γνώση. Ο Lévi–Strauss αναγνώριζε ως “πνευματικές ερωμένες” του, τον Marx, τον Freud και τη γεωλογία. Όταν, το 1933, διάβασε την Πρωτόγονη Κοινωνία (Primitive Society) του Robert Lowie, αποφάσισε ότι στην ανθρωπολογία μπορούσαν να ενωματωθούν τα ποικίλα ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Καταβρόχθισε τα έργα των ιερέων της εθνογραφίας: Malinowski, James Frazer, Marcel Mauss, Alfred Radcliffe-Brown, Franz Boas. Αλλά όσο έλειπε η έρευνα πεδίου, έλειπε και η πιθανότητα εξόδου από τη ζωή του καθηγητή λυκείου. Στη Βραζιλία κατέληξε γιατί η μοναδική, αξιοπρεπής ακαδημαϊκή θέση του προσφέρθηκε από το νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.
Οι εθνογραφικές επιδρομές του στην Βραζιλία ήταν, δίχως αμφιβολία, οργανωμένες πρόχειρα. Για του λόγου το αληθές, επισκέφτηκε τη φυλή των Bororo νωρίτερα από ότι είχε προγραμματίσει, γιατί ο ψαράς οδηγός του ξέμεινε από καπνό και γνώριζε ότι μονάχα οι Bororo τον καλλιεργούσαν εκεί κοντά. Καθώς το βαρέως εξοπλισμένο καραβάνι του διέσχιζε τις εκτάσεις του Mάτο Γκρόσσο, τα ταξίδια του στα χωριά των Ινδιάνων δεν ήταν μόνο σύντομα — η εθνογραφία σαν ταχύρρυθμο ραντεβού — αλλά και διαμεσολαβημένα. Ο ίδιος δε μιλούσε τις τοπικές διαλέκτους — δε μιλούσε καλά ούτε τα πορτογαλικά. Οι συνεντεύξεις που έκανε συνήθως περιλάμβαναν έναν χωρικό που μιλούσε πορτογαλικά και στη συνέχεια κάποιος μετέφραζε τα λεγόμενά του στα γαλλικά. Ο Lévi–Strauss όμως ήταν αποφασισμένος. Πέρασε τέσσερις ημέρες με ιθαγενείς της φυλής Mundé και αναχώρησε με σχηματισμένη άποψη για τα συστήματα συγγένειας και για το λεξιλόγιό τους. Αισθάνεται κανείς, ότι αυτός ο αυτοδίδακτος ερευνητής ήταν διατεθειμένος να ταιριάξει τις θεωρίες του όπου χωρούσαν.
Έπειτα από έξι μήνες πορείας από το ένα χωριό στο επόμενο, η περιπέτεια έφτασε στο τέλος της. Δεν ήταν μόνο η πρώτη του επιδρομή στο πεδίο. Ήταν και η τελευταία του. (Θα έγραφε αργότερα στην διάσημη πρώτη πρόταση των Θλιβερών Τροπικών — το πιο διάσημο βιβλίο του — “Μισώ τα ταξίδια και τους εξερευνητές”). Όπως θα παρατηρούσε ένας προηγούμενος βιογράφος του, ο Patrick Wilcken, στο Claude Lévi–Strauss: Ο ποιητής στο εργαστήριο (Claude Lévi–Strauss: The poet in the laboratory) (2010), “τη δεκαετία του 1950, κανένας σοβαρός ανθρωπολόγος δεν θα μπορούσε να τη γλιτώσει με ένα τόσο επιπόλαιο ταξίδι.” Ο ίδιος o Lévi–Strauss αναγνώριζε χωρίς ψευδαισθήσεις, τις ικανότητες και τα ενδιαφέροντά του: “Κατάλαβα νωρίς ότι ήμουν ένας άνθρωπος της βιβλιοθήκης και όχι ένας ερευνητής πεδίου.” Χρησιμοποιώντας τους όρους του μεγάλου Γάλλου ανθρωπολόγου, μπορούμε να πούμε ότι η προσέγγιση της εθνογραφίας του Evans-Prithard σε σχέση με αυτή του Lévi–Strauss ήταν ό,τι η ωμή τροφή σε σχέση με τη μαγειρεμένη.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, την άνοιξη του 1939, ο Lévi–Strauss εγκαταστάθηκε στο Μουσείο Ανθρώπινης Ιστορίας (Musee de l’ Homme) για να οργανώσει μια έκθεση με τα εκατοντάδες αντικείμενα που είχε περισυλλέξει από τους Νοτιοαμερικανούς βοηθούς του. Την ίδια περίοδο χώρισε με τη γυναίκα του και ξεκίνησε (αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ) ένα μυθιστόρημα με θέμα του ιθαγενείς σε κάποια Νησιά του Ειρηνικού, οι οποίοι παραπλανούνται από έναν φωνογράφο και πιστεύουν πως οι Θεοί τους επέστρεψαν. Ο τίτλος: Θλιβεροί Τροπικοί.
Όσο για την επικείμενη ναζιστική απειλή, η ελαφρώς μαρξιστική ανάλυσή του, τον οδήγησε στο συμπέρασμα οτι επρόκειτο για μια περαστική καταιγίδα· ένα ζήτημα, όπως εξηγούσε σε έναν φίλο, που οφειλόταν “στη ζήλια των μεσσαίων τάξεων της Γερμανίας έναντι των Εβραίων που κατάφεραν να ευδοκιμήσουν κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού.” Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το 1940, κλήθηκε να καταταγεί. Η συνθηκολόγηση της Γαλλίας, τον Ιούνιο του 1940, τον βρήκε στο Μονπελιέ. Φιλοδοξώντας να αποκτήσει μια πιο αξιοπρεπή θέση στο Παρίσι, μετέβη στο Βισύ για να λάβει άδεια επιστροφής. Αργότερα, μνημόνευε “Ο αρμόδιος αξιωματικός με κοίταξε άναυδος: ‘Με αυτό το όνομα; Στο Παρίσι; Δε μιλάτε σοβαρά!’ Μόνο τότε άρχισα να καταλαβαίνω.” Όπως και στις συζητήσεις περί εθνολογίας, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο Lévi–Strauss προτίμησε τα δικά του μοντέλα και τις δικές του αναλύσεις αντί για την άβολη, επείγουσα κατάσταση που πρόσφερε η πραγματικότητα.
Εν τέλει, το 1941, εξασφάλισε μια άδεια ταξιδιού για την Αμερική — την απαιτούμενη θέση εργασίας του την προσέφερε η Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας, ένας παράδεισος για τους Ευρωπαίους ακαδημαϊκούς μετανάστες — και έπειτα από ένα κοπιαστικό ταξίδι, έφτασε στη Νέα Υόρκη. Στη Νέα Σχολή αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του σε “Claude.L.Strauss”, ώστε να μην τον μπερδεύουν οι μαθητές του με τον κατασκευαστή των blue-jeans. Επιπλέον, ήρθε σε επαφή με ομάδες της εξόριστης κυβένησης της Γαλλίας, δηλώνοντας αφοσίωση στον Στρατηγό De Gaulle. Η Νέα Υόρκη υπήρξε κάτι περισσότερο από ένα απλό καταφύγιο· εκεί ανάπτυξε μια φιλία που θα άλλαζε τη ζωή του, με έναν άλλο, σύντροφο, ακαδημαϊκό μετανάστη, τον Roman Jakobson — έναν Ρώσσο πολυμαθή γλωσσολόγο και bon vivant.
Ο Jacobson, εκτός των άλλων, ήταν και δομιστής: είχε μελετήσει σε βάθος το έργο, ενός, μέχρι τότε, ελάχιστα γνωστού, Ελβετού γλωσσολόγου, του Ferdinand de Saussure (1857-1913), από τον οποίο είχε αποσπάσει ορισμένες πυρηνικές ιδέες, εξετάζοντας εν συνεχεία πως θα μπορούσε να τις αναπτύξει. Μέσα σε αυτές τις ιδέες βρισκόταν και η διάκριση ανάμεσα στην γλώσσα (language) ως αφηρημένο σχήμα, και στην ομιλία (speech) ως συγκεκριμένη εκφορά του λόγου. Μια άλλη ιδέα αφορούσε στη σημασιοδότηση των γλωσσικών σημείων. Aς πάρουμε για παράδειγμα, το φώνημα, τη μικρότερη μονάδα γλωσσικού ήχου που διαθέτει νόημα: ένα φώνημα ήταν σημαντικό γιατί διαφοροποιούσε τη λέξη στην οποία βρισκόταν, από μια λέξη που είχε άλλο φώνημα (για παράδειγμα η λέξη “coat” από τη λέξη “goat”). Μια τρίτη ιδέα είχε να κάνει με τις σχέσεις αυτών των γλωσσικών οργανισμών: μπορούσαν να αντικαταστήσουν ο ένας τον άλλον — για παράδειγμα, ο ηχηρός έκκροτος φθόγγος “b” μπορούσε να αντικαταστήσει τον άηχο έκκροτο φθόγγο “p” (“bat”, “pat”) — ή να τοποθετηθούν ο ένας δίπλα στον άλλο— η χρήση του ήχου ενός “r” αλλάζει εντελώς τη λέξη “bat” στη λέξη “brat”. Οι σχέσεις αντικατάστασης ονομάστηκαν “παραδειγματικές”. Οι σχέσεις γειτνίασης ονομάστηκαν “συνταγματικές”.
Αυτό το μοντέλο μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλους κλάδους. Σκούφος, σκούφια, κράνος, καπέλο, ρεπούμπλικα: η μεταξύ τους σχέση είναι παραδειγματική. Η σχέση τους με το κεφάλι είναι συνταγματική. Το ίδιο ισχύει και για τα σανδάλια, τα σαμπό, τις μπότες που όλα έχουνε μια συνταγματική σχέση με τα πόδια. Έπειτα, οι δυο αυτές κατηγορίες ρούχων μπορούν να συνδεθούν με άλλες έννοιες αντίθεσης (κεφάλι/ πόδια, πάνω/ κάτω, αέρας/έδαφος) ή συμφωνίας (και οι δυο προστατεύουν το σώμα από τις περιβαλλοντικές συνθήκες). Σημειώνονται όμως και αντιστροφές: στην ετοιμασία του γεύματος, οι μαγειρικοί σκούφοι και τα δίχτυα μαλλιών, προστατεύουν το περιβάλλον από το σώμα, όπως ακριβώς οι Cagots — μια μισητή μεινότητα που κάποτε κατοικούσε στη δυτική Γαλλία — οι οποίοι υποχρεούντο να φορούνε παπούτσια για να προστατεύεται το έδαφος από τα πόδια τους.
Επιχειρώντας να γράψει ένα φιλόδοξο έργο ανθρωπολογικής θεωρίας, ο Lévi-Strauss εντόπισε το “άτομο της συγγένειας”, το φώνημα της οικογένειας και εφάρμοσε τις τεχνικές ανάλυσης του δομισμού στα αντικείμενα έρευνας με τα οποία η ανθρωπολογία του καιρού του είχε εμμονή — τις δομές συγγένειες και την ανταλλαγή δώρων. Για την ακρίβεια συνταίριαξε τα δυο φαινόμενα, διατυπώνοντας ότι οι γυναίκες ήταν τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα ανταλλαγής. Όταν επέστρεψε στην Γαλλία, το 1947, υπέβαλλε στο Πανεστήμιο της Σορβόννης, το έργο του Οι στοιχειώδεις δομές της συγγένειας (The elementary Structures of Kinship), ως τη διπλωματική εργασία με την οποία φιλοδοξούσε να αποκτήσει ακαδημαϊκή θέση. Η δημοσίευση αυτού του έργου, τον επόμενο χρόνο, κατεγράφη ως αξιοσημείωτο εκδοτικό γεγονός: αντλούσε πληροφορίες από χιλιάδες εθνογραφικές καταγραφές και κατέγραφε σχέσεις που άλλοι δεν είχανε δει. Αποκάλυψε πως η πραγματική σχέση αμοιβαιότητας που πιστοποιούσε ένας γάμος, δεν ήταν η σχέση μεταξύ των δυο συζύγων που παντρεύονταν αλλά η σχέση ανάμεσα στις ομάδες ανδρών που αντάλλασαν γυναίκες ( οι άνδρες ως πρωταγωνιστές που “παραλάμβαναν τις συζύγους και δώριζαν τις αδερφές τους”: δανειστές και οφειλέτες). Η Simone de Beauvoir έκανε μια διθυραμβική κριτική για το έργο (“πρέπει να διαβαστεί”). Κάποιοι το συνέκριναν με Το Κεφάλαιο, ως προς το εύρος και τη σημαντικότητά του. Στην εκκλησία του Δομισμού, ο κατηχούμενος είχε προβιβαστεί σε Πάπα.
Το 1955, ο Lévi–Strauss δημοσίευσε τη Δομική μελέτη του Μύθου (The Structural Study of Myth), ένα κείμενο που σήμανε την ωριμότερη φάση της ακαδημαϊκής του καριέρας. Εδώ — ακολουθώντας τον de Saussure που συνέστηνε να βρεθεί το μικρότερο συστατικό του υπό έρευνα αντικειμένου — έφτασε στο “μύθημα” (mytheme) και εξερεύνησε τις συνταγματικές και παραδειγματικές του εκδοχές. Ο Ετεοκλής σκοτώνει τον αδερφό του, Πολυνείκη. Ο Οιδίποδας σκοτώνει τον πατέρα του, Λάιο. Ο Οιδίποδας παντρεύεται την Ιοκάστη. Η Αντιγόνη περιφρονώντας μια διαταγή, θάβει τον αδερφό της. Όλα τα παραπάνω αποτελούν μυθήματα. Τα πρώτα δυο μπορούν να τοποθετηθούν κάτω από μια στήλη με τίτλο “υποτιμήσεις των δεσμών αίματος”, ενώ τα άλλα δυο, υπό τη στήλη “υπερτιμήσεις των δεσμών αίματος”.
Ένα σύστημα άρχισε να διακρίνεται. Ακόμα περισσότερες σχέσεις και θέματα κατηγοριοποιήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, σε μια σειρά από στήλες. Όπως και με τους κώδικες μιας ορχήστρας στο πεντάγραμμο, έτσι και οι μυθικές δομές, μπορούσανε να διαβαστούν καθέτως και οριζοντίως.
Σε ένα άλλο επίπεδο, αποκαλύφθηκε μια σημαντικότερη θεματική: οι μύθοι αυτοί αποτελούσαν διαπραγματεύσεις κατά τη σύγκρουση ανάμεσα στην πίστη πως η ουσία της ανθρωπότητας βρισκόταν στις αυτοχθονικές ρίζες — που πήγαζαν από τη γη — και στη γνώση ότι γεννιόμαστε από την ένωση ανδρός και γυναικός. Αργότερα διατύπωσε αυτή τη διαπίστωση με τρόπο πιο άμεσο: όλοι οι μύθοι σχετίζονται με τη μετάβαση από τη φύση στον πολιτισμό (culture).
Την περίοδο εκείνη, δίδασκε στο βαρετό τμήμα θρησκειολογίας στην École Pratique des Hautes Études. Παρότι οι σύμμαχοί του είχανε προσπαθήσει να του εξασφαλίσουν μια θέση στο περίβλεπτο Collège de France, οι προσπάθειές τους είχαν συναντήσει εμπόδια. (Ο Lévi–Strauss εύλογα θεωρούσε βασικό παράγοντα, τον αντι-σημιτισμό). Αλλά υπήρχε και ένα πλεονέκτημα: όπως σημείωσε αργότερα, αν δεν είχε αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο να τοποθετηθεί στο Collège de France, δεν θα είχε τολμήσει ποτέ να δημοσιεύσει τους Θλιβερούς Τροπικούς (1955) — έναν συνδυασμό αντι-ταξιδιωτικού, ταξιδιωτικού ημερολογίου και απομνημονευμάτων. Γραμμένο σε ύφος εξομολογητικό — κάτι που συνήθως απέφευγε — το βιβλίο έγινε best seller. Περιελάμβανε στοχασμούς γύρω από το επάγγελμά του, ζωηρές αναφορές στα διάφορα ταξίδια του και θρήνους για τη συρρίκνωση του πολιτισμικού πλούτου. Έγραφε: “ Επιθυμώ να είχα ζήσει τις ημέρες των πραγματικών ταξιδιών, όταν ακόμα ήτανε δυνατό να δει κανείς σε όλο του το μεγαλείο, ένα φαινομένο που δεν είχε φθαρεί, μολυνθεί και καταστραφεί.” Και όμως αναγνώριζε ότι είχε παγιδευτεί
“σε έναν φαύλο κύκλο, από όπου δεν υπάρχει διαφυγή: όσο πιο μικρή ήταν η επικοινωνία ανάμεσα στις ανθρώπινες κοινωνίες και επομένως όσο πιο μικρός ο κίνδυνος να διαφθαρούν από την μεταξύ τους επαφή, τόσο λιγότερο ικανοί ήταν οι αγγελιαφόροι τους να συλλάβουνε τον πλούτο και τη σημασία της ποικιλομορφίας τους.”
Την ίδια στιγμή, θα έγραφε για τη Νότια Ασία με μια μισανθρωπία, συγγενική με αυτή του Naipaul:
Βρωμιά, χάος, αταξία, κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ερείπια, χαμόσπιτα, λάσπη και ακαθαρσίες. Κοπριά, ούρα, πύον, υγρά, εκκρίσεις και ανοιχτές πληγές: όλα εκείνα, ενάντια στα οποία περιμένουμε να απαντήσει η οργανωμένη αστική ζωή, όλα εκείνα που μισούμε και ενάντια στα οποία προφυλασσόμαστε με τόσο κόστος, όλα εκείνα δεν έχουν κανέναν περιορισμό στην Ινδία. Αποτελούν το φυσικό περιβάλλον που χρειάζεται η Ινδική πόλη για να ευδοκιμήσει. Κάθε άτομο θεωρεί ότι σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό, σε κάθε μονοπάτι έχει δικαίωμα να χτίσει σπίτι. Εκεί μπορεί να καθίσει, να κοιμηθεί ή και να αποκτήσει την τροφή του, απευθείας από αυτή την κολλώδη βρωμιά. Αντί να τον απωθεί, η βρωμιά έχει χαρακτήρα συντροφικότητας, καθώς την έχουν εκκρίνει, την έχουν αποβάλλει, την έχουν πατήσει, την έχουν αγγίξει τόσοι άνθρωποι.
Υποστήριξε πως το Ισλάμ ήταν “πρότυπο επιθετικής θρησκείας”. Οι επιδείξεις αισθητικής πολυτέλειας ήταν απλά το “προσωπείο” πίσω από το οποίο κρυβότανε “ο φανατισμός που διατρέχει την Ισλαμική ηθική και θρησκευτική σκέψη”. Όσο για τον Δυτικό πολιτισμό, ο Lévi–Strauss θεωρούσε ότι και αυτός είχε παραμορφωθεί από τις συγκρούσεις με το Ισλαμ κατά τον Μεσσαίωνα (“η Δύση, πήρε μέρος στις σταυροφορίες για να το αντιμετωπίσει και κατέληξε να του μοιάσει”) και τώρα απειλούσε να επιβάλει μια μονοπολιτισμική ομοιομορφία.
Εν τω μεταξύ, συνέχισε τις αναλύσεις του για τον Μύθο. Όταν η Δομική Ανθρωπολογία δημοσιεύθηκε το 1958, προκάλεσε μια επανάσταση στη μελέτη της μυθολογίας — ίσως και της καθε αφήγησης. Δεν ήταν καινούρια, η ιδέα να απομονωθούν και να μελετηθούν τα μοτίβα και τα πρωτογονικά στοιχεία των μύθων. Η George Elliot φιλοτέχνησε τον μίζερο και σχολαστικό χαρακτήρα του Edward Casaubon να εργάζεται ασταμάτητα — μα μάταια — για να βρει το Κλειδί για όλες τις Μυθολογίες. Ο Λόρδος Raglan δημοσίευσε τον Ήρωα, ο James Frazen τον Χρυσό Κλώνο, ο Robert Graves τη Λευκή Θεά. Αλλά κανείς δεν ανέλυσε τον μύθο με τέτοιο γνωστικό εύρος και τόση επιμέλεια. Εντυπωσιακή παραμένει μέχρι και σήμερα η φανταχτερή επιστημονικότητά του: Σαν τη μυθολογία του Bulfinch, φιλτραρισμένη μέσα από το Principia Mathematica. Η Δομική Ανθρωπολογία όπως και οι ακόλουθοι τόμοι επί του ίδιου θέματος ηταν γεμάτοι με μαθηματικές αναφορές επί των μεταμορφώσεων, με διανύσματα, με αντιμεταθέσεις, ακόμα και “Ομάδες Klein” (που σχετίζονται με τις περιστρεφόμενες συμμετρίες των παραλληλογράμμων). Είτε πρόκειται για την ακμή του ή για το reductio ad absordum των ακαδημαικών του φιλοδοξιών, οι ενασχολήσεις του Lévi–Strauss με τις “λογικο-μαθηματικές αναλύσεις” πρότειναν μια φόρμουλα σύμφωνα με την οποία “κάθε μύθος” (θεωρούμενος ως το σύνολο όλων των μεταβλητών του) αντιστοιχεί σε:
Fx(a) : Fy(b) ≃ Fx(b) : Fa−1 (y)
Υποστήριζε ότι η ισοδυναμία σήμαινε πως κάθε όρος μπορούσε να αντικατασταθεί από τον αντίθετό του, ο α από τον α-1: και ότι η αξία της συνάρτησης και η αξία των μεταβλητών μπορούσαν να αντιστραφούν.
Τί είναι όλες αυτές οι αξίες συνάρτησης και οι αξίες όρων; Ο Maurice Godelier στο έργο Claude Lévi–Strauss: Μια κριτική μελέτη της σκέψης του (Claude Lévi–Strauss: A critical Study of His Thought) γράφει πολλά και γι’ αυτές όπως και για πολλά άλλα. Ο Godelier, καθηγητής ανθρωπολογίας, στην École des Hautes Études en Sciences Sociales, ήταν βοηθός του Lévi–Strauss τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με την Loyer “ήταν ένα ελεύθερο πνέυμα στο Στρωσιανό στερέωμα”. Μαρξιστής και δομιστής την ίδια στιγμή. Η μελέτη του Godelier, παρέχει μια εκτενή εξήγηση για κάθε σημαντικό δημοσιευμένο έργο του Lévi–Straus — σαν μια εξαιρετικά λεπτομερή δισκογραφία. Τον θαυμάζει με θέρμη, αλλά δεν συμφωνεί πάντα μαζί του. Τον υπερασπίζεται ενάντια στις κριτικές των άλλων, αλλά ασκεί τη δική του κριτική. Και αφιερώνει αρκετές σελίδες (και πολλή μελέτη) στην περιβόητη “κανονιστική φόρμουλα”, αναγνωρίζοντας ότι “πολλοί ανθρωπολόγοι έκριναν αυτή τη φόρμουλα ακατανόητη ή/και αχρείαστη.” Ενώ ο Godelier αναγνωρίζει ότι η φόρμουλα είναι “ασαφής”, κυρίως “διότι ο Lévi–Strauss δεν εξήγησε ποτέ πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί”, υποψιάζεται ότι θα μπορούσε ίσως να συνεισφέρει στην απόπειρα σύνθεσης της γνωστικής επιστήμης με τις κοινωνικές επιστήμες.
Μια λιγότερο γενναιόδωρη προσέγγιση παρουσιάζει τον Lévi–Strauss — ο οποίος είχε εξομολογηθεί ότι ήταν ανεπαρκής μαθητής στα μαθηματικά — να έχει υποκύψει σε ένα είδος φετιχιστικής αίρεσης μαθηματικού φορμαλισμού. Στους Θλιβερούς Τροπικούς περιέγραψε τι ακολούθησε αφού διένειμε μολύβια και φύλλα χαρτιού στους αγράμματους ιθαγενείς Nambikwara· ο αρχηγός ζήτησε ένα κανονικό σημειωματάριο και άρχισε να σχεδιάζει κυμματώδεις γραμμές, “ακατάληπτα ορνιθοσκαλίσματα” παριστάνοντας ότι είχανε κάποιο νόημα. Ο αρχηγός κατανόησε, όπως λέει ο Lévi–Strauss, ότι η γραφή ήταν εν τέλει ένα μέσο “που ενίσχυε της εξουσία και το κύρος” του. Η κανονιστική φόρμουλα, την οποία ο Lévi–Strauss μόχθησε να (μην) εξηγήσει, ίσως αποτελεί μια παρόμοια περίπτωση.
Μια αξίωση αυθεντίας και κύρους θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει την εκτενή κριτική του προς τον Jean Paul Sartre — ίσως τον τελευταίο σοβαρό αντίπαλο του Lévi–Strauss στον αγώνα για ακαδημαϊκή υπεροχή— που παρουσιάζεται στο τελευταίο κεφάλαιο της Άγριας Σκέψης (La Pensée Sauvage) (1962). (Ο τίτλος του βιβλίου εμπεριείχε ένα λογοπαίγνιο: pensée σημαίνει και σκέψη και πανσές. Άλλωστε η εικόνα του πεντάφυλλου λουλουδιού κόσμησε το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης. Το έργο εν τέλει μεταφράστηκε στα αγγλικά ως Το Άγριο Μυαλό (The Savage mind) αν και ο ίδιος ο Lévi–Strauss πρότεινε πως ο τίτλος “Σκέψη στην Άγρια Κατάσταση” (Mind in the Wild) ήταν προτιμότερος). Υποστήριζε πως η προσέγγιση του Sartre ευνοούσε με απερίσκεπτο τρόπο την Ιστορία — “στο σύστημα του Sartre, η ιστορία παίζει ακριβώς τον ρόλο ενός μύθου”— και πως ήταν βαθύτατα εθνοκεντρική, εγλωβισμένη σε μια παραπλανητική αντίθεση μεταξύ μοντέρνου και πρωτόγονου τρόπου σκέψης και περιορισμένη σε ένα παρωχημένο εύρος φαινομένων. Πολλοί αναγνώστες βρήκανε λυτρωτική αυτή την επίθεση στον Sartre: είδαν τον δομισμό να αμφισβητεί την κυριαρχία του υπαρξιστικού και του μαρξιστικού Λόγου (discourse) και να αποκαλύπτει τον θολό υποκειμενισμό του Sartre.
Αυτό που έμοιαζε με επανάσταση στις ανθρωπιστικές επιστήμες σάρωσε κάθε αντίσταση. Ο Lévi–Strauss έλαβε επιτέλους μια έδρα στο Collège de France, όπου δημιούργησε ένα εργαστήριο Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Σημαντικοί Βρεττανοί Ανθρωπολόγοι όπως ο Edmund Leach και ο Rodney Needham, εγκωμίασαν και σύστησαν το έργο του στους αγγλόφωνους ακαδημαϊκούς κύκλους. Ο Lévi–Strauss μόλις τότε, ξεκινούσε την δική του προσωπική αναζήτηση για το “Κλειδί για όλες τις Μυθολογίες”, που τελικά έλαβε τη μορφή ενός τετράτομου έργου, με τίτλο “Μυθολογίες”. Ο Edward Casaubon είχε τις “Συνοπτικές Ταξινομήσεις” του. Ο Lévi–Strauss πειραματίστηκε με πιο τεχνολογικές προσεγγίσεις. Ονειρευόταν κάρτες αποθήκευσης δεδομένων και δημιούργησε γλυπτά με ζεύγη από Λωρίδες Μόμπιους, με τις οποίες επιχειρούσε να απεικονίσει τους μύθους, τρισδιάστατα.
Στο πρώτο μέρος της τετραλογίας του Το Ωμό και το Μαγειρεμένο (1964), προσέγγισε την μαγειρική ως διαπραγμάτευση ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό (νωρίτερα είχε εισάγει τον όρο “μαγείρημα”, το φώνημα της μαγειρικής στην Δομική Ανθρωπολογία). H ανάλυσή του αυτή θα απεικονιζόταν με ένα ισόπλευρο τρίγωνο, όπου το “Ωμό” βρισκόταν στην κορυφή, το “Μαγειρεμένο” βρισκόταν κάτω αριστερά και η «αποσύνθεση” κάτω δεξιά. Τις σχέσεις τους μεσολαβούσε, οριζόντια, η “φωτιά” και κάθετα η μετάβαση από τη φύση στον πολιτισμό. Η φύση είναι για τον πολιτισμό, ότι είναι το ωμό προς το μαγειρεμένο. Τα ζώα τρώνε τη τροφή τους ωμή και φοβούνται τη φωτιά. Η αποσύνθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο η φύση μεταμορφώνει την τροφή. Η μαγειρική είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτισμός μεταμορφώνει την τροφή. Μια σημαντική διάκριση γινόταν ανάμεσα στο ψήσιμο (που γινότανε από άνδρες, χωρίς κάποιο μαγειρικό σκεύος — επομένως μια διαδικασία πιο φυσική που ωστόσο προκαλούσε τη μερική καταστροφή του κρέατος) και στο βράσιμο (που γινότανε από γυναίκες, με τη χρήση μαγειρικού σκεύους και που δεν κατέστρεφε το κρέας). Ένα δεύτερο επεισόδιο τιτλοφορήθηκε Από το Μέλι στη Στάχτη (1966). Το κύριο επιχείρημά του περιστρεφόταν γύρω από την ιδέα ότι το μέλι ήταν κάτι “πέρα από το ωμό” και η στάχτη (από το τσιγάρο) κάτι “πέρα από το μαγειρεμένο”.
Ο Lévi–Strauss διέθετε το χάρισμα να βρίσκει συμμετρίες, ομολογίες και αντιστροφές, όπου και αν κοιτούσε. Αν “τα πουλιά είναι μεταφορικά ανθρώπινα όντα και τα σκυλιά μετωνυμικά ανθρώπινα όντα, τα βοοειδή μπορούν να συλληφθούν ως μετωνυμικά μη-ανθρώπινα όντα και τα άλογα κούρσας μεταφορικά μη-ανθρώπινα όντα”, όπως έγραφε στην Άγρια Σκέψη. Παρατηρώντας ότι οι Γάλλοι αγρότες ονόμαζαν τα μοσχάρια τους από το τρίχωμά τους ή από το ταμπεραμέντο τους, αντίθετα από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων έπαιρναν τα ονόματά τους οι σκύλοι, συμπέρανε πως αυτά τα ονόματα “διαφέρουν από τα ονόματα που δίνονται σε σκύλους καθώς είναι επίθετα που προέρχονται από τη συνταγματική αλυσίδα ενώ τα άλλα προέρχονται από την παραδειγματική”. Στην Καταγωγή των Τρόπων γύρω από το Τραπέζι (The Origins of Table Manners), το τρίτο μέρος των Μυθολογιών, υποστήριξε ότι ενώ εμείς φοράμε καπέλα και χρησιμοποιούμε πιρούνια για να κρατήσουμε το κεφάλι μας στεγνό και τα δάκτυλά μας καθαρά, οι καλοί τρόποι στις βάρβαρες κοινωνίες χρησιμεύουν για να προστατεύσουν την αγνότητα των αντικειμένων από την τραχύτητα των ανθρώπων.
Αυτές οι διατυπώσεις έμοιαζαν με ενοράσεις. Ποιές όμως θα μπορούσαν να αντέξουν σε έναν πιο εξονυχιστικό έλεγχο; Για πιο προσγειωμένους ανθρωπολόγους — όπως ήταν ο Leach και ο Needham που ήταν μαθητές του Malinowski και του Evans Pritchard— αυτές οι εκδηλώσεις του σπουδαίου μυαλού του Lévi–Strauss ορισμένες φορές άγγιζαν τα όρια της ευπιστίας. Το έργο του έμοιαζε, όπως έμοιαζε στη Δωροθέα το έργο του Casaubon: “να πλέει ανάμεσα σε εικασίες”. Η δουλειά του Lévi–Strauss ψήθηκε και βράστηκε πολλές φορές από τους πρώην θαυμαστές του. Ο Needham απεφάνθη ότι ο Lévi–Strauss ήταν “ο μεγαλύτερος σουρρεαλιστής από όλους”, απελπιστικά αναξιόπιστος στις εθνογραφικές του αναφορές. Ο Lévi–Strauss είναι για το μύθο ότι είναι ο Freud για το Όνειρο, όπως έγραψε ο Leach: “Ταιριάζουν όλα τόσο άψογα, ώστε πρέπει να είναι σωστά. Έπειτα όμως αρχίζεις και αναρωτιέσαι.” Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι ο Lévi–Strauss θα δεχόταν κάθε επιχείρημα, όσο αναξιόπιστο και αν ήταν, αρκεί να ταίριαζε στο σύστημά του. Και θα αγνοούσε ή θα έβρισκε τρόπο να αποκλείσει κάθε απόδειξη που θα το αντέκρουε. Άλλοι απογοητεύτηκαν από τον ανιστορικισμό του. “Ο Lévi–Strauss ζωγράφισε την τέλεια εικόνα, όλων όσα ταιριάζουν στο κυρίαρχο σχήμα” έλεγε στον Patrick Wilcken ο Alban Bensa, ένας εθνογράφος από τη Νέα Καληδονία. “Αλλά οταν βρέθηκα στο πεδίο και αντικρυσα τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας, άρχισα να έχω τις αμφιβολίες μου.”
Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1960, ο δομισμός άρχισε να χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο Παρίσι. Εμφανίστηκαν τα μεγάλα έργα του μετα-δομισμού, που αντιμετώπιζαν τον Lévi–Strauss όχι σαν αυθεντία την οποία οφείλουν να συμβουλευτούν, αλλά σαν κείμενο προς αποδόμηση. Φαινομενικά παραιτημένος προστά σε όσα συνέβαιναν, χρησιμοποίησε μια γαστρομική μεταφορά: “Το μορφωμένο κοινό στην Γαλλία θράφηκε για λίγο με τον δομισμό, αλλά ήταν ‘βουλημικό’.” Και έπειτα ο Lévi–Strauss που διατήρησε την αφοσίωσή του στον De Gaulle, συγκλονίστηκε από την αναβίωση της επίδρασης του Sartre στους νέους. Το 1967 είπε σε έναν ρεπόρτερ, “Έχω ακόμα τα αρχίδια ενός ανθρώπου της αριστεράς. Αλλά στην ηλικία μου γνωρίζω ότι είναι τα αρχίδια και όχι ο εγκέφαλος.”
O Γάλλος οικονομολόγος και αρθρογράφος Guy Sorman, έγραψε ότι “ο Lévi–Strauss δεν έκρυψε το γεγονός ότι ήταν συντηρητικός (αν και κάποιοι προτιμούσαν να κάνουν πως δεν το ξέρουν)” και “πάντα αναθαρρούσε όταν οι συντηρητικοί κέρδιζαν στις εκλογές είτε στη Γαλλία είτε στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη.” Ο Lévi–Strauss αρνήθηκε να εκφράσει κάποια διαφωνία με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η γνώμη του επί της αποκιοκρατίας είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. (Πίστευε ότι τα νέα κράτη, που επιθυμούσανε να εκσυγχρονιστούν, αποτελούσαν μεγαλύτερη απειλή για τις “μη πολιτισμένες κοινωνίες” από ότι οι αποκιακές δυνάμεις. Κατά την εξέγερση του Μάη του 1968, ένας μαθητής έγραψε σε έναν μαυροπίνακα με κιμωλία, ένα καυστικό υποτιμητικό σλόγκαν: “Οι δομές δεν διαδηλώνουν”.
Το 1980, ο άνδρας του οποίου η θεωρία περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της “γυναίκας ως δώρο” προσπάθησε να εμποδίσει την εκλογή της Marguerite Yourcenar ως της πρώτης γυναίκας-μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας, των αθανάτων (les immortels). Ο Lévi–Strauss, που είχε γίνει δεκτός μόλις επτά χρόνια νωρίτερα, μίλησε σε έναν φίλο του για τις φυλές των Amerindian και την καταστροφή που υφίσταντο όταν “άλλαζαν κάτι θεμελιώδες στην οργάνωσή τους”. Αυτό το δώρο, λοιπόν, έπρεπε να το απαρνηθούν. Ήταν θέμα επιβίωσης. Όταν ανέλαβε να βοηθήσει στην οργάνωση του Musée du Quai Branly — ανασυγκρότηση του Musee de l’ Homme, την οποία είχε αποφασίσει ο Γάλλος Πρόεδρος, Zακ Σιράκ — διέγραψε όσους επέπληξαν το νέο μουσείο διότι εξέθετε κλεμμένα αντικείμενα ιθαγενών έξω από το πολιτισμικό τους συγκείμενο: Και τί γίνεται με τα θρησκευτικά έργα τέχνης στο Λούβρο;
Ως διασημότητα κινήθηκε σε διάφορες γραμμές. Εμφανιζόταν στην Γαλλική τηλεόραση και το ραδιόφωνο, αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκε σε ένα talk-show του NBC, σε ένα αφιέρωμα του Vogue και σε ένα κείμενο στο Playboy. Όταν το περιοδικό Lire, διενήργησε μια δημοσκόπηση το 1980 για να αποφανθεί ποιος εθεωρείτο ο πιο επιδραστικός σύγχρονος στοχαστής, ο Lévi–Strauss βρέθηκε πρώτος στη λίστα.
Όσο περνούσε ο καιρός, εμφανιζότανε όλο και πιο ανήσυχος για το ξέφτισμα της πρώτης δύναμής του. “Σε αυτή τη ηλικία, στην οποία δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάσω και η οποία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ζωής μου, αισθάνομαι σαν ένα κατακερματισμένο ολόγραμμα,” έλεγε το 1999, μια δεκαετία πριν από τον θάνατό του. “Υπάρχει ένα πραγματικό εγώ, που είναι το ένα τέταρτο ή το μισό ενός ανδρός, και το εικονικό εγώ, που διατηρεί ζωντανή την εικόνα ενός συμπαγούς συνόλου.” Αργότερα είχε την τιμή να γίνει ο πιο ηλικιωμένος ανάμεσα στους αθανάτους (les immortels). Όταν έκλεισε τα εκατό — θα ζούσε περίπου έναν ακόμα χρόνο — ο Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, τον επισκέφτηκε για να του ευχηθεί χρόνια πολλά. Εορτασμοί οργανώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο και το μεγάλο αμφιθέατρο Quai Branly πήρε το όνομά του. Το κατακερματισμένο ολόγραμμα είχε μπει στην Ιστορία και είχε επανασυναρμολογηθεί και η ιστορία της ζωής του είχε λάβει χαρακτηριστικά μύθου.
Η μελετημένη σε βάθος βιογραφία που έγραψε η Loyer — που σιγουρα βοηθά “να κρατηθεί ζωντανή η ιδέα ενός συνόλου” — μεταφράστηκε στα αγγλικά ίσως με υπερβολική σχολαστικότητα. Ο αναγνώστης σπάνια ξεχνάει ότι διαβάζει από μετάφραση. Επίσης σε ελάχιστα σημεία τα μοντέλα και τις μεθόδους που τόσο απασχόλησαν τον πρωταγωνιστή της. Οι περισσότεροι αγγλόφωνοι αναγνώστες θα βρουν πιο χρήσιμη τη βιογραφία που με περιττή χάρη και ακαδημαική επιμέλεια, δημοσίευσε ο Wilcken το 2010. Το έργο της Loyer είναι καθηλωτικό — αλλά ίσως και καθηλωμένο σε ένα λάθος. Αποπνέει συχνά τον αέρα συνηγόρου υπεράσπισης. Όταν ο Lévi–Strauss μοιάζει αναποφάσιστος σχετικά με την απο-αποκιοποίηση, η Loyer σπεύδει να αναφέρει ότι οι απόψεις του συμφωνούν με κριτικές θέσεις που θέτουν οι μεταποικιακές σπουδές. Όταν γράφει για την αποτυχημένη προσπάθειά του να κρατήσει την Yourcenar έξω από την Ακαδημία, αμέσως παραθέτει ότι τον επόμενο χρόνο όρισε μια γυναίκα — τη μαθήτριά του, Francoise Heritier — ως διάδοχό του, στο Collége de France, απόφαση προς την οποία ο Godelier — που ήταν πιθανότατα ο δεύτερος πιο αναγνωρισμένος ανθρωπολόγος στη Γαλλία τότε — θα είχε ενδεχομένως σοβαρές ενστάσεις. Σύμφωνα με τη Loyer, ο Lévi–Strauss, αντιλαμβανόταν οτι η Γαλλική Ακαδημία “όφειλε το κύρος και το σφρίγος της στον επιμελή σεβασμό της προς την παράδοση.” Άλλωστε, όπως αναφέρει, εκείνη την εποχή η Yourcenar κατοικούσε στο Maine.
Όπως συμβαίνει συνήθως, οι πλέον αυστηροί επικριτές του Lévi–Strauss μας δείχνουν ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να αποθησαυρίσουμε την κληρονομιά του. Ο Leach συνόψισε την μυθο-λογία του Lévi–Strauss με ένα απόφθεγμα: «Αυτή είναι η γη ενός ποιητή». Αλλά στην πρόταση να τοποθετηθεί στην ίδια επικράτεια που βρισκότανε ο, ποιητής και κριτικός, William Empson, ο Lévi–Strauss ανταποκρίθηκε με επιείκεια αλλά και με δυσαρέσκεια: α και α-1. Όσο και αν διαφωνούσε με την ιδέα του Evans-Pritchard, ο οποίος θεωρούσε ότι η ανθρωπολογία είχε γίνει πιο ανθρώπινη και ερμηνευτική, ο Lévi–Strauss ήταν ένας σπουδαίος ερμηνευτής, ένας θαυμάσιος αναγνώστης. Και το να αξιολογούμε το έργο του όχι σαν επιστημονική ανάλυση αλλά σαν πολιτισμική μελέτη — ένα προϊόν τόσο της εποχής του όσο και του σπουδαίου του μυαλού — δεν είναι υποβάθμιση αλλά τιμή.
Όταν οι σπουδαίοι άνθρωποι της επιστήμης καταφέρνουν να ωθήσουν το αντικείμενό της έρευνάς τους, δεν είναι πλέον χρήσιμοι: οι φυσικοί δε μελετούν τον Νεύτωνα, οι χημικοί δεν μελετούν τον Λαβουαζιέ. Τα έργα τους ενσωματώνονται και παραγκωνίζονται από το επόμενο επεισόδιο της ακαδημαϊκής έρευνας. Αντίθετα, τα πολιτισμικά αντικείμενα — ενσωματωμένα στην λογοτεχνική και μουσική φαντασία — σου ζητούν να τα ζήσεις ως εμπειρίες. Γι’ αυτό όπως παρατήρησε ο Hazlitt “οι τέχνες δεν προοδεύουν”. Οι Casaubon ξεθωριάζουν μα η George Elliot συνεχίζει να υπάρχει. Κάποια κομμάτια του έργου του Lévi–Strauss συνεχίζουνε να υπάρχουν μέχρι σήμερα, ακριβώς επειδή οι επιστημονικές του φιλοδοξίες δεν επιβίωσαν.